Το ζήτημα των εποίκων στο Κυπριακό Πρόβλημα




Αποτελεί κοινή αντίληψη πως ένα από τα κρισιμότερα κεφάλαια στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό είναι αυτό της δημογραφικής πτυχής, ιδιαίτερα το ζήτημα των εποίκων. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα έχει εμπεδωθεί, εδώ και χρόνια, η αντίληψη πως ο αριθμός των εποίκων ανέρχεται σε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες.


Του Σώτου Κτωρή


Προ διετίας, για παράδειγμα, ένα ε/κ «Ινστιτούτο Δημογραφικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής» ανακοίνωσε ότι ο αριθμός  των εποίκων κυμαίνεται από «500 μέχρι 800 χιλιάδες». Οι μυθοπλασίες του «Ινστιτούτου» αναπαράχθηκαν συστηματικά, ως «βεβαιότητες», από ΜΜΕ και πολιτικές δυνάμεις που αντικρίζουν με δυσπιστία την ειρηνευτική διαδικασία για το Κυπριακό.

Όταν, πρόσφατα, γνωστοποιήθηκε η συμφωνηθείσα, στις διαπραγματεύσεις, σύγκλιση αναφορικά με τον πληθυσμό της τ/κ πολιτείας, ο οποίος θα ανέρχεται στις 220.000 έναντι 802.000 Ελληνοκυπρίων, οι εν λόγω «βεβαιότητες» κλονίστηκαν. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, οι μονίμως διαφωνούντες αναπροσάρμοσαν τα «στοιχεία» τους.  Εμμένοντας στη θέση ότι οι Τουρκοκύπριοι θα συνιστούν μειοψηφία διατείνονται, πλέον, πως στον πληθυσμό της τ/κ πολιτείας θα περιλαμβάνονται τουλάχιστον 114.000 έποικοι και μόλις 106.000 Τουρκοκύπριοι. Ωστόσο, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δεικνύουν πως και αυτή η εκτίμηση είναι αβάσιμη.

Σχέδιο Ανάν

Καταρχάς, η μοναδική περίπτωση όπου η τ/κ πλευρά υποχρεώθηκε να καταθέσει επίσημα στοιχεία αναφορικά με τον αριθμό των εποίκων ήταν το  2004. Τότε, η τ/κ ηγεσία είχε συμπεριλάβει σε ονομαστικό κατάλογο όσους, πέραν των Τουρκοκυπρίων, θα λάμβαναν την υπηκοότητα της Ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας (ΟΚΔ). Θα πρέπει να τονιστεί πως ενώ και οι δύο πλευρές είχαν τη δυνατότητα, σύμφωνα με της πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, να υποβάλουν μέχρι και 45.000 ονόματα εντούτοις ο τ/κ κατάλογος περιέλαβε μόνο 41.700 άτομα.

Είναι δεδομένο πως, εάν στα κατεχόμενα διαβιούσαν και άλλοι «πολιτογραφημένοι» έποικοι, η Τουρκία θα μεριμνούσε για την συμπερίληψη και νομιμοποίηση τους. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Το σύνολο των πολιτογραφηθέντων στην «ΤΔΒΚ» ανερχόταν, την εν λόγω περίοδο, στις 176.000. Πέραν των εποίκων (41.700), στις 176.000 περιλαμβάνονταν περίπου 15.000 άτομα των οποίων ο ένας εκ των γονέων ήταν έποικος, καθώς και 121.000 άτομα κυπριακής καταγωγής.  Εξ αυτών των στοιχείων προκύπτει πως το ποσοστό των εποίκων κυμαινόταν στο 23,6% του συνολικού πληθυσμού.

Αρχείο Πληθυσμού και «απογραφές»

Τα στοιχεία που δόθηκαν αναφορικά με τους πολιτογραφηθέντες στα κατεχόμενα, κατά το 2004, συνάδουν με τα αποτελέσματα των τ/κ «απογραφών» που διεξήχθησαν τόσο πριν (1996) όσο και μετά το δημοψήφισμα (2006, 2011).  Από αυτά προκύπτει πως ο πληθυσμός της «ΤΔΒΚ» αυξήθηκε από 164.460 το 1996, σε 178.031 το 2006, και 190.494 το 2011. Αξιολογώντας, περαιτέρω, τα στοιχεία των «απογραφών», προκύπτει πως το ποσοστό των εποίκων κυμαινόταν, σε αυτή την χρονική περίοδο, από 23% έως 27%. Κάτι που επίσης συνάδει, εν πολλοίς, με τα επισήμως υποβληθέντα στοιχεία του 2004.

Ασφαλώς, η ακριβής επιβεβαίωση αυτών των στοιχείων, εκ μέρους της ε/κ πλευράς, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον ακριβή αριθμό των εποίκων.  Από τα αρχεία, ωστόσο, που τηρούνται στο Αρχείο Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών, προκύπτει πως 117.545 Τουρκοκύπριοι διαθέτουν κυπριακά ταξιδιωτικά έγγραφα. Σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται όσοι Τουρκοκύπριοι απέφυγαν, για διάφορους λόγους, να αποταθούν για την απόκτηση εγγράφων, καθώς και τα παιδιά από μεικτούς γάμους (15.000), καθότι η κυπριακή κυβέρνηση, ανεξαρτήτως εάν ο ένας γονέας είναι κυπριακής καταγωγής, αρνείται την παραχώρηση της ιθαγένειας εάν ο έτερος γονέας είναι έποικος.

Επιπλέον, στον συνολικό πληθυσμό της τ/κ πολιτείας περιλαμβάνονται και περίπου 25.000 Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι διαθέτουν την «ιθαγένεια» του ψευδοκράτους, αλλά μετανάστευσαν στο εξωτερικό, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Συνυπολογίζοντας αυτά τα στοιχεία συνάγεται, με σχετική ασφάλεια, πως είναι αδύνατο ο αριθμός των εποίκων να ξεπερνά, όπως κάποιοι διατείνονται, τις 114.000. Τουναντίον, προκύπτει πως αριθμός των πολιτογραφηθέντων εποίκων, μάλλον, κυμαίνεται περίπου στις 60.000.

Ελληνοκυπριακή πολιτεία και απόδημοι  

Ερωτήματα τίθενται και αναφορικά με τον δυνητικό πληθυσμό της ε/κ πολιτείας. Βάσει των στοιχείων του Τμήματος Αρχείου και Μετανάστευσης προκύπτει πως οι ευρισκόμενοι εν ζωή, ανήκοντες στην ε/κ Κοινότητα, ανέρχονταν τον Αύγουστο του 2016 στις 790.695 άτομα.  Εάν σε αυτούς προστεθούν και μερικές χιλιάδες υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι έλαβαν, από την 31η Δεκεμβρίου 2005 και εντεύθεν, την κυπριακή ιθαγένεια είτε λόγω παραμονής είτε ως σύζυγοι κυπρίων πολιτών, τότε προκύπτει πως ο αριθμός των 802.000, που ο ΠτΔ κατέθεσε στις διαπραγματεύσεις, εδράζεται σε πραγματικά δεδομένα.

Ταυτόχρονα, στις συγκλίσεις περιλαμβάνεται και πρόνοια που ρυθμίζει το καθεστώς  των αποδήμων Κυπρίων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι δεν θα διαθέτουν, με την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας,  την ιθαγένεια της ΟΚΔ.  Αυτές οι περιπτώσεις καλύπτονται από την, επαναλαμβανόμενη σε όλες τις προτάσεις των Ηνωμένων Εθνών, ρύθμιση που ορίζει ότι πολίτες της ΟΚΔ θα μπορούν να καταστούν στο μέλλον και όσοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να αποκτήσουν την κυπριακή ιθαγένεια την 21η Δεκεμβρίου του 1963, οι απόγονοι τους, καθώς και οι σύζυγοι τους.

Πλειοψηφία… με 2 «βουλευτές»

Η παραποίηση των στοιχείων αναφορικά με τα δημογραφικά δεδομένα της «άλλης» πλευράς έχει σαφή πολιτική στόχευση. Εσχάτως, οι διαφωνούντες με τη λύση ομοσπονδίας διέγνωσαν τον «κίνδυνο» η Τουρκία να αποσύρει το αίτημα για εγγυήσεις, «αφού έχει ήδη διασφαλίσει τον επεμβατικό, κηδεμονευτικό της ρόλο διαμέσου της παραμονής αριθμού εποίκων, μεγαλύτερου από ότι είναι ο αριθμός των Τ/Κ».

Αυτή η αντίληψη αποβλέπει, δυστυχώς στην εκ προοιμίου αποδόμηση μιας ενδεχόμενης –αλλά καθόλου δεδομένης– υποχώρησης της Τουρκίας στο κεφαλαιώδες, για τους Ελληνοκυπρίους, ζήτημα της ασφάλειας. Και δεν εδράζεται απλά στην παραποίηση των τ/κ δημογραφικών δεδομένων αλλά αγνοεί, ταυτόχρονα, τις πολιτικές ισορροπίες εντός της τ/κ Κοινότητας.

Διαφορετικά θα λάμβανε υπόψη πως εάν όντως οι έποικοι αποτελούσαν, όπως διατείνονται, την πλειοψηφία στα κατεχόμενα, η πολιτική τους αντιπροσώπευση δεν θα περιοριζόταν σε μόλις δύο (2) από τις συνολικά πενήντα (50) «βουλευτικές» έδρες και μόνο έξι (6) από τους συνολικά εικοσιοκτώ (28) δήμους.

Εάν αυτό το στοιχείο αποδεικνύει κάτι είναι πως ακόμη και στο ισχύον status quo η συμμετοχή των εποίκων στην ενάσκηση της «εξουσίας» παραμένει περιορισμένη. Πόσο μάλλον σε μια ενωμένη Κύπρο όπου οι πολιτικές συνέργειες ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους θα ενισχυθούν, δεδομένου ότι για την ανάδειξη του ύπατου αντιπροσώπου της τ/κ πολιτείας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση λόγο θα έχουν, μέσω της διασταυρούμενης ψήφου, και οι Ελληνοκύπριοι.

To 4 προς 1

Νοουμένου ότι οι συγκλίσεις για τη δημογραφική πτυχή θα περιληφθούν, εν τέλει, και στο κείμενο της τελικής συμφωνίας, τότε θα πρόκειται για μια ιστορικής σημασίας επιτυχία της ε/κ διαπραγματευτικής ομάδας, καθότι διασφαλίζεται ότι θα παραμείνουν αναλλοίωτες οι πληθυσμιακές αναλογίες που ίσχυαν πριν το 1974 (4:1).

Στο σύνολο του πληθυσμού του ομοσπονδιακού κράτους (1.022.000) οι έποικοι δεν θα αποτελούν παρά το 6%, περίπου, του συνόλου των πολιτών, οι Τουρκοκύπριοι το 15,5% και οι Ελληνοκύπριοι το 78,5%. Σε μια ενωμένη Κύπρο, με πληθυσμό πέραν του ενός εκατομμυρίου, η παρουσία 60.000 εποίκων, πλείστοι εκ των οποίων έχουν ήδη ενσωματωθεί στο κυπριακό κοινωνικό πλαίσιο, δεν αποτελεί πολιτική ή πολιτισμική απειλή.  Άλλωστε, η επίλυση του Κυπριακού θα αναχαιτίσει οριστικά το φαινόμενο του  εποικισμού. Αυτό επιτυγχάνεται από τη σύγκλιση αναφορικά με την εφαρμογή της αναλογίας (4:1), και αφενός ως προς τους Ελλαδίτες και Τούρκους υπηκόους που θα μπορούν να ασκούν τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες στην κυπριακή επικράτεια, αφετέρου από την ανάθεση της αρμοδιότητας χορήγησης της κυπριακής ιθαγένειας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Για τον συγγραφέα

Ο Σώτος Κτωρής είναι κάτοχος πτυχίου Τουρκικών Σπουδών. Απέκτησε μεταπτυχιακούς τίτλους επιπέδου μάστερ στην τουρκική ιστορία και στις διεθνείς σχέσεις από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας αντίστοιχα. Είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου του τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην πολιτική και κοινωνική συγκρότηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας, καθώς και στη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Εργάζεται ως συντονιστής στην υπηρεσία ασύλου του υπουργείου Εσωτερικών στην Κύπρο.