Συζητάμε με τον τουρκολόγο Νίκο Μούδουρο για την πορεία των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό και τους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις το αμέσως επόμενο διάστημα. Επιπλέον στη συνέντευξή του στο pass-world.gr, εξηγεί τους λόγους της εντατικοποίησης της καταστολής του κουρδικού κινήματος από την Τουρκία αλλά και το πώς η Άγκυρα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το προσφυγικό για να εμφανιστεί ως μια «απαραίτητη δύναμη» για την ΕΕ.
Συνέντευξη στον Αδάμο Ζαχαριάδη
Ενώ στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν εστίες σοβαρών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, το Κυπριακό φαίνεται να μπαίνει σε τροχιά επίλυσης. Πώς εξηγείται αυτό και ποιοι είναι οι κίνδυνοι που υπάρχουν για τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων;
Για να απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα προηγουμένως θα πρέπει να τεθεί το ολοκληρωμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονται οι συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού. Το πρώτο δεδομένο που εμφανίζεται ενώπιον μας είναι η «συνέχεια». Ουσιαστικά το σημερινό στάδιο των συνομιλιών μεταξύ των δύο Κύπριων ηγετών εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στα στοιχεία εκείνα που προέκυψαν ως συγκλίσεις μεταξύ των προηγούμενων ηγετών των δύο κοινοτήτων και ιδιαίτερα μεταξύ του Δημήτρη Χριστόφια και του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ.
Συνεπώς, σε αυτή τη συγκυρία το καλό κλίμα στις διαπραγματεύσεις διατηρείται μόνο εφόσον ο διάλογος συνεχίζεται με βάση θέματα στα οποία ήδη οι δύο κοινότητες έφτασαν κοντά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το κεφάλαιο της διακυβέρνησης και του διαμοιρασμού εξουσίας, το κεφάλαιο της οικονομίας, καθώς και το κεφάλαιο της Ε.Ε. Υπό αυτή την έννοια, Αναστασιάδης και Ακιντζί συζήτησαν και φαίνεται να επαναβεβαίωσαν πολύ σημαντικές εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού προβλήματος. Προβλήματα και διαφωνίες βεβαίως προκύπτουν τώρα στη συζήτηση του περιουσιακού, ενός ομολογουμένως περίπλοκου ζητήματος.
Με λίγα λόγια, οι ηγεσίες των δύο κυπριακών κοινοτήτων δεν έχουν εισέλθει ακόμα στις «αυστηρώς» διεθνείς και περιφερειακές πτυχές του Κυπριακού, όπως είναι τα ζητήματα της ασφάλειας, της αποχώρησης στρατευμάτων, του καθεστώτος εγγυήσεων. Το γενικότερο ασταθές περιβάλλον της περιοχής θα έχει σαφώς τη δική του επιρροή στη διαδικασία, η οποία όμως αναμένεται να καταγραφεί ξεκάθαρα, εφόσον υπάρξουν τα πρώτα αποτελέσματα στη συζήτηση των προαναφερθέντων πτυχών του Κυπριακού. Το δεύτερο σημαντικό δεδομένο, που συμπληρώνει σε αυτή τη συγκυρία τις συνομιλίες για επίλυση του προβλήματος, είναι βεβαίως η αλλαγή στην ηγεσία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η επικράτηση του Μουσταφά Ακιντζί απελευθέρωσε συγκεκριμένες δυναμικές στο τραπέζι του διαλόγου, οι οποίες και συνέβαλαν στην επιτάχυνση των συνομιλιών με την αξιοποίηση των συγκλίσεων της προηγούμενης περιόδου.
Συνεπώς θα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι σε μια ιδιαίτερα ρευστή πραγματικότητα, όπως η σημερινή στη Μέση Ανατολή, εξακολουθεί να υπάρχει μια διαδικασία «κυπριακής ιδιοκτησίας» στο τραπέζι του διαλόγου που αφορά στα πολύ συγκεκριμένα κεφάλαια του Κυπριακού που προαναφέρθηκαν.
Όμως αυτό δε σημαίνει ότι το καλό κλίμα είναι εγγυημένο. Αντίθετα είναι ζήτημα καθημερινής προσπάθειας των δύο ηγετών. Η διατήρησή του εξαρτάται από τις θέσεις που θα καταθέσουν οι δύο ηγέτες στα επόμενα κρίσιμα ζητήματα του Κυπριακού, τα οποία μοιραία συνδέονται ακόμα περισσότερο με τις ευρύτερες περιφερειακές στοχεύσεις της Τουρκίας. Επομένως επηρεάζονται περαιτέρω και από τις ανακατατάξεις στην περιοχή μας. Είναι για αυτό ακριβώς το λόγο που ο μήνας Ιανουάριος έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως «ιδιαίτερα κρίσιμος».
Υπάρχει η αίσθηση ότι η Τουρκία αφήνει ελεύθερο το πεδίο στον Μουσταφά Ακιντζί να διαπραγματευτεί με την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Ισχύει αυτό; Ποιος θα είναι τελικά ο ρόλος της Άγκυρας στις διαπραγματεύσεις δεδομένης και της οικονομικής ισχύος που έχει στο βόρειο μέρος της Κύπρου;
Το ζήτημα της επιρροής της Τουρκίας στον εκάστοτε Τουρκοκύπριο ηγέτη και στους χειρισμούς του στο τραπέζι το συνομιλιών δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτό μέσα από εύκολες και μονοδιάστατες προσεγγίσεις. Το παράδειγμα του Ραούφ Ντενκτάς είναι χαρακτηριστικό. Ενώ υπάρχει η γενική ορθή αντίληψη ότι ο πρώην Τουρκοκύπριος ηγέτης ήταν η «καθαρή φωνή» της Άγκυρας ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, μια πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία δείχνει ότι πολλές ήταν και οι φορές που η γραμμή της Άγκυρας καθοριζόταν από τον ίδιο τον Ντενκτάς. Ένας άνθρωπος με ιδιαίτερες σχέσεις με το λεγόμενο βαθύ κράτος, αλλά και ένας πολιτικός με ικανότητα επηρεασμού της τουρκικής κοινής γνώμης, ο Ντενκτάς μπορούσε να επηρεάζει την Άγκυρα και σε πιο ακραίες επιδιώξεις.
Είναι λοιπόν δεδομένο ότι οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων αλλάζουν στην πορεία των χρόνων. Σήμερα φαίνεται πιο ξεκάθαρα η προσπάθεια απογαλακτισμού μιας μερίδας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας από την Τουρκία. Μάλιστα, η εκλογή του Μουσταφά Ακιντζί μπορεί να ερμηνευθεί και ως έκφραση μιας ανανεωμένης τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης ενάντια στον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα διαχειρίζεται τα κατεχόμενα και την ίδια την κοινότητα.
Η αίσθηση λοιπόν ότι ο Ακιντζί έχει περισσότερο ελεύθερο πεδίο δεν εξαρτάται απόλυτα από την Άγκυρα, αλλά και από το γεγονός ότι τόσο ο ίδιος, όσο και οι δυνάμεις που τον στηρίζουν προσπαθούν έντονα να αλλάξουν τις μέχρι σήμερα επικρατούσες σχέσεις Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων. Η συγκεκριμένη προσπάθεια φυσικά δεν είναι ούτε εύκολη, αλλά ούτε και δεδομένη. Τα περιθώρια είναι μικρά και οι πιθανότητες «ήττας» αυτής της μερίδας της κοινότητας παρούσες.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτή την κατάσταση, μεταξύ των οποίων δύο είναι βασικοί: Ο πρώτος είναι η ολοκληρωτική εξάρτηση της κοινότητας από την Τουρκία. Ο έλεγχος που ασκεί η Άγκυρα μέσα από τα τρίχρονα μνημόνια είναι τέτοιος που πλέον υπάρχει μια ξεκάθαρη διαδικασία επιτάχυνσης της ενσωμάτωσης των κατεχομένων στην Τουρκία.
Ο δεύτερος είναι η αδυναμία που παρατηρείται σε σχέση με την πολιτική οργάνωση και έκφραση της προαναφερθείσας τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης. Εάν αυτές οι αντιδράσεις, που κάποτε είναι ισχυρές, δεν συνδυαστούν με ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα και πολύ περισσότερο εάν δεν συνενωθούν με αντίστοιχα προοδευτικά αιτήματα από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, τότε δε θα μπορέσουν να επιβιώσουν στο δημόσιο χώρο.
Η πρόσφατη εκλογική νίκη του Ερντογάν στην Τουρκία συνοδεύτηκε με μια εντατικοποίηση της καταστολής απέναντι στους Κούρδους. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και πώς συνδυάζεται με τις εξελίξεις στη Συρία;
Η νέα σκληρή αντιμετώπιση του κουρδικού πολιτικού κινήματος από το ΑΚΡ και τον Έρντογαν βασίζεται ακριβώς σε γεωπολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις που σχετίζονται με τις εξελίξεις στη Συρία. Οι βόρειες περιοχές της Συρίας σήμερα βρίσκονται υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του κουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας (PYD) που αποτελεί ένα είδος ιδεολογικής «συνέχειας» του ΡΚΚ. Η Ροζιάβα, όπως ονομάζεται η συγκεκριμένη περιοχή, σηματοδοτεί με πολλούς τρόπους την περιφερειακή ενίσχυση της ιδεολογικής φλέβας που εκπροσωπεί το ΡΚΚ. Στην εν λόγω περιοχή σήμερα βιώνεται πρακτικά για πρώτη φορά και με τόσο ξεκάθαρο τρόπο η πιο πρόσφατη θεωρητική αναζήτηση του Οτζιαλάν περί μιας «δημοκρατικής αυτονομίας». Δηλαδή ένα είδος «κρατικής» οικοδόμησης που στηρίζεται στη συνεταιρική οικονομική ανάπτυξη, την αυτοδιαχείριση και τη συμμετοχή όλων των εθνο-θρησκευτικών ομάδων στον διαμοιρασμό της εξουσίας.
Το μοντέλο της Ροζιάβα είναι με λίγα λόγια η κεντρική βάση του πολιτικού προγράμματος όλων των οργανώσεων που βρίσκονται στην ευρύτερη πολιτική «οικογένεια» του ΡΚΚ. Η εφαρμογή του σε συνδυασμό με τη μέχρι στιγμής επιτυχία του PYD στην αντιμετώπιση του «Ισλαμικού Κράτους» δημιούργησαν νέες δυναμικές, οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά και τις γειτονικές νοτιοανατολικές περιοχές της Τουρκίας.
Σήμερα, λοιπόν, η άγρια καταστολή εναντίον του κουρδικού κινήματος στην Τουρκία σχετίζεται τόσο με την ανακατάταξη στο έδαφος της Συρίας, όσο και με το ιδεολογικό υπόβαθρο που φαίνεται να αποτελεί τη νοητή γραμμή συνένωσης του κουρδικού κινήματος στη Συρία και στην Τουρκία.
Έχει στρέψει ξανά το βλέμμα στην Ευρώπη η Άγκυρα; Πως χειρίζεται το χαρτί «προσφυγικό»;
Όντως η Άγκυρα μετατοπίζει μέρος της προσοχής της ξανά προς την Ε.Ε, μέσα σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που υπήρξε κατά τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000. Άλλωστε, σήμερα ούτε η Ε.Ε, ούτε η Τουρκία, αλλά ούτε και η περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι οι ίδιες με τότε. Έχουν μεσολαβήσει πολλά. Στην παρούσα συγκυρία η Τουρκία φαίνεται να θέλει να εκμεταλλευτεί το αναβαθμισμένο ενδιαφέρον γύρω από τη θέση της σε σχέση με το προσφυγικό. Η Ε.Ε ανακαλύπτει εκ νέου «την αρετή της Ανατολής», με την έννοια ότι η Τουρκία διαθέτει τη γεωγραφική και πολιτική θέση ενός είδους «φρουρού» των συνόρων της Ε.Ε. Μπορεί συνεπώς υπό προϋποθέσεις να υπηρετήσει αυτό που η Ε.Ε αναπτύσσει ως πολιτική ενάντια στην ροή μεταναστών. Επομένως, σε μια περίοδο με πιο έντονα τα στοιχεία της αυταρχικότητας τόσο στην Ε.Ε., όσο και στην Τουρκία, η Άγκυρα επανεμφανίζεται ως μια «απαραίτητη δύναμη», ανεξαρτήτως των ευρέως αποδεκτών δημοκρατικών κριτηρίων. Για παράδειγμα εάν στις αρχές του 21ου αιώνα η Τουρκία επιδίωκε να αποδείξει ένα δημοκρατικό χαρακτήρα, ο οποίος απέρρεε κυρίως από τη διαδικασία αποκεμαλοποίησης της, σήμερα επιδιώκει να αποδείξει πόσο ισχυρή μπορεί να είναι στον καθορισμό και την υλοποίηση πολιτικών παγκόσμιας εμβέλειας.