Στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο της στο Público, η Esther Montesinos Calvo-Fernández αναλύει τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία για τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής και τους ευρωπαϊκούς φόβους περί νέων «μεταναστευτικών κυμάτων».
Έξι μήνες μετά την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι καταστροφικές συνέπειες του πολέμου έχουν ξεπεράσει τα σύνορα της γειτονικής Ευρώπης, αυξάνοντας την πίεση στην επισιτιστική και ενεργειακή ασφάλεια των χωρών της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Ορισμένα από τα κράτη της περιοχής αυτής εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Οι δύο χώρες διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον γεωργικό τομέα, καθώς αποτελούν βασικούς εξαγωγείς προϊόντων. όπως το σιτάρι, ο αραβόσιτος και το ηλιέλαιο.
Στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, το 50% των εισαγόμενων δημητριακών προέρχεται από αυτές τις δύο χώρες.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία είναι κορυφαίος εξαγωγέας λιπασμάτων, τα οποία είναι απαραίτητα για τη γεωργική παραγωγή και των οποίων οι αυξανόμενες τιμές (από το 2020 λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19) απειλούν την ανάπτυξη των καλλιεργειών.
Η Ρωσία είναι, επίσης, ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου παγκοσμίως, τα οποία είναι αναγκαία για τη βιομηχανία και τις μεταφορές. Οι διακυμάνσεις των τιμών αυτών των καυσίμων έχουν, επίσης, άμεσο αντίκτυπο στο κόστος των τροφίμων.
Λόγω της σύγκρουσης, ο όγκος παραγωγής μειώνεται και το κόστος εμπορίας και εξαγωγής αυξάνεται.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι αποκλεισμοί και οι επιθέσεις σε λιμάνια στην Μαύρη Θάλασσα εμποδίζουν τη μεταφορά εμπορευμάτων. Επιπλέον, λόγω των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, πολλές ναυτιλιακές εταιρείες έχουν σταματήσει τις συμφωνίες τους με ρωσικές εταιρίες και ορισμένες τράπεζες αρνούνται να εκδώσουν ενέγγυες πιστώσεις για την κάλυψη των εξαγωγών αργού πετρελαίου.
Οι ελλείψεις προϊόντων και η αύξηση του κόστους μεταφοράς δημιουργούν πληθωριστικές πιέσεις και διαταράσσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τόσο για βασικά, όσο και για μη βασικά αγαθά, με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στις πιο εύθραυστες οικονομίες.
Έτσι, υπάρχει μεγάλος φόβος για μια σοβαρή επισιτιστική κρίση που απειλεί εκατομμύρια ανθρώπους στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
H κατάσταση στην περιοχή αυτή ήταν ήδη κρίσιμη πριν από τον πόλεμο. Η ακραία αύξηση της θερμοκρασίας, η ξηρασία, η πανδημία COVID-19 και οι παγιωμένες συγκρούσεις σε ορισμένες χώρες έχουν συμβάλει στην αύξηση της πίεσης όσον αφορά την επισιτιστική ανασφάλεια.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), το 2020, ο αριθμός των ανθρώπων στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή που δεν είχαν πρόσβαση σε επαρκή τρόφιμα ήταν 141 εκατομμύρια, που αντιστοιχούσε στο 30,4% του συνολικού πληθυσμού.
Ομοίως, ο αριθμός των υποσιτιζόμενων ήταν 69 εκατομμύρια (15,8% του συνολικού πληθυσμού), αριθμός που, με τις επιπτώσεις του πολέμου, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί έως και 2% κατά τη διάρκεια του 2022.
Στο πλαίσιο αυτό, οι συνέπειες του πολέμου θα έχουν σοβαρές αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στην περιοχή.
Χώρες όπως η Αίγυπτος, η Λιβύη και το Σουδάν (μεγάλοι εισαγωγείς ουκρανικού και ρωσικού σιταριού) θα αντιμετωπίσουν σοβαρές συνέπειες. Το ίδιο ισχύει και για κράτη όπως η Τυνησία και η Αλγερία, όπου η άνοδος των τιμών των τροφίμων έχει προκαλέσει κοινωνικές αναταραχές στο παρελθόν.
Ωστόσο, οι χειρότερες επιπτώσεις θα αφορούν χώρες όπως η Συρία, η Υεμένη, ο Λίβανος και η Παλαιστίνη, οι οποίες έχουν πληγεί σοβαρά από τις συγκρούσεις και στις οποίες τα επίπεδα επισιτιστικής ανασφάλειας ήταν ήδη αρκετά υψηλά πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.
Πώς μπορεί να επηρεάσει η επισιτιστική κρίση τη μετανάστευση;
Παρακινούμενοι από τη μεγάλη ανησυχία των μέσων ενημέρωσης και την πολιτική ανησυχία που προκάλεσε, το 2015, η άφιξη περισσότερων από ένα εκατομμύριο προσφύγων στην Ευρώπη, πολλοί έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι αυτό το σενάριο κρίσης θα μπορούσε να προκαλέσει νέα «μεταναστευτικά κύματα» προς την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Αν και είναι αλήθεια ότι η επισιτιστική ανασφάλεια μπορεί να ωθήσει στη μετανάστευση, δεν είναι ο μόνος παράγοντας που συμβάλλει, ούτε σημαίνει απαραίτητα ότι θα αυξήσει την αναλογία των διεθνών μεταναστών με ισοδύναμο τρόπο.
Η συντριπτική πλειονότητα των μεταναστευτικών κινήσεων τείνει να λαμβάνει χώρα, τουλάχιστον αρχικά, εντός της ίδιας χώρας ή περιοχής. Ακόμα και στην κορύφωση τους το 2015, οι αφίξεις προσφύγων στην Ευρώπη αντιπροσώπευαν μόνο το 6% του συνολικού παγκόσμιου αναγκαστικού εκτοπισμού.
Ο εκτοπισμός εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των πόρων και τους υλικούς περιορισμούς, καθιστώντας τη μετανάστευση σε άλλη ήπειρο σχεδόν αδύνατη για όσους δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις πιο βασικές τους διατροφικές ανάγκες.
Οι λιμοί που σημειώθηκαν στο Κέρας της Αφρικής έδειξαν, για παράδειγμα, αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς τις πλησιέστερες πόλεις των ίδιων των πληγεισών χωρών και όχι προς άλλες χώρες.
Επιπλέον, η πείνα δεν αποτελεί τον πιο καθοριστικό παράγοντα για την απόφαση μετανάστευσης στον ένα ή τον άλλο προορισμό. Οι πολιτιστικές συγγένειες, η γειτνίαση με συγγενείς και γνωστούς, οι κλιματολογικές συνθήκες ή οι οικονομικές προσδοκίες παίζουν, επίσης, σημαντικό ρόλο.
Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι απλώς άλλος ένας επιταχυντής της παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης.
Επομένως, είναι παραπλανητικός ο ισχυρισμός ότι η σύγκρουση αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει μαζικά κύματα μεταναστών προς την Ευρώπη, ιδίως δεδομένου ότι ο εσωτερικός εκτοπισμός στις πληγείσες χώρες υπερβαίνει κατά πολύ τον διεθνή εκτοπισμό.
Ανθρωπιστική βοήθεια: κάθε άλλο παρά επαρκής λύση
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν πρέπει να αναλάβουν δράση. Αντιθέτως, δείχνει προς τα πού πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή: στην ανακούφιση των χωρών που πλήττονται από την κρίση.
Ωστόσο, υπάρχουν, επίσης, ανησυχίες ότι ο αυξανόμενος αριθμός των Ουκρανών προσφύγων και το υψηλό κόστος της μετασυγκρουσιακής ανοικοδόμησης θα εκτρέψουν την ανθρωπιστική βοήθεια και θα οδηγήσουν σε σημαντικές περικοπές τις χρηματοδοτήσεις που λαμβάνει η περιοχή, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για ορισμένες χώρες, όπως η Παλαιστίνη, η Υεμένη, ο Λίβανος και η Συρία.
Σύμφωνα με το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων των Ηνωμένων Εθνών (OCHA), μέχρι στιγμής φέτος, από τα 509,9 εκατομμύρια δολάρια του σχεδίου ανθρωπιστικής βοήθειας που προβλέπονται για την Παλαιστίνη το 2022, έχει συγκεντρωθεί μόνο το 26,7%. Για την Υεμένη, το 29,1% των 4,27 δισ. δολαρίων, για τον Λίβανο, το 36,7% των 215 εκατ. δολαρίων, για τη Συρία, το 24,5% των 4,44 δισ. δολαρίων.
Ωστόσο, μόνο για την Ουκρανία, μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου του τρέχοντος έτους, έχει ήδη συγκεντρωθεί το 96,2% των 2,25 δισ. δολαρίων που προβλέπονται στο σχέδιο έκτακτης βοήθειας, το οποίο ανακοινώθηκε μόλις πέντε ημέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου.
Η κατάσταση αυτή είναι κρίσιμη όχι μόνο για τους πολίτες αυτών των κρατών, αλλά και για τα εκατομμύρια των προσφύγων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο καταγωγής τους.
Ο Λίβανος, για παράδειγμα, είναι μια σημαντική χώρα υποδοχής Σύριων προσφύγων, αλλά μετά βίας είναι σε θέση να καλύψει τις βασικές τους ανάγκες.
Σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες βρίσκονται σε επισιτιστική ανασφάλεια και περίπου τα δύο τρίτα έχουν αναγκαστεί να μειώσουν τον αριθμό των γευμάτων που καταναλώνουν ημερησίως.
Ήδη το 2021, μια μελέτη που διεξήχθη από το Refugee Protection Watch, με τη συμμετοχή Σύριων προσφύγων που έχουν εγκατασταθεί στο Λίβανο, διαπίστωσε ότι το 70% των ερωτηθέντων δεν είχε λάβει καμία βοήθεια από τον Ιανουάριο του 2020.
Η ανθρωπιστική βοήθεια είναι συχνά η μόνη τροφή που λαμβάνουν οι προσφυγικές κοινότητες, ενώ οι αναμενόμενες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία θα επιδεινώσουν περαιτέρω την ευπάθειά τους, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Διαβάστε το άρθρο της Esther Montesinos Calvo-Fernández στο Público.
Διαβάστε επίσης:
Ο πόλεμος στην Ουκρανία απειλεί με σοβαρή επισιτιστική κρίση την Αφρική
Ποιοι μετράνε ως πρόσφυγες; Η διπλή ρητορική ενός επιλεκτικού ανθρωπισμού