Οι συγκρίσεις μεταξύ του ισραηλινού και του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ ολοένα και αυξάνονται, τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ο Καθηγητής Ran Greenstein αναλύει τις διαφορετικές στρατηγικές που υιοθέτησαν τα δύο κινήματα αντίστασης και τα στοιχεία που θα μπορούσε να αντλήσει ο παλαιστινιακός αγώνας από το παράδειγμα της Νότιας Αφρικής.
Του Ran Greenstein
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Ο Χέντρικ Φέρβερντ, ο πρώην πρωθυπουργός της Νότιας Αφρικής που θεωρείται «ο αρχιτέκτονας του απαρτχάιντ», θα μπορούσε επίσης να μνημονευθεί και ως ένας από τους πρώτους αρχιτέκτονες της αναλογίας του με το ισραηλινό απαρτχάιντ.
Τον Νοέμβριο του 1961, δήλωσε στην εφημερίδα Rand Daily Mail: «Το Ισραήλ, όπως η Νότια Αφρική, είναι ένα κράτος απαρτχάιντ», αφού κατέλαβε την Παλαιστίνη από τους Άραβες που «ζούσαν εκεί για χίλια χρόνια». Φυσικά, ο Φέρβερντ το εννοούσε αυτό ως έπαινο, αλλά για άλλους ήταν ακόμη ένας λόγος για να καταδικάσουν το Ισραήλ σε αφρικανικά και παγκόσμια φόρουμ για την κατοχή του 1967 και άλλες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων.
Έκτοτε, η αναλογία με το ισραηλινό απαρτχάιντ εστιάζεται σε μεγάλο βαθμό στις πολιτικές του καθεστώτος –τις νομικές διακρίσεις, την πολιτική καταπίεση και την απαλλοτρίωση γης– όπως φαίνεται σε πρόσφατες εκθέσεις τοπικών και παγκόσμιων ομάδων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που παραπέμπουν στο έργο προγενέστερων παλαιστίνιων και νοτιοαφρικανών στοχαστών και οργανώσεων.
Η επιστημονική ενασχόληση με το θέμα, καθώς και σχετικές πολιτικές καμπάνιες, επικεντρώνονται και αυτές σχεδόν αποκλειστικά στη σύγκριση μεταξύ των Νοτιοφρικανικών και ισραηλινών μορφών άσκησης πολιτικής που ακολουθούν το πρότυπο του απαρτχάιντ.
Επί του πεδίου, ωστόσο, μια άλλη διάσταση αυτής της αναλογίας είναι εδώ και καιρό ορατή.
Από το 1948 –τη χρονιά που το Ισραήλ ανακήρυξε την ανεξαρτησία του και η Νότια Αφρική θέσπισε επίσημα το απαρτχάιντ– οι παλαιστινιακές εξεγέρσεις κατά της δρακόντειας διακυβέρνησης και των κατασχέσεων γης παραλληλίστηκαν με παρόμοιες δράσεις διαμαρτυρίας των μαύρων Νοτιοαφρικανών.
Η διαμαρτυρία της Ημέρας της Γης τον Μάρτιο του 1976, για παράδειγμα, είχε μικρή χρονική απόσταση από την εξέγερση του Σοβέτο, τον Ιούνιο του ίδιου έτους.
Μια δεκαετία αργότερα, η εξέγερση των φυλετικά διαχωρισμένων νοτιοαφρικανικών κωμοπόλεων, κατά τη δεκαετία του 1980, είχε μικρή χρονική απόσταση με την Πρώτη Ιντιφάντα που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1987.
Και στα δύο μέρη φάνηκε ότι μια αυθόρμητη εξέγερση νέων ανθρώπων, υποστηριζόμενη από κοινοτικές οργανώσεις και συνδικάτα, θα γονάτιζε το σύστημα της φυλετικής κυριαρχίας.
Ενώ αυτό όντως συνέβη στη Νότια Αφρική, στην Παλαιστίνη η επιτυχία υπήρξε πολύ πιο βραχεία. Η χαλάρωση της άμεσης στρατιωτικής διακυβέρνησης, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του Όσλο, ανατράπηκε κατά τη διάρκεια και μετά τη δεύτερη Ιντιφάντα, με το Ισραήλ να εντείνει τις πολιτικές απαλλοτρίωσης, του εποικισμού και της χαφράδα (που σημαίνει διαχωρισμός).
Ενώ τις τελευταίες δύο δεκαετίες στην Παλαιστίνη παρατηρήθηκε περαιτέρω εδραίωση της ισραηλινής κυριαρχίας, στη Νότια Αφρική υπήρξε μετάβαση στη δημοκρατία και στην ισότητα των νομικών και πολιτικών δικαιωμάτων (αν και με σοβαρές οικονομικές ανισότητες και συνεχιζόμενες φυλετικές ανισότητες).
Δεν είναι περίεργο που η επιτυχία του αγώνα κατά του απαρτχάιντ έχει γίνει εξέχουσα ως ιστορική αναλογία, ηθικό δίδαγμα και στρατηγική για αλλαγή. Πόσο όμως ταιριάζει πραγματικά η σύγκριση των κινημάτων αντίστασης και ποια διδάγματα μπορούν να αντληθούν από τις διαφορές τους;
Σφυρηλάτηση μιας εθνικής ταυτότητας χωρίς αποκλεισμούς
Το νέο μου βιβλίο, με τίτλο «Αντιαποικιακή αντίσταση στη Νότια Αφρική και στο Ισραήλ/Παλαιστίνη: Ταυτότητα, Εθνικισμός και Φυλή» (εκδ. Routledge, 2022) δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις εννοιολογήσεις και τις στρατηγικές αντίστασης, κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα στις δύο χώρες.
Η οπτική του βιβλίου διαφέρει από εκείνη άλλων συγκριτικών μελετών της Νότιας Αφρικής και του Ισραήλ/Παλαιστίνης σε τρία βασικά σημεία. Πρώτον, εστιάζει στη φύση της αντίστασης και όχι στο σύστημα κυριαρχίας. Δεύτερον, εξετάζει τα εθνικιστικά και ριζοσπαστικά αριστερά κινήματα ως δυναμικές δυνάμεις που ανταποκρίθηκαν στις κοινωνικές και ιστορικές προκλήσεις, αντί να παρουσιάζει ένα στατικό σύνολο νομικών και πολιτικών αρχών. Και τρίτον, αντιμετωπίζει την πολιτική πορεία της Νότιας Αφρικής ως αυτοτελές θέμα και όχι ως σημείο αναφοράς για την εξέταση του παλαιστινιακού αγώνα.
Μεγάλο μέρος της υπάρχουσας βιβλιογραφίας θεωρεί δεδομένο τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε η συμμαχία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ, χωρίς να μελετά την ιστορική διαδικασία ανάδειξής της σε αυτή τη θέση. Αντίθετα, προσωπικά την εξετάζω ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού με άλλες πολιτικές δυνάμεις, ιδίως με τον Αφρικανισμό και τη Μαύρη Συνείδηση, που ήταν εξίσου ισχυρές σε ορισμένες περιόδους.
Η ανάπτυξη της αντίστασης στην κυριαρχία απαιτεί την κατανόηση της οπτικής γωνίας των ακτιβιστών και των διανοουμένων που συνδέονταν με τα αντιαποικιακά κινήματα και οι οποίοι δρούσαν κυρίως εκτός των ορίων της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρόποι με τους οποίους θεωρητικοποίησαν τις συνθήκες των αγώνων τους, εντόπισαν δυνητικούς συμμάχους και πραγματικούς εχθρούς, καθόρισαν στρατηγικές και λύσεις και αντιπαρατέθηκαν δημιουργικά στην καταπίεση διατυπώνοντας θέσεις αρχών και πρακτικά προγράμματα δράσης.
Εκ των υστέρων, ένα μεγάλο ιστορικό τόξο μπορεί να αναδυθεί στο προσκήνιο.
Στη Νότια Αφρική, η αντίσταση ξεκίνησε από μια πενιχρή βάση. Οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί ήταν πολιτικά κατακερματισμένοι και κοινωνικά ενσωματωμένοι σε υποδεέστερη θέση, σε ένα κράτος που οικοδομήθηκε μέσω της συνεργασίας διαφόρων ομάδων λευκών εποίκων.
Καθώς οι μαύροι ακτιβιστές απέκτησαν αυτοπεποίθηση λόγω της τοπικής κινητοποίησης, εμπνευσμένοι από τους περιφερειακούς αντιαποικιακούς αγώνες και άλλες παγκόσμιες εξελίξεις, το κίνημα άλλαξε τους στόχους του: από την επιδίωξη της ένταξης στις δομές που κυριαρχούνταν από τους λευκούς, απαίτησε την αναθεώρηση ολόκληρου του πολιτικού οικοδομήματος.
Η στρατηγική στηρίχθηκε σε ένα στέρεο υλικό θεμέλιο: την κεντρική θέση των μαύρων εργατών ως προμηθευτών φθηνής εργασίας που ήταν απαραίτητη για την κερδοφορία του κεφαλαίου και την ευημερία των λευκών.
Τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν την οικονομική τους θέση ως μοχλό πίεσης για πολιτική αλλαγή μέσα στο σύστημα. Εξαιτίας αυτού, ο τόπος διεξαγωγής των πιο κρίσιμων πολιτικών και κοινωνικών εκστρατειών ήταν σαφώς το εσωτερικό της χώρας. Οι καμπάνιες και οι στρατιωτικές δράσεις της εξόριστης ηγεσίας και τα κινήματα αλληλεγγύης στο εξωτερικό έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο, αλλά ήταν εξαρτημένα από την πρόοδο του εσωτερικού λαϊκού αγώνα.
Στην πορεία δημιουργήθηκε μια περιεκτική εθνική ταυτότητα: Η Νότια Αφρική ήταν δυνητικά ανοιχτή σε όλους τους ανθρώπους της, ανεξάρτητα από τη φυλετική και εθνοτική τους καταγωγή, και παρά τη διαφορετική πολιτική έμφαση στον μη ρατσισμό, τον Αφρικανισμό και τη Μαύρη Συνείδηση.
Ο λόγος του αγώνα –και ιδιαίτερα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου– συνδύαζε εκκλήσεις σε ομάδες ψηφοφόρων με συγκεκριμένη ταυτότητα μέσα από μηνύματα που προέβαλαν τις καθολικές έννοιες της τάξης, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης. Αυτή η προσέγγιση διευκόλυνε την πορεία προς μια λύση μέσα από διαπραγμάτευση και την πολιτική μετάβαση της δεκαετίας του 1990 που τερμάτισε το απαρτχάιντ.
Διαφορετικοί εθνικισμοί στην Παλαιστίνη-Ισραήλ
Το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα, εν τω μεταξύ, κινήθηκε προς μια μάλλον διαφορετική κατεύθυνση. Απειλούμενοι με την απώλεια της πατρίδας τους λόγω των επιδιώξεων του σιωνιστικού κινήματος, οι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν με το αίτημα για πολιτική εξουσία ως δημογραφική πλειοψηφία και ιστορικοί κάτοικοι της χώρας.
Αν και ήταν πρόθυμοι να φιλοξενήσουν τους Εβραίους ως μειονότητα, αυτό θα γινόταν από θέση ισχύος –ως παραχώρηση– χωρίς να αποδυναμωθεί η αραβική διεκδίκηση στης γη.
Το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της γης μέχρι το 1948 και ότι μόνο λίγοι από αυτούς απασχολούνταν από τους Εβραίους, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν εξαρτήθηκαν ποτέ από την εργασία τους, έκανε την ιστορική τους αξίωση για ανεξαρτησία ισχυρότερη. Με κρίσιμο τρόπο, ωστόσο, τους στέρησε και το είδος της πίεσης που είχαν οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί ομόλογοι τους.
Αυτή η στάση καταρρακώθηκε με τη Νάκμπα του 1948. Παρ’ όλα αυτά, μόλις το κίνημα άρχισε να ανακάμπτει από τη στρατιωτική ήττα και τη διασπορά του λαού του, συνέχισε να διεκδικεί την αποκλειστική ιδιοκτησία της χώρας. Ταυτόχρονα, άρχισε να αλλάζει τη θέση του όσον αφορά τους Εβραίους εποίκους, οι οποίοι δεν αποτελούσαν πλέον μειονότητα στην επικράτεια: εξακολουθούσαν να θεωρούνται παρείσακτοι των οποίων οι διεκδικήσεις βασίζονταν στη χρήση παράνομης βίας, αλλά έπρεπε να φιλοξενηθούν σε οποιαδήποτε μελλοντική ρύθμιση – ως παραχώρηση στην πραγματικότητα, όχι ως δικαίωμα.
Το σύνθημα μιας κοσμικής δημοκρατικής Παλαιστίνης στην οποία όλοι θα ζούσαν ισότιμα, που υιοθετήθηκε με μικρές παραλλαγές από τη Φατάχ, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΛΜΑΠ) και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΔΜΑΠ) από το 1970, ήταν μια σημαντική εννοιολογική τομή. Αλλά διατυπώθηκε μέσα σε ένα αραβικό ή παλαιστινιακό-αραβικό εθνικιστικό πλαίσιο που οι Ισραηλινοί Εβραίοι δεν θεώρησαν ποτέ ως πραγματικά περιεκτικό. Ενώ ο αντιαποικιακός εθνικισμός στη Νότια Αφρική περιέλαβε όλους τους κατοίκους, τουλάχιστον θεωρητικά, ο εθνοτικός εθνικισμός στο Ισραήλ/Παλαιστίνη έπαιξε διχαστικό ρόλο.
Μια συνολική εθνική ταυτότητα που θα συμπεριλάμβανε όλες τις ομάδες, έστω και θεωρητικά, δεν προέκυψε. Ελλείψει μιας τέτοιας ταυτότητας, οι λύσεις ενδεχόμενου συμβιβασμού από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά πήραν τη μορφή ξεχωριστών κυριαρχιών –για τους Παλαιστίνιους σε μια συνεχώς συρρικνούμενη εδαφική βάση– αντί της συμμετοχής σε πολιτικές δομές χωρίς αποκλεισμούς, όπως συμβαίνει στη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ.
Είτε ο στόχος είναι ένα ενιαίο ή δυαδικό κράτος, μια ομοσπονδία ή μια συνομοσπονδία, μια βιώσιμη λύση θα πρέπει πιθανότατα να βασίζεται στην αναγνώριση ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, με βάση διακριτές εθνικές ταυτότητες.
Τρία σημαντικά μαθήματα
Παρέχοντας μια ιστορική αναδρομή, το βιβλίο μου δεν μπορεί να προσφέρει μια συνταγή για τη μελλοντική πρόοδο του παλαιστινιακού αγώνα. Είναι όμως δυνατό να εντοπιστούν διδάγματα από την εμπειρία της Νότιας Αφρικής. Τρία από αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Το πρώτο είναι η ανάγκη για μαζική κινητοποίηση στο εσωτερικό της χώρας ως η κεντρική δύναμη που ασκεί πίεση στο καθεστώς και ωθεί προς την αλλαγή, περιλαμβάνοντας εργαζόμενους, φοιτητές, μέλη κοινοτήτων, θρησκευτικές κοινότητες, ΜΚΟ και άλλες δομές της κοινωνίας των πολιτών. Στη Νότια Αφρική, ο ένοπλος αγώνας –που συνήθως διεξαγόταν από μαχητές που έδρευαν εκτός της χώρας– έπαιξε ρόλο και η εξωτερική αλληλεγγύη πρόσθεσε στην πίεση, αλλά τον βασικό ρόλο στον αγώνα εξακολουθούσαν να αναλαμβάνουν οι εσωτερικές δυνάμεις.
Το δεύτερο μάθημα είναι η ανάγκη οργάνωσης σε μη θρησκευτική βάση για να διευκολυνθεί η υπέρβαση των φυλετικών και εθνοτικών διαχωρισμών που επιβάλλει το κράτος.
Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, που του επέτρεψε να γίνει κυρίαρχο, ήταν η μη φυλετική οπτική του, η οποία ανέδειξε τον κεντρικό ρόλο των καταπιεσμένων μαύρων μαζών, αλλά δημιούργησε χώρο για όλους όσοι επιθυμούσαν να εργαστούν για τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους.
Με αυτόν τον τρόπο, ένα μικρό αλλά σημαντικό τμήμα της κυρίαρχης ομάδας –ιδιαίτερα οι νέοι λευκοί και σε κάποιο βαθμό ένα τμήμα της επιχειρηματικής κοινότητας– ενθαρρύνθηκε να σπάσει τις γραμμές του καθεστώτος, να υπονομεύσει τη νομιμότητά του και να παράσχει υποστήριξη στο μαζικό κίνημα.
Το τελευταίο μάθημα, το οποίο βρίσκεται σε κάποια ένταση με το προηγούμενο σημείο, είναι η ανάγκη ταυτόχρονης διαμόρφωσης συγκεκριμένων εκκλήσεων σε εκλογικές ομάδες που συνήθως οργανώνονται με βάση τη φυλή, την εθνικότητα και τη θρησκεία, μέσα σε ένα σύνολο καθολικών αρχών δικαιοσύνης, επανόρθωσης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισότητας και δημοκρατίας.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνδυαστούν οι ανησυχίες των ομάδων με βάση την ταυτότητα, οι οποίες είναι απαραίτητες για την τοπική μαζική κινητοποίηση, με ευρύτερες ανησυχίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διάρρηξη των ορίων των ομάδων και την κινητοποίηση εξωτερικής υποστήριξης.
Αυτό συμβάλλει στο να γίνει ο τοπικός αγώνας πιο περιεκτικός και διευκολύνει τις παγκόσμιες προσπάθειες αλληλεγγύης.
Σε ποιο βαθμό τα διδάγματα μιας συγκεκριμένης περίπτωσης μπορούν να εφαρμοστούν σε μια άλλη περίπτωση παραμένει, φυσικά, ένα ανοιχτό ερώτημα. Δεδομένου όμως του κορυφαίου ρόλου που απέκτησε ο αγώνας κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, ίσως να είναι σε θέση να προσφέρει μια οδό για την υπέρβαση του αδιεξόδου. Η τελική απόφαση σχετικά με το ποια διδάγματα θεωρούνται έγκυρα και πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στον παλαιστινιακό αγώνα παραμένει στα χέρια εκείνων που δρουν στην πρώτη γραμμή του.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο +972, στις 11 Σεπτεμβρίου 2022.
Για τον συγγραφέα
Ο Ran Greenstein είναι αναπληρωτής καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Witwatersrand στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Μεταξύ των δημοσιεύσεών του περιλαμβάνονται τα εξής: “Zionism and its Discontents: A Century of Radical Dissent in Israel/Palestine” (Pluto, 2014) και “Anti-Colonial Resistance in South Africa and Israel/Palestine: Identity, Nationalism, and Race” (Routledge, 2022).