Από τη Τζόρτζια Μελόνι, που αναμένεται να είναι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας, μέχρι τη Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και τη Μπεάτα Σίντλο στην Πολωνία, η Ακροδεξιά της Ευρώπης αναβαπτίζει τον φεμινισμό, επιχειρώντας να τον προσδέσει στο άρμα των υπερσυντηρητικών αξιών της. Και προτάσσοντας ένα «γυναικείο πρόσωπο», αυτά τα νεοφασιστικά και υπερσυντηρητικά κόμματα πείθουν ολοένα και περισσότερες γυναίκες να τα ψηφίσουν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον των δικαιωμάτων τους.
Της Sophie Boulter
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world,gr
Πρόσφατα, η Τζόρτζια Μελόνι, η αρχηγός του μεταφασιστικού κόμματος των Αδελφών της Ιταλίας, έστειλε ένα υπόμνημα όπου καλούσε τα μέλη του κόμματος να μην χρησιμοποιούν τον ρωμαϊκό χαιρετισμό – μια πολιτική χειρονομία που παραπέμπει στο ναζιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ. Η Μελόνι, η οποία χαρακτηρίζει τον Μπενίτο Μουσολίνι ως μια «σύνθετη προσωπικότητα» και έχει ως έδρα του κόμματος της το κτίριο που παλαιότερα σύχναζαν οι φασίστες οπαδοί του Μουσολίνι, προβαίνει σε μια σειρά σύνθετων χειρισμών ως γυναίκα επικεφαλής ενός ακροδεξιού κόμματος.
Η Μελόνι, όπως και άλλοι δεξιοί πολιτικοί στην Ευρώπη, θέλει να εντάξει τους Αδελφούς της Ιταλίας στο πολιτιστικό και πολιτικό κυρίαρχο ρεύμα.
Σε αντίθεση με πολλούς εθνικιστές-λαϊκιστές ηγέτες, προωθεί μια φιλοΝΑΤΟϊκή, αντιρωσική εξωτερική πολιτική, ενώ κατηγορεί τους μετανάστες για τα προβλήματα της Ιταλίας.
Παράλληλα, είναι κοινωνικά συντηρητική με αναγνωρίσιμους τρόπους. Συχνά θέτει τη μητρότητα στο επίκεντρο των ανησυχιών της και ξεκίνησε τα απομνημονεύματά της με μια δυσοίωνη προειδοποίηση προς τους αντιπάλους της: «Αν όλα αυτά τελειώσουν με φωτιά», γράφει, «τότε θα χρειαστεί να καούμε όλοι μαζί».
Αυτή η φασιστική «φωτιά» την οποία επικαλείται αλλά και ανάβει η Μελόνι καίει σε όλη την Ευρώπη, αλλά η ίδια δεν είναι μόνη στο έργο της συντήρησης της φλόγας της.
Πράγματι, πολλές γυναίκες σε όλη την Ευρώπη ανέρχονται στην εξουσία, ενσαρκώνοντας το πρόσωπο της ακροδεξιάς ρητορικής και πολιτικής και επιχειρώντας να δείξουν ότι «ο φασισμός έχει γυναικείο πρόσωπο».
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη και πώς αρθρώνεται η αντιπολίτευση;
Το μοντέλο της Μελόνι
Η Μελόνι καθιστά ορατή τη λεπτή ισορροπία που πρέπει να διατηρήσουν αυτές οι γυναίκες. Οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι «έχει κότσια», όντας ταυτόχρονα «χαρισματική και ειλικρινής». Ταλαντευόμενη μεταξύ λαϊκισμού και φασισμού, παρουσιάζεται ως μετριοπαθής επιρροή στο κόμμα της, όμως δεν μπορεί να λειάνει υπερβολικά τις θέσεις της για να μην χάσει την απήχησή της.
Η εξισορροπητική τακτική της Μελόνι έχει υπάρξει επιτυχής. Βρίσκεται σε καλό δρόμο για να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας, εντασσόμενη στις τάξεις άλλων ακροδεξιών γυναικών ηγετών της Ευρώπης: Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, Σιβ Γένσεν στη Νορβηγία, Μπεάτα Σίντλο στην Πολωνία, μεταξύ ορισμένων παραδειγμάτων.
Η ηγεσία τους ενισχύεται, καθώς όλο και περισσότερες γυναίκες ψηφίζουν ακροδεξιά κόμματα, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα αυτά συχνά προωθούν πολιτικές που υπονομεύουν τα δικαιώματα των γυναικών, όπως η πρόσβαση στην αναπαραγωγική φροντίδα.
Πώς λοιπόν η Ακροδεξιά προσελκύει περισσότερες γυναίκες από ποτέ; Φαίνεται ότι η απάντηση βρίσκεται στη συσκευασία, αλλά αυτό, φυσικά, δεν είναι τόσο απλό. Διαφορετικές στρατηγικές ταιριάζουν σε διαφορετικούς υποψηφίους, ανάλογα με τις προτιμήσεις του πληθυσμού και την πολιτική κουλτούρα του κάθε κράτους.
Στις συντηρητικές χώρες έχει μεγαλύτερη απήχηση μια παραδοσιακή γυναικεία φιγούρα, αλλά στις πιο προοδευτικές χώρες αρέσει μια επιλεκτικά προοδευτική γυναίκα, η οποία θα μπορούσε σε πολλές από τις πολιτικές της να είναι και συντηρητική.
Ορισμένες δεξιές γυναίκες εμφανίζονται ως παραδοσιακές, οικογενειοκρατικές υποψήφιες, που δέχονται ταπεινά την εξουσία. Αυτή η στάση τούς επιτρέπει να ηγηθούν χωρίς να δημιουργείται η αντίληψη ότι δεν είναι θηλυκές, κατά την κυρίαρχη αντίληψη.
Η Μελόνι ανήκει σε αυτό το στρατόπεδο: υποστηρίζει και επαινεί τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες και ισχυρίζεται ότι η ανάδειξή της στη θέση της πρώτης γυναίκας πρωθυπουργού της Ιταλίας θα ήταν «μεγάλη τιμή».
Ταυτόχρονα, η Μελόνι επιδίωξε διακαώς την ηγεσία του κόμματος και δεν υποστηρίζει όλες τις οικογένειες: οι ακραίες απόψεις της για τη μετανάστευση, για παράδειγμα, αποκλείουν τη φροντίδα για οικογένειες που δεν είναι πολιτισμικά ιταλικές.
Προτάσσοντας τη θέση της ως μητέρα μιας «παραδοσιακής», ετεροκανονικής οικογένειας, η Μελόνι επικρίνει τα δικαιώματα των LGBTQ+ και αντιτίθεται στις αμβλώσεις.
Όπως και άλλοι ακροδεξιοί σε όλο τον κόσμο, πιστεύει επίσης ότι η εθνική κουλτούρα της Ιταλίας δέχεται επίθεση, όχι μόνο από τη μετανάστευση, αλλά και από την ίδια τη σύγχρονη ζωή.
Στην αυτοβιογραφία της, η Μελόνι εκφράζει επίσης φόβο για την ευπάθεια της Ιταλίας στην «πολιτική ορθότητα», παραπέμποντας ουσιαστικά σε αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας.
Όπως αναφέρει η Μελόνι, «η πολιτική ορθότητα –το Ευαγγέλιο που θέλει να επιβάλει μια απάτριδα και χωρίς ρίζες ελίτ– είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη θεμελιακή αξία των ταυτοτήτων».
Υποστηρίζει ένα ισχυρό κράτος, ένα κράτος που θα μπορούσε να επαναφέρει «μια εποχή όπου οι Ιταλοί πίστευαν σε ένα κράτος που εγγυάται την ασφάλεια, την τάξη και τη νομιμότητα».
Η «μητέρα της Πολωνίας»
Αυτό το «μοντέλο Μελόνι» της παραδοσιακής, ακροδεξιάς γυναικείας ηγεσίας παραλληλίζεται με τις πεποιθήσεις που εκφράζει η Μπεάτα Σίντλο, ηγέτιδα της υπερσυντηρητικής πλειοψηφίας της Πολωνίας. Αλλά οι πεποιθήσεις της Σίντλο είναι ακόμη πιο ακραίες. Ως πρώην πρωθυπουργός της Πολωνίας, η οποία έκτοτε έχει εκλεγεί ευρωβουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Σίντλο έδωσε την υποστήριξή της σε μια πλήρη απαγόρευση των αμβλώσεων στην Πολωνία, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων βιασμού ή αιμομιξίας.
Φέρεται επίσης να υποστήριξε την επιλογή ενός δήμου να μην ιδρύσει υπηρεσία για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας. Σύμφωνα με τον διάδοχό της στην πρωθυπουργία, τον Mατέους Μοραβιέτσκι, η Σίντλο δημιούργησε ένα προηγούμενο και η αποκατάσταση των παραδοσιακών οικογενειών θα καθιστούσε τέτοιους πόρους αχρείαστους. Ο Morawiecki δήλωσε ότι η ενδοοικογενειακή βία «δεν συμβαίνει εκεί όπου υπάρχει μέριμνα για τους οικογενειακούς δεσμούς, σε ένα φυσιολογικό σπίτι όπου κυριαρχεί η αγάπη».
Η διατήρηση αυτού του «φυσιολογικού σπιτιού» ως κρατικού συμφέροντος επιστρατεύεται και για άλλες μορφές καταστολής στο όνομα της δημόσιας τάξης και της προστασίας των γυναικών.
Κατά συνέπεια, οι πολιτικές που υποστηρίζει το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) της Σίντλο για την ενίσχυση της «δημοφιλίας της οικογένειας» προωθούν τις παραδοσιακές και θρησκευτικές αξίες, τις πολιτικές κατά των ΛΟΑΤΚΙ και την υποταγή των δικαιωμάτων των γυναικών ως μέσο για την προώθηση αυτής της «παράδοσης».
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, υπό την ηγεσία της Σίντλο, το πολωνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης περιέκοψε επίσης τη χρηματοδότηση σε πολλές ΜΚΟ για τα δικαιώματα των γυναικών.
Η μητρότητα διαδραματίζει σημαντικό πολιτικό ρόλο στη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας της Σίντλο. Υποστηρίζοντας ακραίες πολιτικές και τονίζοντας παράλληλα τον ρόλο της ως παραδοσιακή, θρησκευόμενη μητέρα, αποκαλείτο συχνά «μητέρα της Πολωνίας» από τους υποστηρικτές της και κατάφερε να προσελκύσει περισσότερες γυναίκες ψηφοφόρους στο κόμμα.
Εμφανιζόμενη ως «η δική μας Μπεάτα», όπως όπως και η Μελόνι, η Σίντλο παρουσιάστηκε ως μια χαρισματική, μαλακή εικόνα ενός κόμματος που επιδιώκει να ασκήσει εντονότερο έλεγχο στις ζωές των γυναικών.
Οι πολιτικές της Σίντλο σπάνια αντιλαμβάνονται τις γυναίκες ως αυτόνομα άτομα: αντιτιθέμενη στις αμβλώσεις, πρότεινε ως εναλλακτική λύση πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας, επανασχεδιάζοντας γενικότερα το σύστημα για να κατευθύνει τις γυναίκες πίσω στις παραδοσιακές οικογενειακές μονάδες.
Φεμινο-εθνικισμός
Τα αποτελέσματα ήταν καλά για τις πολιτικές καριέρες της Μελόνι και της Σίντλο, αλλά κακά για τις γυναίκες. Επί του παρόντος, ούτε η Ιταλία ούτε η Πολωνία κατατάσσονται ψηλά στον δείκτη ισότητας των φύλων της ΕΕ, με την Πολωνία να κατατάσσεται ιδιαίτερα χαμηλά. Τι γίνεται όμως με τις χώρες που τα πάνε καλύτερα στους δείκτες ισότητας των φύλων, όπως η Γαλλία;
Η Μαρίν Λεπέν παρουσιάζει ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο από τη Μελόνι και τη Σίντλο – ένα φασιστικό μοντέλο που έχει μεγαλύτερες πιθανότητες εκλογικής απήχησης σε πιο προοδευτικές χώρες.
Αυτό το μοντέλο απαιτούσε τόσο επανεξέταση όσο και στρατηγικές μετονομασίας. Η Λεπέν άλλαξε το Εθνικό Μέτωπο από το παραδοσιακό, ανδροκεντρικό και κατά των αμβλώσεων κόμμα του πατέρα της, Ζαν-Μαρί Λεπέν, και το μετονόμασε σε Εθνικό Συναγερμό.
Υποστηρίζοντας τα δικαιώματα στην άμβλωση και τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, η Λεπέν κατάφερε τον εκσυγχρονισμό του κόμματός της, επιχειρώντας την αποσύνδεση του εθνικισμού από τη σεξιστική ρητορική του πατέρα της.
Ως αποτέλεσμα, το κόμμα έχει αποκτήσει ευρεία απήχηση υπό την ηγεσία της, αντανακλώντας και τις κοινωνικές αλλαγές στη Γαλλία αλλά και τη δική της ζωή ως διαζευγμένης, ελεύθερης μητέρας – ως μιας «σύγχρονης γυναίκας», όπως λέγεται συχνά.
Ωστόσο, η Λεπέν έχει επίσης χρησιμοποιήσει τη φεμινιστική ρητορική για να προωθήσει τις ακροδεξιές πολιτικές της, επικαλούμενη ακόμη και φεμινίστριες φιλοσόφους για να υποστηρίξει τις εθνικιστικές και ξενοφοβικές πεποιθήσεις της.
Οι γυναίκες ηγέτιδες της ακροδεξιάς, όπως η Λεπέν –ένα ρεύμα που ονομάστηκε «φεμινο-εθνικισμός» από τη φεμινίστρια ερευνήτρια Sara Farris– χρησιμοποιούν τη γλώσσα των δικαιωμάτων των γυναικών για να υποστηρίξουν ακραίες πολιτικές, ιδίως κατά των μεταναστών και των μουσουλμανικών κοινοτήτων, χαρακτηρίζοντάς τις ως «μη σύγχρονες» και, συνεπώς, ως εκ φύσεως μη γαλλικές.
Στην πράξη, αυτή η ρητορική παρουσιάζει τις λευκές γυναίκες ψηφοφόρους ως σωτήρες του έθνους. Παραπροϊόν της αποικιοκρατίας και των αφηγήσεων περί «λευκών σωτήρων», ο φεμινο-εθνικισμός υποστηρίζει ότι οι μη δυτικοί πολιτισμοί, ιδίως οι μουσουλμανικοί, είναι εχθρικοί προς τα δικαιώματα των γυναικών.
Η «διάσωση» της γαλλικής κουλτούρας από τη μουσουλμανική επιρροή, σύμφωνα με τη Λεπέν, απαιτεί την απαγόρευση της μαντίλας και της τελετουργικής σφαγής που παράγει το κρέας χαλάλ.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ως τρόπος προστασίας της Γαλλίας από αυτούς τους «κινδύνους» παρουσιάζεται το κλείσιμο των συνόρων για ορισμένους μετανάστες και η απέλαση ενός μεγάλου μέρους τους. Η Λεπέν υποστηρίζει σκληρές μεταναστευτικές πολιτικές, την απέλαση των μεταναστών χωρίς χαρτιά, την κατάργηση του δικαιώματος απόκτησης ιθαγένειας με τη γέννηση και την προτεραιότητα των Γάλλων υπηκόων στις κοινωνικές παροχές.
Αντιδρώντας στις επιθέσεις εναντίον γυναικών που διαπράχθηκαν στην Κολωνία από μουσουλμάνους μετανάστες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2015, η Λεπέν επέρριψε την ευθύνη σε όλους τους μουσουλμάνους και επανέλαβε τη δέσμευσή της για περιορισμό της μετανάστευσης.
Σε μια ανοιχτή επιστολή της, επικαλέστηκε τη γαλλίδα φεμινίστρια φιλόσοφο Σιμόν ντε Μποβουάρ για να υποστηρίξει ότι η τρέχουσα μεταναστευτική πολιτική είναι επιζήμια για τις γυναίκες.
Χρησιμοποιώντας ξενοφοβική και ισλαμοφοβική γλώσσα, η Λεπέν υποστήριξε ότι μόνο οι αξίες και οι θεσμοί του «δυτικού πολιτισμού» μπορούν να προασπίσουν τα δικαιώματα των γυναικών.
Αυτό το μοντέλο λειτουργεί. Αν και ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν υποστήριξε ότι «η ψήφος στη Μαρίν Λεπέν δεν αποτελεί επιλογή για τις γυναίκες», η μικρότερη του αναμενομένου επικράτησή του απέναντί της, στις εκλογές του Απριλίου 2022, απέδειξε ότι η προσέγγιση της Λεπέν έχει απήχηση.
Την υποστηρίζουν περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες και αυτή η υποστήριξη βοήθησε στην ενίσχυσή της έναντι ενός άλλου ακροδεξιού υποψηφίου, του Ερίκ Ζεμούρ, του οποίου τα μηνύματα είναι ανδροκρατικά και εκφράζουν ρητά τους ανδρικούς φόβους για τη γυναικεία ενδυνάμωση. Ο Ζεμούρ έχει επίσης κατηγορηθεί για σεξουαλική επίθεση.
Το μοντέλο της Λεπέν για προσέλκυση ψήφων των γυναικών μέσα από την υιοθέτηση της φεμινιστικής ρητορικής έχει αναπαραχθεί στη Νορβηγία από τη Σιβ Γένσεν, η οποία επίσης αποκαλεί τον εαυτό της φεμινίστρια.
Η Γένσεν ξεχώρισε ως ακροδεξιά υποψήφια, καταγγέλλοντας τα διπλά στάνταρ που υπάρχουν για τις γυναίκες πολιτικούς και μιλώντας για τον σεξισμό που έχει βιώσει. Ταυτόχρονα, η Γένσεν πιστεύει επίσης ότι οι «ικανές» γυναίκες δεν χρειάζονται ποσοστώσεις φύλου και θα «ανέλθουν στην κορυφή» από μόνες τους.
Όπως η Λεπέν, έτσι και ο Τζένσεν υποστηρίζει ισλαμοφοβικές ιδέες και τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης της μαντίλας στον δημόσιο χώρο.
Συνδέοντας ρητά το Ισλάμ με τον μισογυνισμό, η Γένσεν απέκτησε απήχηση στη Νορβηγία, μια χώρα που κατατάσσεται ψηλά στις μετρήσεις για την ισότητα των φύλων, παρουσιάζοντας τις προτάσεις της για αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές και πολιτικές κατά του Ισλάμ ως «φεμινιστικές» πολιτικές.
Το πρόγραμμά της τάσσεται υπέρ της προσωρινής μόνο παραμονής των αιτούντων άσυλο, του περιορισμού των κοινωνικών παροχών στους μετανάστες και του περιορισμού της οικογενειακής επανένωσης των μεταναστών.
Αν και οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές αποτελούν κοινό θέμα, το «γυναικείο πρόσωπο» του φασισμού παίρνει πολλές μορφές, ανάλογα με το κράτος. Κράτη με πιο προοδευτική κουλτούρα είναι πιο δεκτικά σε μια επιλεκτικά προοδευτική ρητορική από μια (λευκή) γυναίκα της Άκρας Δεξιάς.
Σε άλλα κράτη δεν ευδοκιμούν καθόλου προοδευτικές πολιτικές ή οποιοδήποτε νεύμα στο φεμινισμό από τις ακροδεξιές υποψήφιες. Αλλά η αντίσταση στον φασισμό απαιτεί να επισημανθούν ότι αυτές οι υποτιθέμενες φιλο-γυναικείες πολιτικές είναι μια απάτη, μια μορφή ψευδούς ενδυνάμωσης που, στην καλύτερη περίπτωση, δίνει στις γυναίκες μεγαλύτερη επιρροή σε μια ιδιωτική σφαίρα που διαμορφώνεται βίαια γύρω από πολιτισμικά εθνικιστικές, ετεροκανονικές οικογένειες.
[….]
Απόσπασμα απότο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Public Seminar, στις 31 Αυγούστου 2022.
Για τη συγγραφέα
Η Sophie Boutler είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο Τμήμα Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.
Διαβάστε επίσης:
Τι είναι ο “φεμινο-εθνικισμός”;
Η ιταλική Ακροδεξιά όπως τη βλέπει το ΕΛΚ