Ακόμα μια υπόθεση θανατηφόρας αστυνομικής βίας συγκλονίζει τη Γαλλία. Η δολοφονία του 17χρονου Ναχέλ Μ. από αστυνομικά πυρά στις 27 Ιουνίου έχει οδηγήσει σε ένα ξέσπασμα μαζικής οργής από νέους στα παρισινά προάστια για την εντεινόμενη αστυνομικής αυθαιρεσία. Ο Paul Rocher, οικονομολόγος και συγγραφέας για ζητήματα λειτουργίας της αστυνομίας, αναλύει τους παράγοντες που έχουν συμβάλει στον πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων αστυνομικής βίας στη Γαλλία.
Του Paul Rocher
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Ο θάνατος του Ναχέλ ανοίγει με τραγικό τρόπο εκ νέου τη συζήτηση σχετικά με τους ανθρώπους που σκοτώνονται από αστυνομικούς, στο πλαίσιο αυτού που η αστυνομική αφήγηση παρουσιάζει ως άρνηση συμμόρφωσης. Συγκεντρώνοντας στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών, μια ομάδα δημοσιογράφων του Bastamag μπόρεσε να δείξει ότι “μέσα σε πέντε χρόνια, οι αστυνομικοί έχουν σκοτώσει τέσσερις φορές περισσότερους ανθρώπους, επειδή αρνήθηκαν να υπακούσουν σε διαταγές, από ό,τι τα προηγούμενα είκοσι χρόνια“.
Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να αναρωτηθούμε γιατί σημειώθηκε αυτή η εντυπωσιακή και σχετικά πρόσφατη αύξηση των πυροβολισμών.
Όταν ο νόμος θέτει τους πολίτες σε κίνδυνο
Πριν από περίπου πέντε χρόνια, τον Μάρτιο του 2017, ένας νέος νόμος για την εσωτερική ασφάλεια χαλάρωσε τη χρήση όπλων από τους αστυνομικούς.
Το νομικό αυτό κείμενο εξουσιοδοτεί τους αστυνομικούς και τους χωροφύλακες να χρησιμοποιούν τα όπλα τους, εάν δεν είναι σε θέση να ακινητοποιήσουν ένα όχημα “του οποίου οι οδηγοί δεν συμμορφώνονται με την εντολή να σταματήσουν και του οποίου οι επιβαίνοντες είναι πιθανό να επιφέρουν, κατά τη διαφυγή τους, βλάβη στη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα των ιδίων ή άλλων“.
Η διατύπωση αυτού του νόμου είναι μνημειωδώς ασαφής: πώς μπορεί ένας αστυνομικός να γνωρίζει εύλογα τις προθέσεις ενός οδηγού; Και σε αυτή την ασάφεια έγκειται το πρόβλημα.
Μια ομάδα ερευνητών εξετάζει τις επιπτώσεις αυτού του νόμου, ο οποίος έχει ασταθές περίγραμμα. Όπως συνοψίζει ένας από τους συν-συγγραφείς της μελέτης, “ο νόμος που επιτρέπει στους αστυνομικούς να πυροβολούν πιο συχνά έχει ως αποτέλεσμα … να πυροβολούν πιο συχνά και ο αριθμός των αστυνομικών δολοφονιών (μέσος αριθμός ανά μήνα) να αυξάνεται μαζικά”.
Ένας νόμος για την εσωτερική ασφάλεια που μειώνει τη δημόσια ασφάλεια θα ήταν σχεδόν κωμικός αν δεν είχε δραματικές συνέπειες.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο: ο θεσμικός ρατσισμός
Ωστόσο, εστιάζοντας στην αύξηση των αστυνομικών πυροβολισμών μετά την αλλαγή του νόμου, κινδυνεύουμε να αγνοήσουμε μια ακόμη κρίσιμη πτυχή του θανάτου του Ναχέλ. Η εστίαση στους πυροβολισμούς –αν και σημαντική– τείνει να μετακινεί τη συζήτηση σε ένα έδαφος a priori τυφλό ως προς τη φυλετική διάσταση της αστυνομικής βίας.
Ωστόσο, τα θύματα των πυροβολισμών είναι πολύ συχνά μη λευκοί πολίτες. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, η συζήτηση για την άρνηση συμμόρφωσης είναι αναγκαστικά μια συζήτηση για τον αστυνομικό ρατσισμό, η ύπαρξη του οποίου έχει αποδειχθεί με σαφήνεια.
Το 2009, μια μελέτη ανέδειξε επισήμως και ποσοτικοποίησε αυτό που οι κάτοικοι των προαστίων γνώριζαν εδώ και πολύ καιρό:
“Ανάλογα με τον τόπο εστίασης της έρευνας, οι μαύροι είχαν από 3,3 έως 11,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να υποστούν αστυνομικό έλεγχο από ό,τι οι λευκοί” και οι Άραβες “είχαν από 1,8 έως 14,8 φορές περισσότερες πιθανότητες να σταματηθούν από την αστυνομία από ό,τι οι λευκοί”[1].
Η διάκριση με βάση το φυλετικό προφίλ είναι μια καλά εγκατεστημένη πραγματικότητα. Δέκα χρόνια μετά, τα ευρήματα είναι τα ίδια. Το 2019, ο Γάλλος Συνήγορος Δικαιωμάτων υπογράμμισε την ύπαρξη “συστημικών διακρίσεων που έχουν ως αποτέλεσμα την υπερεκπροσώπηση ορισμένων μεταναστευτικών πληθυσμών και την εφαρμογή εις βάρος τους υποτιμητικών πρακτικών, κατά τη διενέργεια ελέγχων ταυτότητας από την αστυνομία“[2].
Αυτές οι συστημικές πρακτικές είναι τόσο βαθιά ριζωμένες στην καθημερινή λειτουργία του θεσμού που οι αστυνομικοί δεν τις αναγνωρίζουν απαραίτητα με τρόπο συνειδητό.
Για μια σαφή κατανόηση του εύρους του θεσμικού ρατσισμού, είναι διδακτικό το έργο του μεγάλου βρετανού κοινωνιολόγου Stuart Hall ειδικά για τις εξεγέρσεις στις βρετανικές εργατικές γειτονιές, μετά την επέμβαση της αστυνομίας:
“Πρώτον, ο θεσμικός ρατσισμός δεν χρειάζεται ανοιχτά ρατσιστικά άτομα: ο ρατσισμός θεωρείται το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής διαδικασίας. […] Δεύτερον, [οι ρατσιστικές νόρμες συμπεριφοράς] μεταφέρονται μέσα στην επαγγελματική κουλτούρα ενός οργανισμού και μεταδίδονται ανεπίσημα και σιωπηρά μέσω της ρουτίνας, των καθημερινών πρακτικών του ως ανθεκτικό μέρος του θεσμικού habitus. Ο ρατσισμός αυτού του είδους γίνεται ρουτίνα, μια συνήθεια που θεωρείται δεδομένη. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικός στις πρακτικές κοινωνικοποίησης των αστυνομικών από ό,τι η επίσημη εκπαίδευση και οι κανονισμοί. […] Και εμποδίζει την ύπαρξη επαγγελματικής αντανακλαστικότητας. Μακριά από το να θεωρείται μια εξαίρεση, αυτός ο τύπος ‘ακούσιου’ ρατσισμού γίνεται αναπόσπαστο μέρος του ίδιου του ορισμού της ‘κανονικής αστυνομικής εργασίας’”[3].
Με άλλα λόγια, ο κοινά αποδεκτός ορισμός του θεσμού περί καλής αστυνόμευσης περιλαμβάνει δράση με βάση την υπόθεση ότι ένα μη λευκό άτομο είναι ύποπτο.
Η ύπαρξη αυτής της στάσης επιβεβαιώνεται από μια σειρά μελετών σχετικά με την περίπτωση της Γαλλίας, που αφορούν περίοδο αρκετών δεκαετιών.
Το 2017, η εργασία του κοινωνιολόγου Christian Mouhanna κατέληξε σε ένα συμπέρασμα πολύ παρόμοιο με εκείνο του συναδέλφου του René Lévy το 1987, ο οποίος δήλωσε ότι οι φυλετικές κατηγοριοποιήσεις “αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, εργαλεία του επαγγέλματος και συνιστούν μέρος εκείνου του σώματος πρακτικών γνώσεων που συγκροτούν το υπόβαθρο, το σημείο αναφοράς της αστυνομικής εργασίας“[4].
Η βιβλιογραφία αυτή δείχνει επίσης ότι “η αστυνομική καχυποψία λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, δηλαδή συμβάλλει στην παραγωγή του αναμενόμενου, και έτσι επιβεβαιώνει στους αστυνομικούς την πίστη τους στη σημασία αυτών των κατηγοριών”[5].
Η εξουσία κατηγοριοποίησης του πληθυσμού, την οποία αναδεικνύουν οι έρευνες, είναι με τη σειρά της καθοριστική στη χρήση βίας.
Η αστυνομία είναι ο μόνος φορέας που αναγνωρίζεται ως ικανός να προσδιορίσει τι σημαίνει δημόσια τάξη και το αντίθετό της, την αταξία, δικαιολογώντας τη χρήση καταναγκαστικών μεθόδων: τη χρήση “φονικού” ή “μη φονικού” όπλου ή την κινητοποίηση άλλων πρακτικών “ακινητοποίησης”[6].
Ο κοινωνιολόγος Ralph Jessen επισημαίνει ότι το πρωταρχικό κριτήριο για την επέμβαση ενός αστυνομικού είναι η εκτίμησή του για μια κατάσταση. Οι νόμοι και οι κανόνες είναι επομένως δευτερεύουσας σημασίας και οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης συχνά έχουν μόνο μερική γνώση τους [7].
Σε αυτό το στάδιο, το πεδίο εφαρμογής του νόμου του 2017 καθίσταται σαφέστερο.
Διευρύνοντας τη δυνατότητα χρήσης όπλων με βάση την ατομική κρίση των αστυνομικών, οι οποίοι οι ίδιοι είναι βυθισμένοι σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον διαποτισμένο από ρατσιστικές προκαταλήψεις, ο νόμος αυτός εκθέτει δυσανάλογα το μη λευκό τμήμα του πληθυσμού.
Είναι όμως επίσης σαφές ότι η συζήτηση δεν μπορεί να επικεντρωθεί μόνο στη χρήση πυροβόλων όπλων, αφού η αστυνομική βία δεν περιορίζεται σε αυτά.
Μια άλλη σειρά στατιστικών στοιχείων που συγκέντρωσαν οι δημοσιογράφοι του Bastamag δείχνει ότι από τα 676 άτομα που σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα αστυνομικής δράσης μεταξύ 1977 και 2019, μόνο το 60% πυροβολήθηκε. Επιπλέον, η κλίμακα της αστυνομικής βίας υπερβαίνει κατά πολύ την πιο ακραία περίπτωση θανατηφόρας βίας.
[….]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Contre Temps.
Σημειώσεις
[1] Fabien Jobard et René Lévy, Police et minorités visibles : les contrôles d’identité à Paris, Open Society Justice Initiative, 2009.
[2] Défenseur des droits, Décision du Défenseur des droits n°2020-102, Paris, 2020.
[3] Stuart Hall, « From Scarman to Stephen Lawrence », History Workshop Journal, 48, 1999, p. 195.
[4] Cité dans Xavier Dunezat, Fabrice Dhume, Camille Gourdeau et Aude Rabaud, « Racisme d’État en France ? Le cas de la police ».
[5] Ibid.
[6] Pour comprendre comment les armes « non létales » amplifient les violences policières, voir Paul Rocher, Gazer, mutiler, soumettre : Politique de l’arme non létale, Paris, La Fabrique, 2020.
[7] Ralph Jessen, « Polizei und Gesellschaft », in Die Gestapo. Mythos und Realität, Darmstadt, Primus, 1995.
Για τον συγγραφέα
Ο Paul Rocher είναι οικονομολόγος και συγγραφέας των βιβλίων Que fait la police? et comment s’en faire sans (La Fabrique, 2022) και Gazer, mutiler, soumettre – Politique de l’arme non létale (La Fabrique, 2020).
Διαβάστε επίσης:
Étienne Balibar: Μόνιμη πηγή της δημοκρατικής ζωής το επαναστατικό της στοιχείο
Οι ζωές των Ρομά έχουν σημασία: Κάποιες χώρες προσποιούνται ότι δεν το γνωρίζουν