Η τουρκική εκδοχή του εμπρησμού του Ράιχσταγκ;




Δύο ώρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εμφανίστηκε μέσω FaceTime στο τουρκικό CNN. Το πρόσωπό του φαινόταν στις τηλεοπτικές οθόνες, έτσι όπως κρατούσε η δημοσιογράφος το τηλέφωνο στο χέρι της. Με αυτόν τον τρόπο έδωσε το μήνυμά του και κάλεσε τον κόσμο να βγει στις πλατείες και στο αεροδρόμιο για να υπερασπιστεί το έθνος. Λίγο μετά, ακούγονταν κλήσεις για προσευχή από αρκετούς μιναρέδες, παρότι δεν ήταν ώρα προσευχής. Έμαθα, αργότερα, ότι ορισμένοι ιμάμηδες προέτρεπαν τον κόσμο να βγει στον δρόμο και να αναλάβει δράση.


Της  Ayşe Kadılu


Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της κριτικής σκέψης

Ο ήχος από τις προσκλήσεις για προσευχή ενωνόταν με τον θόρυβο στρατιωτικών ελικοπτέρων που πετούσαν στον ουρανό της Ιστανμπούλ. Ο συνδυασμός τους με έκανε να σκεφτώ πως, ναι, αυτή είναι η κηδεία της ελευθερίας του λόγου, της κριτικής σκέψης και των υπολειμμάτων των προοδευτικών δημοκρατικών διαδικασιών στην Τουρκία. Συνειδητοποίησα με τρόμο και αγωνία ότι είτε πραγματοποιούνταν το πραξικόπημα είτε όχι, ένα πράγμα είναι βέβαιο: δεν θα υπάρχει πλέον χώρος στην Τουρκία για ανθρώπους που να μπορούν να ακούσουν, να διαβάσουν, να μιλήσουν και να σκεφτούν κριτικά. Μέσα στον αχό των προσευχών και των ελικοπτέρων, η Τουρκία γινόταν ο τόπος για τους «πραγματικούς πιστούς» και μόνο.

Δεν είναι κάτι που συνέβη ξαφνικά. Με την καταστολή των μέσων ενημέρωσης, την περιστολή των ακαδημαϊκών ελευθεριών, τις αυθαίρετες συλλήψεις και την αυξανόμενη βία στις νοτιοανατολικές επαρχίες, οι πολίτες της Τουρκίας βλέπουν τα τελευταία χρόνια βασικές ελευθερίες τους να συρρικνώνονται. Η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου ήταν η τελευταία πράξη.

Η εικόνα της κατεστραμμένης Βουλής

Η καταστροφή που προκλήθηκε στο κτίριο της τουρκικής Βουλής στην Άγκυρα ήταν τεράστια. Οι κυριότερες αίθουσες και οι διάδρομοι έχουν γίνει συντρίμμια. Η εικόνα θυμίζει την πυρπόληση του Ράιχσταγκ στη Γερμανία, στις 27 Φεβρουαρίου του 1933 ­– ένα μήνα αφότου ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε Καγκελάριος. Οι ομοιότητες δεν περιορίζονται στην εμφανή καταστροφή των κτιρίων της Βουλής στις δύο χώρες. Η πυρπόληση του Ράιχσταγκ ενταφίασε κάθε προοπτική για τις βασικές ελευθερίες και την κριτική σκέψη στη Γερμανία.

Το βράδυ του εμπρησμού, ο Καγκελάριος Χίτλερ βρισκόταν σε μια γιορτή, στο σπίτι του Γιόζεφ Γκέμπελς. Για τον εμπρησμό κατηγορήθηκε ένας ολλανδός κομμουνιστής, ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, o οποίος είχε ιστορικό κατηγοριών για εμπρησμό. Η πραγματικότητα πίσω από την πυρπόληση του Ράιχσταγκ δεν διαλευκάνθηκε ούτε στις Δίκες της Νυρεμβέργης. Παρ’ όλα αυτά υπήρξαν αρκετές ενδείξεις για υποκίνηση του εμπρησμού από τους Ναζί. Το σημαντικότερο, όμως, δεν είναι τόσο ποιος έβαλε τη φωτιά, όσο ποιες ήταν οι συνέπειες αυτού του γεγονότος.

Την επόμενη μέρα, το «Διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ για την Προστασία του Λαού και του Κράτους» (Verordnung des Reichspräsidenten zum Schutz von Volk und Staat) ανέστελλε τη δικαϊκή τάξη. Το διάταγμα περιλάμβανε την αναστολή επτά άρθρων του Συντάγματος που διασφάλιζαν ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες. Επιπλέον, εκχωρούσε στην κυβέρνηση τον πλήρη έλεγχο των ομόσπονδων κρατιδίων της χώρας και προέβλεπε τη θανατική ποινή για σημαντικό αριθμό εγκλημάτων.  Πράγματι, ο Χέρμαν Γκέρινγκ ήθελε να κρεμάσει τον κατηγορούμενο στο σημείο του εμπρησμού, ακριβώς μετά τη σύλληψη.

Σήμερα σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπιναλί Γιλντιρίμ, ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε αν επεξεργάζονται την ιδέα επαναφοράς της θανατικής ποινής, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Ο πρωθυπουργός απάντησε ότι θα εξετάσουν όλα τα ενδεχόμενα για επιπλέον προληπτικά μέτρα. Επιπλέον, έμοιαζε να επαινεί τα βίαια επεισόδια που εκδηλώθηκαν στους δρόμους προς αποτροπή του πραξικοπήματος.

Το Διάταγμα μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ επέβαλλε έκτακτα μέτρα που οδήγησαν σε μια κατάσταση εξαίρεσης. Ανέστελλε ατομικές ελευθερίες που προβλέπονταν στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων της ατομικής ελευθερίας, της ελευθερίας της έκφρασης, της ελευθερίας του Τύπου, της συνάθροισης και της ιδιωτικότητας των συνομιλιών.

Μετά το Διάταγμα, ακολούθησε, στις 23 Μαρτίου, η Εξουσιοδοτική Πράξη του 1933 (Εnabling Act) που εξουσιοδοτούσε το υπουργικό συμβούλιο να θεσπίζει νόμους χωρίς την έγκριση της Βουλής. Με άλλα λόγια, εξασφάλιζε την εδραίωση του ναζιστικού καθεστώτος (Βλ. Ayşe Kadıoğlu  “Necessity and State of Exception: Turkish State’s Permanent War with its Kurdish Citizens” in Riva Kastoryano (ed), Turkey Between Nationalism and Globalization, Routledge, 2013).

Στην Τουρκία, υπάρχουν ήδη σημάδια αναστολής της δικαϊκής τάξης, καθώς δεκάδες μέλη του Συμβουλίου του Κράτους και του Ακυρωτικού Δικαστηρίου συνελήφθησαν, μέσα σε λιγότερο από 24 ώρες από την απόπειρα πραξικοπήματος.

Δεν μπόρεσα να μην ανακαλέσω τις μέρες  που στη σχετική βιβλιογραφία η λέξη «εδραίωση» παρέπεμπε στην εδραίωση της δημοκρατίας και σε ζητήματα που αφορούσαν τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Μετά τη 15η Ιουλίου, συζητάμε πλέον για την εδραίωση ενός νέου τύπου απολυταρχισμού στη χώρα. Ορισμένοι τον αποκαλούν ανταγωνιστικό απολυταρχισμό (Βλ. Berk Esen and Sebnem Gumuscu, “Rising Competitive Authoritarianism in Turkey,” Third World Quarterly, 19 February 2016).

Φασισμός: ο συντηρητισμός που έγινε δημοφιλής και πληβειακός

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαστε μάρτυρες της εδραίωσης ενός νέου τύπου απολυταρχικού καθεστώτος με λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Αυτόματα μου έρχεται στον νου μια φράση του Μπάρινγκτον Μουρ «ο φασισμός δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη δημοκρατία ή χωρίς αυτό που με στόμφο, καμιά φορά, αποκαλείται “η είσοδος των μαζών στη σκηνή της ιστορίας”. Ο φασισμός ήταν μια απόπειρα να γίνουν δημοφιλείς και πληβειακοί η αντίδραση και ο συντηρητισμός, και μέσα από αυτή τη διαδικασία ο συντηρητισμός έχασε, βέβαια, κάθε ουσιαστική σχέση του με την ελευθερία» (1).

(1) Βλ. Barrington Moore, Social Origins of Dictatorship and Democracy, Beacon Press, Boston, 1966 [1993], σ. 447 (Σε ελληνική μετάφραση Μπάρινγκτον Μουρ, Οι κοινωνικές ρίζες της δικτατορίας και της δημοκρατίας, μτφ. Φ.Ρ. Σοφιανός, Α. Γαβριηλίδου, Αθήνα: Κάλβος, 1961).

Ολόκληρο το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 16 Ιουλίου 2016.

 

Για τη συγγραφέα

Η Ayşe Kadılu είναι Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης, στο Πανεπιστήμιο Sabancı, της Ιστανμπούλ. Τα πεδία του ενδιαφέροντός της είναι η ιδιότητα του πολίτη, οι σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες, ο εθνικισμός, η κοσμικότητα, καθώς και ο φιλελευθερισμός στην Τουρκία.  Istanbul.  Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Hrant Dink Foundation. Είναι συγγραφέα ή/και επιμελήτρια των Cumhuriyet İradesi-Demokrasi Muhakemesi: Türkiye’de Demokratik Açılım Arayışları, (Istanbul: Metis, 1999); Zaman Lekesi, Istanbul, (Istanbul Bilgi University Press, 2006;  author and editor) Vatandaşlığın Dönüşümü: Üyelikten Haklara, (Istanbul: Metis, 2008; co-editor with Fuat Keyman) Symbiotic Antagonisms: Competing Nationalisms in Turkey, (Salt Lake City: University of Utah Press, 2011; co-editor with Kerem Öktem and Mehmet Karlı), and Another Empire? A Decade of Turkey’s Foreign Policy Under the Justice and Development Party (Istanbul: Istanbul Bilgi University Press, 2012).