Η ρατσιστική δολοφονία ενός εφήβου από αστυνομικό στη Γαλλία και οι ταραχές που ακολούθησαν είναι σημάδι ότι τα όρια μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς θολώνουν.
Του François Godicheau
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Σε συνέντευξή του στην περιφερειακή εφημερίδα La Dépêche της Τουλούζης την 1η Ιουλίου, ο Jean-Pierre Havrin, πρώην ανώτερος αστυνομικός και πρώην επικεφαλής του συνδικάτου των αστυνομικών, παραδέχθηκε ότι η αστυνομία έχει μεταμορφωθεί σε εχθρό του πληθυσμού. O ίδιος υπερασπίζεται μια αντίληψη της αστυνομίας στην υπηρεσία του πολίτη και το μοντέλο μιας πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, ενός θεσμού εγγύτητας, που δημιουργεί δεσμούς μεταξύ του πληθυσμού.
Το μοντέλο αυτό εγκαταλείφθηκε από τον Νικολά Σαρκοζί όταν ήταν υπουργός Εσωτερικών επί προεδρίας Ζακ Σιράκ το 2003. Δύο χρόνια αργότερα, το 2005, ξέσπασε η πρώτη μεγάλη εθνική εξέγερση των προαστίων, όταν δύο έφηβοι, ο Zyed και ο Bouna, κυνηγημένοι από την αστυνομία, σκοτώθηκαν από ηλεκτροπληξία.
Η εξέγερση διήρκεσε είκοσι νύχτες. Οι λόγοι της αναλύθηκαν: φτώχεια, αστικά γκέτο, έλλειψη μέλλοντος, αποκλεισμός λόγω του αυξανόμενου κρατικού ρατσισμού.
Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, η ιστορία επαναλαμβάνεται, με τα ίδια αίτια και αποτελέσματα, μόνο που τα αίτια έχουν επιδεινωθεί.
Πριν από λίγες ημέρες, ο Nahel, ένα 17χρονο αγόρι, σκοτώθηκε από έναν αστυνομικό κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου. Η σκηνή βιντεοσκοπήθηκε και αμέσως άρχισε να κυκλοφορεί: δύο αστυνομικοί φαίνονται να στέκονται δίπλα σε ένα όχημα, ο ένας από αυτούς σημαδεύει με το όπλο του τον Nahel. Στην ηχογράφηση ακούγεται ο δράστης να λέει: «Θα σου φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι!», ενώ ο σύντροφός του βάζει μπροστά το αυτοκίνητο λέγοντας: «Πυροβόλησέ τον! Πυροβόλησέ τον!»
Ο Nahel ήξερε ότι ως αγόρι βορειοαφρικανικής ή υποσαχάριας καταγωγής – όπως ο 19χρονος Alhoussein, ο νεαρός που σκοτώθηκε στις 14 Ιουνίου στην Ανγκουλέμ – διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο θανάτου. Ήξερε ότι στα μάτια των περισσότερων αστυνομικών, η ζωή ενός νέου από τα προάστια δεν αξίζει πολλά.
Αυτές οι εικόνες έκαναν περισσότερα: εξέθεσαν την επικοινωνία της αστυνομίας, η οποία, αμέσως μόλις έμαθε για τον θάνατο του νεαρού άνδρα κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου, διέδωσε τη συνήθη εκδοχή του αστυνομικού σε κίνδυνο που αυτή τη φορά διαψεύδεται από το βίντεο.
Ταυτόχρονα, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης συνόδευσαν την είδηση με παθιασμένες δικαιολογίες της αστυνομικής δράσης, που ακούγονταν στους ακροδεξιούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς που ανήκουν στον δισεκατομμυριούχο Bolloré.
Η συστηματική ρητορική της επίρριψης ευθυνών στο θύμα, η εφεύρεση σε αυτή την περίπτωση ενός σοβαρού δικαστικού φακέλου, που αρνήθηκαν αμέσως οι δικηγόροι της οικογένειας του Nahel, ακούστηκε στις ειδήσεις και τα talk shows αυτών των μέσων ενημέρωσης, ακόμη και μετά τη μαζική μετάδοση του βίντεο.
Αυτό που εμφανίστηκε πιο ξεκάθαρα είναι ένα ρατσιστικό σύστημα δικαιολόγησης της βίας κατά των νέων στα προάστια.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η ανακοίνωση της Αστυνομίας της Γαλλίας, μιας ένωσης που δημιουργήθηκε από το κόμμα της Λεπέν και παρουσιάζεται ως συνδικαλιστικό όργανο: «Συγχαρητήρια στους συναδέλφους που άνοιξαν πυρ εναντίον ενός 17χρονου εγκληματία. Εξουδετερώνοντας το όχημά του, προστάτευσαν τη ζωή του και τη ζωή των άλλων χρηστών του δρόμου. Οι μόνοι υπεύθυνοι για τον θάνατο αυτού του χούλιγκαν είναι οι γονείς του, οι οποίοι είναι ανίκανοι να εκπαιδεύσουν τον γιο τους».
Αυτά τα λόγια μίσους ξεπέρασαν τα όρια και προκάλεσαν την καταδίκη του υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος γρήγορα διέγνωσε τον πολιτικό κίνδυνο. Αλλά αυτό που προκάλεσε την εξέγερση όλων αυτών των νέων ανθρώπων επί πολλές νύχτες ήταν η συσσωρευμένη εμπειρία μιας αστυνομίας που θεωρείται εχθρός. Στη συνέχεια, τα αυτοκίνητα και τα κτίρια που καίγονται νύχτα με τη νύχτα δεν είναι κάτι καινούργιο, ακόμη και αν δημιουργούν έντονες εικόνες.
Η ανακοίνωση των αστυνομικών ενώσεων
Αυτό που είναι καινούργιο και πολύ πιο ανησυχητικό είναι κάτι άλλο, μια άλλη ανακοίνωση, αυτή τη φορά από δύο μεγάλες αστυνομικές ενώσεις. Και αυτό αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο και να σχολιαστεί:
«Φτάνει πια! Μπροστά σε αυτές τις άγριες ορδές, το αίτημα για επιστροφή στην ηρεμία δεν είναι αρκετό: πρέπει να επιβληθεί! Η αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης και η εξουδετέρωση των συλληφθέντων πρέπει να είναι οι δύο μοναδικές πολιτικές προτεραιότητες. Μπροστά σε τέτοια γεγονότα, η αστυνομία πρέπει να δείξει αλληλεγγύη. Οι συνάδελφοί μας, όπως και οι περισσότεροι πολίτες, έχουν βαρεθεί να υπομένουν τις επιταγές αυτών των βίαιων μειοψηφιών. Δεν είναι η ώρα για συνδικαλιστική δράση, αλλά για τον αγώνα ενάντια σε αυτά τα παράσιτα. Πρέπει να επιστρατευτούν όλα τα μέσα για την αποκατάσταση του κράτους δικαίου το συντομότερο δυνατό. Για τους λόγους αυτούς, η Εθνική Αστυνομική Συμμαχία και η Αστυνομία της UNSA θα αναλάβουν τις ευθύνες τους και προειδοποιούν από τώρα την κυβέρνηση ότι αν δεν ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για τη νομική προστασία του αστυνομικού, για μια προσαρμοσμένη ποινική αντίδραση, για πρόσθετα σημαντικά μέσα, οι αστυνομικοί θα κρίνουν την αξία του ανταλλάγματος που τους δίνεται. Σήμερα η αστυνομία πρέπει να είναι μάχιμη, διότι είμαστε σε πόλεμο».
Πρόκειται για μια ξεκάθαρα εριστική δήλωση που ανατρέπει τη σχέση και μετατρέπει την αστυνομία σε θύμα, σαφώς σύμφωνη με τον λόγο των ΜΜΕ, αλλά και με τον επί χρόνια λόγο του Υπουργείου Εσωτερικών.
[…]
Σχετικά με αυτό το απειλητικό ανακοινωθέν, που δεν έχει συνοδευτεί από κάποια ιδιαίτερη αντίδραση από την κυβέρνηση ή την Προεδρία της Δημοκρατίας, αξίζει να σημειωθεί ότι εμπεριέχει ένα συνδυασμό πολεμικού, εμφυλιοπολεμικού και απάνθρωπου λεξιλογίου.
Κάτι αντίστοιχο είχε δηλώσει ο Μακρόν τον Μάρτιο του 2019: «Μη μιλάτε για καταστολή ή αστυνομική βία, αυτά τα λόγια είναι απαράδεκτα σε ένα κράτος δικαίου».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αντίθεση μεταξύ ακροδεξιάς και δεξιάς γίνεται κάθε φορά ακόμη πιο θολή. Και όχι μόνο επειδή η Μαρίν Λεπέν, υποστηριζόμενη από ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ και τους «κανονικούς» δεξιούς πολιτικούς, που δανείζονται την ατζέντα της, διαμαρτύρεται όταν χαρακτηρίζεται ως ακροδεξιά.
Τα τελευταία χρόνια τα σύνορα έχουν γίνει εξαιρετικά θολά μέσα από μια σειρά μέτρων και πολιτικών συμπεριφορών – όπως το πρόσφατο επεισόδιο του συνταξιοδοτικού νόμου – σε σημείο που κορυφαίοι αναλυτές, στη Γαλλία και στο εξωτερικό, να μιλάνε για μια αυταρχική στροφή και για μία «ανελεύθερη» φύση της σημερινής εξουσίας.
Το 2019, κατά τη διάρκεια του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, ένας άνδρας είχε προκαλέσει μεγάλο ενθουσιασμό στους διαδηλωτές πυγμαχώντας με γυμνά χέρια εναντίον των ΜΑΤ, σε ένα πλαίσιο στο οποίο κάθε μέρα η αστυνομία άνοιγε κρανία και έβγαζε μάτια (μεταξύ άλλων, ο πρόσφατος δολοφόνος του νεαρού Nahel, παρασημοφορημένος από τον έπαρχο Lallement, ο ίδιος που είπε σε μια κυρία που τον επέπληξε για τη βία των δυνάμεων του: «Δεν είμαστε στην ίδια πλευρά, κυρία»). Ο πυγμάχος ονομαζόταν Christophe Dettinger. Ο κόσμος, όταν ο τελευταίος παραδόθηκε στην αστυνομία, συνέβαλε σε ένα διαδικτυακό crowdfunding που συγκέντρωσε 145.000 ευρώ σε δύο ημέρες. Η κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της ύψωσαν μια κραυγή στον ουρανό για να καταδικάσουν την απαράδεκτη βία αυτού του ανθρώπου και εμπόδισαν τη συλλογή. Σήμερα, όλοι σιωπούν όταν το crowdfunding για τον αστυνομικό που σκότωσε εν ψυχρώ τον Nahel συγκεντρώνει ήδη περισσότερα από 600.000 ευρώ.
Το να υποστηρίζουν πως ο φόνος δεν είναι βία, να απειλούν την εξουσία με εξέγερση με πρόσχημα την υπεράσπιση του κράτους δικαίου, να αντιστρέφουν τους ρόλους του θύτη και του θύματος, να αποκλείουν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού από τον «λαό» και όλα αυτά να διαπράττονται στο όνομα της τάξης και της Δημοκρατίας, εγείρει ένα ενοχλητικό, αλλά και κεντρικό ερώτημα: Ποιο είναι το κοινό της Δημοκρατίας; Και ακόμη, ποιος μπορεί να το αποφασίσει ή να το πει;
Οι συντάκτες της εν λόγω αστυνομικής δήλωσης και όσοι δεν την καταδικάζουν έχουν μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα, μια ρατσιστική απάντηση, καθώς και επίσης ταξική, όπως φαίνεται εδώ και λίγους μήνες. Δεν τους ενοχλεί το αστυνομικό κράτος, ούτε το αυταρχικό, αν είναι ντυμένο με το δόλιο λάβαρο του κράτους δικαίου. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που ένας ράπερ κατήγγειλε την ψευδή ρητορική που συνίσταται στην ιδιωτικοποίηση της Δημοκρατίας στην υπηρεσία μιας ρατσιστικής και νεοφιλελεύθερης ατζέντας και αποκαλώντας τους νέους από τα προάστια «αποβράσματα» (racaille).
Πράγματι, το θέμα του ρατσισμού στην αστυνομία δεν είναι θέμα ατομικής άποψης και όχι μόνο επειδή ο ρατσισμός είναι έγκλημα –και όχι απλώς άποψη– αλλά επειδή ο ρατσισμός είναι ένα σύστημα. Το γεγονός ότι τα τρία τέταρτα των ενεργών αστυνομικών είναι πρόθυμοι να ψηφίσουν τη Μαρίν Λεπέν στις επόμενες εκλογές είναι εξίσου σοβαρό με την άρνηση της κυβέρνησης ότι δεν υπάρχει ρατσισμός στην αστυνομία.
Η άρνηση της ύπαρξης ρατσισμού στις τάξεις της γαλλικής αστυνομίας λειτουργεί όπως η άρνηση της αστυνομικής βίας: απαγορεύεται να μιλάμε γι’ αυτό. Εάν δεν γίνεται σεβαστό, συνεπάγεται για τον πολίτη ή τον πολιτικό που τολμά να βεβαιώσει την πραγματικότητα, μια απάντηση με τη μορφή μιας σοβαρής κατηγορίας: ότι είναι εκτός δημοκρατικής τάξης, ότι είναι εχθρός της τάξης.
Η εικόνα είναι μάλλον άσχημη και αυτός που τη συνοψίζει καλύτερα είναι ο Ελβετός κοινωνιολόγος Jean-François Bayart, ο οποίος τοποθετεί τη χώρα στο σημείο καμπής προς τον αυταρχισμό: «Ναι, χωρίς αμφιβολία η κοινωνική έκρηξη των προαστίων θα επιταχύνει την πορεία προς τον αυταρχισμό. Ίσως όμως θα πρέπει να θυμόμαστε τον ορισμό του “σημείου καμπής” που δίνεται από τους ειδικούς της IPCC: “Βαθμός αλλαγής στις ιδιότητες ενός συστήματος, σύμφωνα με τις οποίες το εν λόγω σύστημα αναδιοργανώνεται, συχνά απότομα, ενώ δεν επιστρέφει στην κανονική του κατάσταση ακόμη και αν οι παράγοντες που προκάλεσαν την αλλαγή εξαλειφθούν”».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο Contexto
Διαβάστε επίσης:
Γαλλία: Ο θεσμός της αστυνομίας πίσω από τον θάνατο του Ναχέλ
Étienne Balibar: Μόνιμη πηγή της δημοκρατικής ζωής το επαναστατικό της στοιχείο