Ανοίγουν οι διαδηλώσεις στο Ισραήλ τον δρόμο για δημοκρατική αλλαγή στη χώρα;

Wikimedia Commons

Κατά τους τελευταίους μήνες, η ριζοσπαστική δεξιά κυβέρνηση συνασπισμού του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου με μια σειρά αλλαγών στο δικαστικό σύστημα της χώρας επιχειρεί, όπως αναφέρουν οι κριτικές, να πλήξει την ανεξαρτησία των δικαστηρίων, μεταξύ των οποίων και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ, δίνοντας στην κυβέρνηση ανεξέλεγκτες αρμοδιότητες. Το πακέτο των δικαστικών αλλαγών, το οποίο η κυβέρνηση ονομάζει «μεταρρυθμίσεις» και οι πολέμιοί του «πραξικόπημα» έχει πυροδοτήσει πρωτόγνωρες και μαζικές διαδηλώσεις στη χώρα.

Εδώ και περίπου 14 εβδομάδες, φορείς και πολίτες, πολλοί εκ των οποίων δεν είχαν κανένα ιστορικό πολιτικών κινητοποιήσεων συγκεντρώνονται μαζικά σε δρόμους της χώρας απαιτώντας την απόσυρση του συγκεκριμένου νομοθετικού πακέτου και την προστασία της δημοκρατίας. Εν τω μεταξύ, η εσωτερική αναταραχή συμπίπτει και με την έξαρση της βίας των εποίκων κατά των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη, με τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις να αναστέλλουν και τις δικαστικές δικλείδες που είχαν απομείνει για την προστασία των Παλαιστινίων από τις εξώσεις των εποίκων. Ένα σημαντικό μέρος της κριτικής που ασκήθηκε εκ των έσω στις διαδηλώσεις εναντίον της ισραηλινής κυβέρνησης είναι ότι θέτουν μόνο το ζήτημα της εσωτερικής δημοκρατίας και δεν αναφέρονται στην αντιδημοκρατική κατοχή και τις πολιτικές του άπαρτχαϊντ του Ισραήλ. Ωστόσο, πρόκειται για ένα σύνολο διαδηλώσεων δυναμικών και εξελισσόμενων, στο εσωτερικό των οποίων φαίνεται ότι έχουν αρχίσει, κατά το τελευταίο διάστημα, να διατυπώνονται και αιτήματα που αφορούν την παύση της βίας εις βάρος των Παλαιστινίων. Υπό την πίεση των διαδηλώσεων, ο ισραηλινός πρωθυπουργός ανακοίνωσε στις 20 Μαρτίου μια επιβράδυνση στην προώθηση του πακέτου των δικαστικών αλλαγών, προσπαθώντας παράλληλα να δημιουργήσει πολιτικές συναινέσεις με την αντιπολίτευση, ενώ οι διαδηλώσεις συνεχίζονται.

Στο κείμενο που ακολουθεί ο Meron Rapoport αναλύει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν αυτές τις διαδηλώσεις, καθώς και τις πιθανότητες που ανοίγονται να αρχίσουν οι Ισραηλινοί και οι Ισραηλινές να απαιτούν θεμελιώδεις αλλαγές, πρωτόγνωρες για την ιστορία της χώρας.


Του Meron Rapoport

Μετάφραση-εισαγωγή: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Ένα από τα συναρπαστικά ερωτήματα που θα θέσουν οι μελλοντικοί ιστορικοί του Ισραήλ είναι τι έκανε εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινούς Εβραίους, την πλειοψηφία της εβραϊκής μεσαίας τάξης, να διαμαρτυρηθούν κατά της δικαστικής αναμόρφωσης της ακροδεξιάς κυβέρνησης. Τι τους έκανε να αισθανθούν ότι η νομοθεσία δεν είναι ένα σύνολο «μεταρρυθμίσεων», όπως υποστηρίζει Υπουργός Δικαιοσύνης Γιαρίβ Λεβίν, αλλά περισσότερο ένα «πραξικόπημα» που απειλεί άμεσα την ταυτότητα, την ελευθερία και τον τρόπο ζωής τους; Τι τους έκανε να βγαίνουν στους δρόμους σε καθημερινή, ακόμη και ωριαία βάση –μερικές φορές χωρίς έγκαιρο πρότερο κάλεσμα– για να πραγματοποιήσουν έναν από τους πιο αποτελεσματικούς αγώνες στην ισραηλινή ιστορία;

Το ερώτημα είναι ακόμη πιο περίπλοκο, διότι είναι σχεδόν αδύνατο να υποδείξει κανείς έναν μόνο παράγοντα, ένα κόμμα ή μία προσωπικότητα που ηγείται αυτών των αποκεντρωμένων διαδηλώσεων. Και ενώ δεν λείπουν τα κεφάλαια πίσω από αυτές τις διαμαρτυρίες –είτε μέσω crowdfunding είτε μέσω δωρεών– δεν είναι τα χρήματα που έχουν παρακινήσει εκατοντάδες χιλιάδες να βγουν στους δρόμους τόσο αυθόρμητα, αλλά η πεποίθηση ότι κάνουν το σωστό.

Παρά την έλλειψη μιας σαφούς καθοδήγησης και παρά το διαφορετικό υπόβαθρο των διαδηλωτών (ακόμη και μεταξύ των μεσαίων και ανώτερων τάξεων υπάρχουν πολλές αποχρώσεις, όπως η ηλικία, το επάγγελμα, το εισόδημα, ο τόπος κατοικίας και η εθνική καταγωγή), το συναίσθημα ήταν σχεδόν ενιαίο: αυτή η κυβέρνηση θέλει να μετατρέψει το Ισραήλ σε μια πλήρη δικτατορία και εμείς θέλουμε δημοκρατία.

Το γεγονός ότι μια τέτοια συναίνεση διαμορφώθηκε μεταξύ τόσο εκτεταμένων τμημάτων της ισραηλινής κοινωνίας δεν είναι κάτι που μπορούμε να το προσπεράσουμε, όσο παράξενο κι αν μοιάζει στους παρατηρητές.

Είναι αλήθεια ότι τα μέτρα που προωθήθηκαν από τον Λεβίν και τον Σίμτσα Ρότμαν, ο τελευταίος εκ των οποίων εργάζεται υπερωριακά για να περάσει τη νομοθεσία για τη δικαστική αναθεώρηση ως επικεφαλής της Επιτροπής Συντάγματος της Κνεσέτ, είχαν ως στόχο να δώσουν στην κυβέρνηση σχεδόν απεριόριστη εξουσία, ωστόσο αυτό δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση για όσα βλέπουμε. Άλλωστε, η Δεξιά επηρεάζει εδώ και χρόνια ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης με τα επιχειρήματά της εναντίον του Ανώτατου Δικαστηρίου και του δικαστικού συστήματος του Ισραήλ γενικότερα.

Επιπλέον, δεν κατανοούν όλοι το πραγματικό νόημα των διαφόρων πτυχών της μεταρρύθμισης, από τη “ρήτρα παράκαμψης” μέχρι το σύστημα διορισμού των δικαστών.

Αυτό που οικοδόμησε αυτή τη συναίνεση, λοιπόν, ήταν η ίδια η κυβέρνηση.

Wikimedia Commons

Μια ατμόσφαιρα πραξικοπήματος

Ακόμα και πριν ο Υπουργός Δικαιοσύνης ανακοινώσει τη μεταρρύθμισή του, τα μέλη του συνασπισμού δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα πραξικοπήματος εν τη γενέσει του.

Από τις απειλές για την ακύρωση των παρελάσεων υπερηφάνειας ή την επιβολή ποινών φυλάκισης στις γυναίκες που ντύνονται απρεπώς στο Δυτικό Τείχος μέχρι τη διάλυση της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης και τους νόμους που προσαρμόστηκαν, ώστε να επιτρέπουν σε συγκεκριμένα μέλη του συνασπισμού να παραμείνουν στο αξίωμα παρά τις νομικές παραβάσεις του παρελθόντος, οι δεκάδες νομικές πρωτοβουλίες δημιούργησαν μια αίσθηση άμεσης απειλής και μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε μεγάλα τμήματα του κοσμικού-φιλελεύθερου κοινού.

Εν τω μεταξύ, η μεταβίβαση της Πολιτικής Διοίκησης, η οποία ρυθμίζει τη ζωή εκατομμυρίων Παλαιστινίων στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, στον υπουργό Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριχ και της αστυνομίας στον υπουργό Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν Γκβίρ προκάλεσαν δικαιολογημένα ανησυχίες όχι μόνο μεταξύ των Παλαιστινίων και της εβραϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και μεταξύ των μελών του κατεστημένου ασφαλείας.

Η “μεταρρύθμιση” του Λεβίν και η βιαιότητα με την οποία διαπερνά την Κνεσέτ, αποτελούν το οικοδόμημα μιας αντιδημοκρατικής και αντιλαϊκής ριζοσπαστικότητας της κυβέρνησης.

Δεν χρειάζεται να πάτε πολύ πίσω για να καταλάβετε τις ρίζες των φαντασιώσεων εκδίκησης της Δεξιάς που βασίζονται σε αιτιάσεις. Η κυβέρνηση αποτελείται από τρεις κεντρικές ομάδες: εκείνους που αντιτίθενται στο κράτος δικαίου για προσωπικούς-εγκληματικούς λόγους, όπως ο Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο Αριέ Ντέρι, τους ξεκάθαρους ρατσιστές που θέλουν μια δεύτερη μαζική εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων, όπως ο Σμότριτς και ο Μπεν Γκβίρ, και τους Χαρεντίμ που θέλουν να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την κρατικά χρηματοδοτούμενη αυτονομία τους.

Υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ αυτών των ομάδων, αλλά αυτό που τις ενώνει είναι η θεμελιώδης συμφωνία όχι μόνο για την ουσία του κράτους του Ισραήλ, που είναι να παραχωρεί ειδικά προνόμια στους Εβραίους, αλλά και ότι το κράτος έχει την απόλυτη εξουσία να καθορίζει ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί να θεωρείται Εβραίος.

Οι ριζοσπάστες Αριστεροί που είναι αλληλέγγυοι με τους Παλαιστίνιους, οι υπερασπιστές των φιλελεύθερων αξιών, οι φεμινίστριες, αυτοί που δεν τηρούν την εβραϊκή νηστεία, το Κοσέρ ή οι ΛΟΑΤΚΙ πολίτες, θεωρούνται όλοι εμπόδια στην πληρέστερη υλοποίηση της εβραϊκής υπεροχής μεταξύ ποταμού και θάλασσας.

Μπενιαμίν Νετανιάχου/Wikimedia Commons

Μια ατζέντα πολιτικής κυριαρχίας

Αυτή η ομάδα προσέγγισε τις πρώτες εκλογές του 2019 με πλήρη αυτοπεποίθηση ότι είναι η πλειοψηφία. Δημογραφικά, αυτό ακούγεται λογικό: οι Χαρεντίμ, οι εθνικοθρησκευτικοί και οι μασόρτι Μισραχίτες Mizrahim θα έπρεπε να είχαν αρκετές ψήφους για να εξασφαλίσουν 61 έδρες στην Κνεσέτ.

Αλλά κατά τη διάρκεια τεσσάρων προεκλογικών εκστρατειών, η Δεξιά απέτυχε να επιτύχει αυτή την πλειοψηφία, ενώ οι Παλαιστίνιοι πολίτες, μια ομάδα που μέχρι τότε ήταν πολιτικά περιθωριοποιημένη, άρχισαν να σχηματίζουν συμμαχίες με κεντροαριστερά εβραϊκά κόμματα, με το ισλαμικό κόμμα Ραάαμ να συμμετέχει ακόμη και στην “κυβέρνηση της αλλαγής”.

Ο Σμότριτς αντιλήφθηκε αυτόν τον κίνδυνο σε πραγματικό χρόνο. Αν οι Άραβες μπουν στο πολιτικό παιχνίδι ως πραγματικοί διεκδικητές, όπως έγραψε σε μια ανάρτηση στο Facebook πριν από δύο χρόνια, η Δεξιά θα παραμείνει για πάντα μειοψηφία.

Αυτό είναι, ουσιαστικά, αυτό που κρύβεται πίσω από την επιθυμία του σημερινού συνασπισμού για εκδίκηση και πίσω από τη μεταρρύθμιση του Λεβίν: μια προσπάθεια να εγγυηθεί ότι αυτό που συνέβη στους τέσσερις τελευταίους εκλογικούς κύκλους, από το 2019 έως το 2022, δεν θα ξανασυμβεί.

Να εγγυηθεί, δηλαδή, τη δεξιά κυριαρχία και να επιτρέψει στη Δεξιά να εφαρμόσει την ατζέντα της: ξεκινώντας με την εγκαθίδρυση πλήρους απαρτχάιντ στη Δυτική Όχθη, εκδιώκοντας στη συνέχεια τα αραβικά κόμματα από την Κνέσετ στην πορεία και, τέλος συντρίβοντας εντελώς την κοσμική-φιλελεύθερη εξουσία στην εβραϊκή ισραηλινή κοινωνία.

Όλα αυτά θα είναι δυνατά μόνο αν το Ανώτατο Δικαστήριο ακρωτηριαστεί. Με άλλα λόγια, ο δεξιός συνασπισμός αποφάσισε να αναμετρήσει επίσημα το “εβραϊκό” με το “δημοκρατικό”, με το “εβραϊκό” να βγαίνει πρώτο.

Αν το κράτος τύχει να είναι δημοκρατικό, τότε εντάξει, αλλά σίγουρα αυτό δεν είναι κι απαραίτητο.

Οι ελίτ της ισραηλινής κοινωνίας αντιδρούν

Αυτό είναι που γέννησε τον φόβο μεταξύ πολλών Εβραίων Ισραηλινών. Αυτό είναι που γέννησε το σύνθημα “δημοκρατία” και το έκανε να βρεθεί στο επίκεντρο των διαδηλώσεων. Η ιδέα της “δημοκρατίας” είναι αρκετά ασαφής.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος εκφράζει τη θέση όσων αντιτίθενται στο πραξικόπημα επειδή δίνει στο “κράτος” -δηλαδή στον σημερινό συνασπισμό- υπερβολικά μεγάλη εξουσία εις βάρος των κυρίαρχων ελίτ του Ισραήλ.

Αυτό το συναίσθημα ήταν και παραμένει πολύ ισχυρό στις διαδηλώσεις. Η αποφασιστικότητα τόσο της αρχιδικαστή Έσθερ Χαγιούτ όσο και της γενικής εισαγγελέως Γκάλι Μπαχαράβ-Μιάρα να αντιταχθούν στις μεταρρυθμίσεις έχει τις ρίζες της σε αυτό το συναίσθημα, όπως και η συμμετοχή του τομέα της υψηλής τεχνολογίας στις διαδηλώσεις και η προειδοποίηση των οικονομικών ελίτ για το πώς το πραξικόπημα θα διαλύσει την ισραηλινή οικονομία.

Η διαμαρτυρία των εφέδρων έχει προφανώς τις ρίζες της επίσης σε αυτό. Η σπίθα που πυροδότησε την έντονη και αυθόρμητη διαμαρτυρία το βράδυ της Κυριακής ήταν η απόλυση από τον Νετανιάχου του υπουργού Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ για την αφοσίωσή του στη στρατιωτική ελίτ που αντιτίθεται πλήρως στη μεταρρύθμιση, και ο οποίος κατηγορήθηκε ότι προστάτευε χιλιάδες – πιλότους και άλλους – που δήλωσαν ότι “αρνούνται να υπηρετήσουν κάτω από μια δικτατορία”.

Αλλά η διαμαρτυρία έχει δημιουργήσει τη δική της δυναμική. Μεγάλωσε και εξαπλώθηκε με μια ταχύτητα που κανείς δεν είχε προβλέψει, δημιουργώντας μια αίσθηση προοπτικών για ένα κοινό που αισθανόταν πολιτικά άσχετο για χρόνια και είχε ένα αίσθημα “εσωτερικής εξορίας”, όπως είπε ο συγγραφέας Ντέιβιντ Γκρόσμαν σε μια ομιλία του σε μια από τις πρώτες διαδηλώσεις.

Μαθήματα πολιτειότητας

Επιπλέον, η διαμαρτυρία λειτούργησε ως ένα τεράστιο μάθημα ενεργού πολιτειότητας για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Στις καφετέριες και στους δρόμους, οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν για την “τυραννία της πλειοψηφίας” και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Οι διαμαρτυρίες οδήγησαν επίσης πολλούς στο συμπέρασμα ότι η δίκη του Νετανιάχου για διαφθορά δεν είναι το μόνο ζήτημα, αλλά ότι πρέπει να αντιταχθούν στη Δεξιά, η οποία θεωρεί την ισότητα επικίνδυνη και ανατρεπτική. Δεν είναι τυχαίο ότι το πιο δημοφιλές σύνθημα των διαδηλωτών που κατέλαβαν τον αυτοκινητόδρομο Αγιαλόν αυτή την εβδομάδα ήταν “Χωρίς ισότητα, θα μπλοκάρουμε τον Αγιαλόν! Τα βάλατε τη λάθος γενιά!”

Η εξέλιξη αυτή κατέστησε σαφές ότι οι διαδηλώσεις, τις τελευταίες εβδομάδες, δεν αφορούσαν μόνο τη δικαστική αναθεώρηση, την οποία ο Νετανιάχου “πάγωσε” τη Δευτέρα. Μεγάλα τμήματα του κινήματος διαμαρτυρίας κοιτάζουν πέρα από την αναμόρφωση.

Πολλοί από τους διαδηλωτές ζητούν τώρα ένα Σύνταγμα και την ψήφιση ενός βασικού νόμου που θα προστατεύει τα πολιτικά δικαιώματα. Το όραμα αυτό παρουσιάζεται με μεγαλύτερη συνοχή σε μια συνταγματική πρόταση που δημοσίευσε ο πρόεδρος Ισαάκ Χέρτζογκ, η οποία περιλαμβάνει το αίτημα «να κατοχυρωθεί στον “Βασικό Νόμο: Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια και Ελευθερία”, το δικαίωμα της ισότητας, η απαγόρευση των διακρίσεων και οι ελευθερίες της έκφρασης, της γνώμης, της διαμαρτυρίας και της συνάθροισης». Πρόκειται για μια κίνηση στην οποία το Ισραήλ δεν έχει ποτέ προβεί λόγω της δέσμευσής του στην εβραϊκή υπεροχή και του φόβου που αισθάνονται οι Χαρεντίμ ότι η ισότητα θα υπονόμευε τη μοναδική τους θέση στην ισραηλινή πολιτική ζωή.

Η Σίκμα Μπρέσλερ, μια από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της διαμαρτυρίας, έχει εκφράσει ένα παρόμοιο όραμα για τη διαμαρτυρία και τις δυνατότητές της. «Υπάρχει ένα δημοκρατικό στρατόπεδο, το οποίο πιστεύει στην ελευθερία και τα πολιτικά δικαιώματα και υποστηρίζει την ισότητα», δήλωσε σε συνέντευξή της στη Haaretz πριν από δύο εβδομάδες. «Απέναντί του υπάρχει το άλλο στρατόπεδο, το οποίο υποστηρίζει μια αντίληψη της δικής του απόλυτης υπεροχής έναντι των άλλων: αυτό το στρατόπεδο και οι οπαδοί του εναντίον όλων των υπολοίπων. Η εβραϊκή υπεροχή, αν θέλετε. Αυτός είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των στρατοπέδων, και κάθε άλλος διαχωρισμός είναι ανοησία».

Δηλαδή, η Μπρέσλερ, η οποία σύμφωνα με τη δική της περιγραφή δεν είναι Αριστερή, περιγράφει την “εβραϊκή υπεροχή” –η οποία μέχρι πρόσφατα ετίθετο ως πρόβλημα μόνο από τη ριζοσπαστική αριστερά– ως εχθρό της.

Η επόμενη μέρα

Ο Νετανιάχου, εν τω μεταξύ, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, υποσχόμενος ότι το πραξικόπημα είναι “σε αναμονή” και ότι θα επανεκκινήσει μετά την Ημέρα της Ανεξαρτησίας στις 25 Απριλίου.

Η πιθανότητα να μπορέσει ο πρωθυπουργός να συνεχίσει το πραξικόπημα δεν είναι πολύ μεγάλη και είναι σαφές ότι στην πρώτη μάχη μεταξύ της ακροδεξιάς κυβέρνησης και της διαμαρτυρίας των πολιτών, η διαμαρτυρία κατάφερε μια συντριπτική νίκη.

Αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα συμβεί τη στιγμή αμέσως μετά την επίτευξη της νίκης και την οριστική κατάρρευση του δικαστικού πραξικοπήματος. Ή, ίσως ακριβέστερα, αν η νίκη είναι η απλή εξάλειψη της μεταρρύθμισης του Λεβίν ή κάτι πολύ μεγαλύτερο.

Μια πιθανότητα είναι ότι όλα θα επιστρέψουν εκεί από όπου ξεκίνησαν: οι πιλότοι θα επιστρέψουν στους βομβαρδισμούς της Γάζας, οι οικονομικά προνομιούχοι θα αναλάβουν εκ νέου τις θέσεις τους στη νεοφιλελεύθερη τάξη, και το Ανώτατο Δικαστήριο θα συνεχίσει να μην εκπροσωπεί τον πληθυσμό του Ισραήλ: Παλαιστίνιους, Μιζραχίτες, Αιθίοπες και άλλους.

Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα, ίσως μια ελπίδα, ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που ξεχύθηκαν στους δρόμους έμαθαν μια νέα γλώσσα. Ίσως να μην είναι έτοιμοι να επιστρέψουν στο status quo της 3ης Ιανουαρίου 2023, την ημέρα πριν ο Λεβίν ανακοίνωσε τη μεταρρύθμιση. Κατά τη διάρκεια τριών μηνών φώναζαν “δημοκρατία ή εξέγερση”, και δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένοι να σταματήσουν απλώς και μόνο επειδή ο Νετανιάχου ψάχνει για περισσότερους λαγούς για να βγάλει από το μίσος του. Μπορεί κάλλιστα να ενταχθούν στο εγχείρημα της δημιουργίας μιας πραγματικής “δημοκρατίας”, να γίνουν πραγματικοί φορείς εκδημοκρατισμού.

Τα αιτήματα για ένα Σύνταγμα ή ουσιαστικούς βασικούς νόμους μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την αλλαγή.

Είναι δύσκολο να δούμε έναν ηγέτη της κεντροαριστεράς να επιστρέφει στην εξουσία και να αγνοεί τα αιτήματα για ισότητα και πολιτικά δικαιώματα που περιλαμβάνονται στην πρόταση του Χέρτζογκ, μεταξύ άλλων.

Η απουσία του Παλαιστινιακού

Πρέπει να ειπωθεί ανοιχτά και ειλικρινά. Αυτός ο αγώνας για τη “δημοκρατία” δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με την κατοχή ή την καταπιεστική κυριαρχία επί των Παλαιστινίων.

Λέω “σχεδόν καθόλου”, γιατί όποιος συμμετείχε στο αντι-κατοχικό μπλοκ στις διαδηλώσεις στο Kaplan ή αλλού, είδε αυτή τη δυναμική να αλλάζει κατά τη διάρκεια των εβδομάδων.

Όταν ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις, υπήρξε εχθρότητα ακόμη και βία εναντίον όσων κρατούσαν παλαιστινιακές σημαίες. Αλλά στην πορεία, οι αντιδράσεις από τους διαδηλωτές που δεν επικεντρώνονταν στο απαρτχάιντ έγινε πολύ πιο δεκτική, ακόμη και με εκφράσεις συμπάθειας.

Το πογκρόμ στην Huwara και οι τερατώδεις δηλώσεις του Σμόριτς που καλούσε για τον αφανισμό του παλαιστινιακού χωριού, δημιούργησαν μια άμεση σύνδεση των εποίκων της Δυτικής Όχθης με τους υπεύθυνους για το πραξικόπημα. Ορισμένοι έφεδροι παρουσίασαν ακόμη και τη Huwara ως λόγο για την αντίδρασή τους. Η μετατροπή της άρνησης σε νόμιμο πολιτικό εργαλείο μπορεί επίσης να σηματοδοτήσει μια αλλαγή στον αγώνα ενάντια στην κατοχή.

Όποιος προσπαθεί να μετατρέψει το Ισραήλ σε “δημοκρατικό” αντί για “εβραϊκό”, όποιος προσπαθεί να συντάξει ένα Σύνταγμα ή να κατοχυρώσει την ισότητα στους βασικούς νόμους, σύντομα θα πέσει πάνω στον τεράστιο ελέφαντα στο δωμάτιο: τα δικαιώματα και τα προνόμια που απολαμβάνουν μόνο οι Εβραίοι και το καθεστώς κατοχής και απαρτχάιντ έναντι των Παλαιστινίων.

Απέχουμε ακόμη πολύ από την πραγμάτωση της πλήρους δημοκρατίας. Αλλά αυτές τις μέρες, θα πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας λίγη αισιοδοξία.

Η ρατσιστική Δεξιά, μέσα στην αλαζονεία της, κινητοποίησε δυνάμεις της αντιπολίτευσης που κανείς –ακόμη και το Κέντρο και η Αριστερά– δεν ήξερε ότι υπήρχαν.

Η αποτυχία της Δεξιάς άνοιξε τη δυνατότητα ότι αυτή η αντιπολίτευση θα απαιτήσει μια θεμελιώδη αλλαγή, μια αλλαγή που το Ισραήλ δεν έχει δει από το 1948.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο +972 και στο Local Call.