Κρίσιμες αναμένονται οι συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός στη Συρία που ξεκίνησαν σήμερα, μετά την ολοκλήρωση των προπαρασκευαστικών εργασιών, στην πόλη Αστάνα, πρωτεύουσα του Καζακστάν.
του Βίκτωρα Χρηστίδη
Σε πρώτο επίπεδο, δεν αναμένεται κάποια θεαματική ανάληψη πρωτοβουλιών για την ουσιαστική κατάπαυση του πυρός, η οποία, ουσιαστικά, θα κριθεί στις ευαίσθητες ζώνες το επόμενο διάστημα. Ιδιαιτέρως σημαντική όμως είναι η παρουσία της συριακής αντιπολίτευσης στις διαπραγματεύσεις ακόμα και αν η τοποθέτηση των εκπροσώπων της θα αφορά μόνο ζητήματα κατάπαυσης του πυρός σύμφωνα με τα όσα έχουν συμφωνηθεί μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας και Ιράν και όχι περαιτέρω διαπραγματεύσεις για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Επίσης, δεν αναμένεται, με βάση τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, να υπάρξουν απευθείας συνομιλίες εκπροσώπων της συριακής αντιπολίτευσης με εκπροσώπους της συριακής κυβέρνησης.
Η Διάσκεψη της Αστάνας δημιουργεί πολλαπλά ερωτήματα ως προς το μέλλον του συριακού εμφυλίου. Το πρώτο αφορά τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης ενός ουσιαστικού πλαισίου διαλόγου των εμπλεκομένων, το οποίο καλείται να είναι λειτουργικό και να λαμβάνει υπόψη του τις μέχρι τώρα στάσεις περιφερειακών δυνάμεων στην περιοχή, όπως για παράδειγμα της Τουρκίας, του Ιράν και φυσικά της Ρωσίας.
Αποτελεί σίγουρα σημαντικό ζήτημα η στάση που θα κρατήσουν οι ΗΠΑ μετά και την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων της διοίκησης του Ντ. Τραμπ. Η Ουάσιγκτον δεν έλαβε ενεργό μέρος στις συνομιλίες των προηγούμενων εβδομάδων και θα εκπροσωπηθεί σε επίπεδο πρεσβευτή. Ο υφυπουργός Εξωτερικών του Καζακστάν Ρομάν Βασιλένκο, σε ερώτηση για την απουσία αποστολής των ΗΠΑ, εκτός δηλαδή του πρέσβη, απάντησε:«δεν πιστεύω ότι αυτό το γεγονός προδιαγράφει κάποιο αρνητικό επακόλουθο», ενώ υπενθύμισε ότι ήδη από τις αρχές Ιανουαρίου ο Τζον Κέρι είχε εκφράσει την στήριξή του στις συνομιλίες στην Αστάνα.
Πολλοί αναλυτές έσπευσαν να υπογραμμίσουν τη στρατηγική σημασία των ενεργειών της Μόσχας στην περιοχή και να σημειώσουν ότι πρέπει να αναμένουμε τις πρώτες κινήσεις του επιτελείου Τραμπ σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, καθώς και το πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας σε αυτή τη «νέα» εποχή.
Για το μέλλον της Συρίας πάντως, καθοριστικοί αναμένεται να είναι και άλλοι γεωπολιτικοί παράγοντες. Αρχικά, οι κινήσεις της Ουάσιγκτον αναφορικά με το Ισραήλ, οι οποίες θα έχουν αναμφισβήτητα επιπτώσεις στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, και ίσως μεγαλύτερης σημασίας, είναι ο παράγοντας Ιράν. Ακόμα, το κλίμα μεταξύ Πούτιν και Τραμπ, για το οποίο θα έχουμε σύντομα μια πρώτη εικόνα και το οποίο αναμένεται να δοκιμαστεί εξαιτίας των πολυμέτωπων προστριβών μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων.
Σίγουρα είναι θετική η απόπειρα εύρεσης ενός πεδίου διαλόγου των εμπλεκόμενων μερών στη Συριακή κρίση, ειδικά των εκπροσώπων των γηγενών πληθυσμών και των πολιτικών ομάδων πλην των χαρακτηριζομένων τρομοκρατικών. Το ερώτημα είναι όχι μόνο ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των συνομιλιών, αλλά η βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη τήρηση των συμφωνηθέντων, καθώς πολλές συμφωνίες υπογράφονται με μοναδικό στόχο το blame game σε περίπτωσης καταπάτησης των όρων.
Αν και οι ΗΠΑ εκπροσωπούνται σε επίπεδο πρεσβευτή δεν θα πρέπει να αγνοείται ο ρόλος και η δυναμική της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Το Κρεμλίνο που πρωτοστατεί στις διαπραγματεύσεις για την κρίση στην Συρία θα επιδιώξει τη διατήρηση του κομβικού του ρόλου μετά και την στρατιωτική του εμπλοκή, όμως δεν είναι δεδομένες η βούληση και η δυνατότητά του να φέρει τις ΗΠΑ προ τετελεσμένων.