Η μπελ χουκς, μια από τις πιο επιδραστικές μορφές της σύγχρονης κριτικής θεωρίας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 69 χρονών, την Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου. Το έργο της προσέφερε ριζοσπαστικές αναλύσεις στα ζητήματα του φεμινισμού, των φυλετικών διακρίσεων, των ταξικών και πολιτισμικών ανισοτήτων, της διατομεακότητας αλλά και της αγάπης. Η αιχμηρή φωνή της για τις διαφορετικές μορφές καταπίεσης ήταν συνυφασμένη στο έργο και τη ζωή της με μια βαθιά ενσυναίσθηση.
Της Βασιάννας Κωνσταντοπούλου
To βαπτιστικό της όνομα ήταν Γκλόρια Τζιν Γουότκινς, όμως η ίδια διάλεξε για τον εαυτό της το όνομα της πρoγιαγιάς της, bell hooks, γράφοντάς το με πεζούς χαρακτήρες. Γεννήθηκε το 1952, σε μια μικρή πόλη του Κεντάκι, μέσα στην «κουλτούρα του φόβου που δημιουργούσε το φυλετικό απαρτχάιντ», όπως είχε πει η ίδια.
Kατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της, στο Πανεπιστήμιο Ουισκόνσιν-Μάντισον, άρχισε να γράφει το βιβλίο “Ain’t I Α Woman: Black Women and Feminism” [1]. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1981 και αποτέλεσε ορόσημο για την αναγνώριση της συμβολής των μαύρων γυναικών στον φεμινισμό αλλά και για τη φεμινιστική σκέψη γενικότερα.
H χουκς έθετε σε αυτό βιβλίο το ζήτημα της ορατότητας των μαύρων γυναικών, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για ένα από τα πιο καταπιεσμένα και παραγνωρισμένα τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας. Ανέδειξε τους αγώνες αυτών των γυναικών για δικαιώματα και υπογράμμισε ότι η συμβολή τους περιθωριοποιήθηκε στο εσωτερικό τόσο του κυρίαρχου φεμινισμού, όσο και του κινήματος για την φυλετική ισότητα.
Συμβάλλοντας στη συγκρότηση μιας νέας παράδοσης στο πεδίο του φεμινισμού [2] –που αργότερα εντάχθηκε κάτω από την ομπρέλα του όρου διατομεακότητα– η χουκς διεκδικούσε τη συμπερίληψη των εμπειριών και της φωνής κάθε ομάδας που υφίσταται διακρίσεις στο όνομα του φύλου, της φυλής, της σεξουαλικότητας ή άλλων ταυτοτικών χαρακτηριστικών.
Στο έργο και τη δράση της, η χουκς ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη δημιουργία δεσμών κοινότητας και συμμαχιών μεταξύ των ανθρώπων, με στόχο την άρση διαφορετικών μορφών καταπίεσης.
Με το βιβλίο της “Feminism is for everybody” (2015), επιχειρηματολόγησε ότι ο φεμινισμός απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, που επιθυμούν να αντιπαρατεθούν στο σύστημα του σεξισμού.
Είχε ασκήσει κριτική στον τρόπο με τον οποίο προοδευτικοί ακαδημαϊκοί ή πολιτικοί λόγοι αναπαράγουν την ψευδαίσθηση περί «ετερότητας» ομάδων και ατόμων. Θα πρέπει η ίδια η φωνή αυτών των ανθρώπων να ακούγεται, να μπορούν να πουν τη δική τους ιστορία, με τον δικό τους τρόπο, και όχι αυτή να μεταγράφεται μέσα από τις αφηγήσεις άλλων, υποστήριζε η ίδια [3].
Ιδιαίτερη θέση στα γραπτά της είχαν τα συναισθήματα, η χαρά, ο πόνος, η συμφιλίωση, επιδιώκοντας με το έργο της να προσφέρει ένα τρόπο επούλωσης των τραυμάτων που έχει σηματοδοτήσει για τους ανθρώπους η εμπειρία της περιθωριοποίησης.
Ένα από τα θέματα που η ίδια θεωρούσε κορυφαίο ήταν και αυτό της αγάπης, την οποία νοηματοδοτούσε ως μια ριζοσπαστική πράξη.
«Πιστεύω ειλικρινά ότι η αγάπη ως πολιτική δύναμη μετασχηματισμού στην κοινωνία μας μπορεί να αλλάξει τον κόσμο», είχε πει σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό Ms.
Αυτή η αντίληψή της για τη ριζοσπαστικότητα της αγάπης ήταν συνυφασμένη και με το πώς η ίδια αντιμετώπιζε το ζήτημα του φεμινισμού: ως έναν τρόπο αυτοεκτίμησης και σύνδεσης με τις/ους άλλους/ες στη βάση του αλληλοσεβασμού και της αυτοδιάθεσης. Ένα όραμα βαθύτατα πολιτικό.
Σημειώσεις
[1] Ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της χουκς εμπνεόταν από τον εμβληματικό λόγο της Σότζερνερ Τρουθ, το 1851, «Δεν είμαι γυναίκα εγώ;» (Ain’t I a Woman?). H Τρουθ είχε αποδράσει από το καθεστώς της δουλείας και αργότερα εκφώνησε τον συγκεκριμένο λόγο στο Συνέδριο για τα Δικαιώματα των Γυναικών, στο Οχάιο.
[2] Πρωτεργάτριες σε αυτήν την παράδοση ήταν και τα μέλη της συλλογικότητας Combahee River Collective. Μια μικρή πολιτική ομάδα μαύρων φεμινιστριών, οι οποίες το 1977, με τη διακήρυξή τους, έφεραν στο προσκήνιο την ανάγκη να αναγνωριστεί ο τρόπος με τον οποίο οι διακρίσεις του φύλου και της φυλής διατέμνονται. Αυτή την προβληματική ονόμασε αργότερα «διατομεακότητα» [intersectionality] η Kimberle Crenshaw.
[3] Βλ. Αnne Byrne (2000), “Researching one an-other”, στο Α. Βyrne, L. Lentin (επιμ.), (Re)Searching Women: Feminist Research Methodologies in the Social Sciences in Ireland, Institute of Public Administration, Δουβλίνο, σ. 145.