Η επίσκεψη του επικεφαλής της Deutsche Bank John Cryan στις ΗΠΑ και η μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην τράπεζα από το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης από το αρχικό ποσό των 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα 5,4 δισ. συγκράτησαν τις πτωτικές τάσεις στις μετοχές της Τράπεζας, καθώς μετά την μεγαλύτερη από το 1983 πτώση κατά 9% , σημειώθηκε άνοδος κατά 6,4%. Η κίνηση αυτή έδωσε αρχικά ένα σημάδι ότι η κρίση εισήλθε σε μια κατάσταση σταθεροποίησης και όχι επιδείνωσης.
Του Βίκτωρα Χρηστίδη
Το πρώτο ζήτημα προς ανάδειξη συνδέεται με το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, όπου ο χειρισμός και οι «απειλές» για τις συνέπειες απέδειξαν ότι δεν έχουν ξεπεραστεί οι εφιάλτες του 2008. Ο αναλυτής της JPMorgan Kian Abouhossein ανέφερε ότι «η ανικανότητα παραγωγής οργανικών κεφαλαίων είναι η ρίζα των προβλημάτων της Deutsche Bank». Εξίσου σημαντική για τον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι η πιθανότητα απόσυρσης κεφαλαίων μεγάλων hedge funds από την τράπεζα, όπως έγινε γνωστό την Πέμπτη (29/09), μια κίνηση που επανέφερε τις μνήμες της πτώσης της Lehman Brothers. Παράλληλα, δεν έλειψαν και τα δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο για τον ρόλο του μεγαλοεπενδυτή George Soros, που του αποδίδουν πολιτική κερδοσκοπίας κατά της Deutsche Bank.
Σε μια προσπάθεια καθησυχασμού των εργαζομένων αλλά και των επενδυτών, ο επικεφαλής της Deutsche Bank –τράπεζας με αποθέματα άνω των 215 δισ. ευρώ και 20 εκατομμύρια πελάτες ανά τον κόσμο– δήλωσε ότι το πρόστιμο καθαυτό δεν θα πρέπει να προκαλεί ανησυχίες. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι, άλλωστε, με τους οποίους η συγκεκριμένη τράπεζα μπορεί να χτίσει ένα «τείχος» προστασίας και να καλύψει τις κεφαλαιακές της ανάγκες. Από την άρνηση (ή και τη νομική διαπραγμάτευση) της καταβολής του ποσού του διακανονισμού μέχρι τη ρευστοποίηση των σημαντικών σε αξία περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, η μόνη ουσιαστική στήριξη στην τράπεζα θα ήταν μια αύξηση κεφαλαίου. Αλλά τότε προκύπτει το ερώτημα του ποιος θα έβαζε το χέρι βαθιά στην τσέπη.
Ποιος θα πληρώσει και αυτή την κρίση;
Θα ήταν διατεθειμένα να παίξουν τον ρόλο αυτό μεγάλα ιδιωτικά επενδυτικά σχήματα; Για αρκετές μέρες πρώτο θέμα στον γερμανικό Τύπο ήταν η πιθανότητα κρατικής στήριξης-διάσωσης (bailout) της τράπεζας, σε περίπτωση που τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία και τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος δεν επαρκούσαν. Τόσο η Α. Μέρκελ όσο και ο Β. Σόιμπλε έχουν «υποσχεθεί» ότι οι φορολογούμενοι δεν πρόκειται να πληρώσουν τα σπασμένα.
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, σε ερώτηση για την Γερμανική Τράπεζα, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου για την ανάληψη της προεδρίας της Ομάδας των Είκοσι (G20), απέφυγε να σχολιάσει, ενώ επανήλθε στη γνωστή κριτική του προς την ΕΚΤ για τη «χαλαρή νομισματική πολιτική».
Δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις από μια κίνηση κρατικής διάσωσης της Deutsche Bank. Mια τέτοια επιλογή θα αποτελούσε το τελειωτικό χτύπημα για τη γερμανίδα Καγκελάριο, το πολιτικό έρεισμα της οποία ήδη έχει πληγεί σοβαρά. Επιπλέον, η πολιτική σκηνή της Γερμανίας διέρχεται μια κρίσιμη περίοδο, καθώς ανοικτά πλέον αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα των παραδοσιακών κυβερνητικών συνασπισμών.
Προκύπτει, όμως, το εύλογο ερώτημα: αν τα ποσοστά του κυβερνητικού συνασπισμού δεν απειλούνταν, η επιλογή της κρατικής διάσωσης, δηλαδή η επιβάρυνση των φορολογουμένων, θα αποτελούσε μια επιλογή υπό εξέταση;
Προκλήσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα
Όσον αφορά τα πιθανά σενάρια για την τράπεζα, στο αμέσως επόμενο διάστημα δεν θα υπάρξει ενδεχομένως κάποιος σοβαρός κίνδυνος, αλλά σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο θα χρειαστούν πιο ριζικές πολιτικές. Ερώτημα βέβαια παραμένει το κατά πόσον υπάρχουν αυτές οι πολιτικές που μπορούν να εισηγηθούν μια αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης, όχι μόνο στο εθνικό επίπεδο της Γερμανίας αλλά και στο σύνολο της Ευρωζώνης. Είναι, επομένως, πιθανόν η συγκεκριμένη κρίση να σηματοδοτήσει την αρχή μιας φθίνουσας πορείας της Deutsche Bank σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το ζήτημα, όπως προαναφέρθηκε, δεν αφορά μόνο μια τράπεζα και τους μετόχους της, αλλά θα πρέπει να εξεταστεί στο ευρύτερο πλαίσιο της οικονομικής ισχύος της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού το εκτόπισμα της DB κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι.
Με αυτή την έννοια, ίσως η διαμάχη γύρω από το μέλλον της τράπεζας να αποτελεί μια αντιπαράθεση που υπερβαίνει το εθνικό και κρατικό επίπεδο και αγγίζει το υπερεθνικό επίπεδο. Άλλωστε, η κύρια πολιτική αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης το 2008 έχει κοινά στοιχεία με την κρίση της DB, ενώ τραπεζικοί αναλυτές άσκησαν κριτική ακόμα και για τη δημοσιοποίηση του ύψους του προστίμου, αφήνοντας αιχμές για τους πραγματικούς στόχους αυτής της κίνησης.
Σε κάθε περίπτωση, για ακόμα μια φορά οι φορείς άσκησης εξουσίας δεν πρωτοτυπούν στην αναζήτηση επιλογών προς το «συμφέρον» των πολιτών-φορολογούμενων. Ο γνωστός μονόδρομος είναι και σε αυτήν την περίπτωση η κύρια τάση.