Διαβάζοντας τα Βερολινέζικα χρονικά 1920 – 1933 του Γιόζεφ Ροτ (Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου Αγρα, 2016)
Του Πάνου Ραμαντάνη
Έχοντας ξενυχτίσει, ταξιδέψει και προβληματιστεί με το «Εμβατήριο του Ραντέτσκυ», την «Ομολογία ενός δολοφόνου – μέσα σε μια νύχτα», το «Hotel Savoy» και την «Κρύπτη των καπουτσίνων», με τον «Βουβό προφήτη» και τον «Ιστό της αράχνης», είναι φυσικό και επόμενο, η είδηση μιας (νέας) μεταφρασμένης έκδοσης γραφής του Γιόζεφ Ροτ να προκαταβάλει (τουλάχιστον) θετικά την σκέψη ως προς το μυθιστορηματικό ύφος και περιεχόμενο της γραφής αυτής.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν έχουμε στα χέρια μας ακόμα μια μυθιστορηματική γραφή του Γιόζεφ Ροτ. Τούτη τη φορά έχουμε στα χέρια μας μια κοινωνικοπολιτική φωτογραφία του μεσοπολεμικού Βερολίνου. Γιατί αυτό είναι τα «Βερολινέζικα χρονικά, 1920 – 1933» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα 2016). Μα καλά, μπορεί να υπάρξει συγγραφέας Ροτ έξω από το πεδίο της λογοτεχνίας; Το ερώτημα φυσικά και είναι ρητορικό. Ο λογοτέχνης Ροτ, σε όποιο πεδίο και να κινήθηκε παρέμεινε, μέχρι το τέλος, πολιτικός συγγραφέας. Άρα θα ήταν αδύνατο να λείπει η λογοτεχνική εικόνα του Ροτ ακόμα και από ένα τετράστηλο μιας δημοσιογραφικής ανταπόκρισης.
Διαβάζοντας τις ανταποκρίσεις του Ροτ, από τις πρώτες κιόλας λέξεις αντιλαμβάνεσαι πως εδώ δεν έχεις να κάνεις απλά με ένα κοινωνικοπολιτικό χωροχρονικό που ξεκινά μετά την ήττα της επανάστασης (1919) και τη δολοφονία της Ρόζας και του Καρλ –ένα χρόνο μετά, περίπου, είναι η έλευση του Ροτ στο Βερολίνο– και τελειώνει με το κάψιμο των βιβλίων από τους Ναζί έξω από το Ράιχσταγκ το 1933. Εδώ έχεις να κάνεις με ένα πολιτισμικό (στην ολότητά του) παζλ λέξεων και νοημάτων που ακτινογραφεί πλήρως την κίνηση μιας κοινωνίας προς τον ναζισμό.
Κείμενα και λέξεις που μεταφέρουν την εικόνα μικρών ή μεγάλων (σημαντικών ή ασήμαντων) πραγμάτων και την εντυπώνουν στην σκέψη ως σκληρή πραγματικότητα. Γραμμένα με τη μορφή των δημοσιογραφικών ανταποκρίσεων, γιατί αυτό είναι άλλωστε, αλλά κρατώντας, παράλληλα, το συναίσθημα και το ύφος μιας ιδιαίτερης (όπως αυτή του Ροτ) λογοτεχνικής γραφής, απεικονίζουν με (ωμό) ρεαλιστικό τρόπο τους βίαιους κοινωνικούς και πολιτικούς παροξυσμούς που (εξ αρχής) απειλούσαν και που τελικά συνέβαλαν (και αυτοί) στο θάνατο της, έτσι κι αλλιώς εύθραυστης από την αρχή, Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Βέβαια, πρέπει να επισημάνουμε ότι παρά το λογοτεχνικό ύφος (που δεν μπορεί να κρυφτεί), ο Ροτ δεν γράφει «λογοτεχνικά χρονικά» και αυτό ο αναγνώστης καλό είναι να το έχει κατά νου. Η ουσία των κειμένων βρίσκεται στην χωροχρονική καταγραφή κοινωνικοπολιτικών καταστάσεων. Η περίοδος, εξάλλου, της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» είναι περίοδος πολιτικών μετασχηματισμών, κοινωνικών συγκρούσεων και πολιτισμικών ανατροπών. Ο ξεπεσμός μιας (άυλης) αστικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την σταδιακή εξάπλωση ακραίων φασιστικών και εθνικιστικών ιδεολογιών, από τα πρώτα χρόνια, κιόλας, της δεκαετίες του 1920, προετοίμαζε την νίκη του NSDAP στις εκλογές του 1933. Και ο Ροτ, μέσα από τα κείμενά του, όχι απλώς το δείχνει αυτό, αλλά αντιλαμβάνεται, και αναδεικνύει, τα βαθύτερα αίτια του ναζιστικοί φαινομένου.
Από την ταπεινωτική ήττα του 1918 και το επαναστατικό κλίμα του 1919, μέχρι τις εσωτερικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 20, από τις ταξικές συγκρούσεις μέχρι την πολυδιάσπαση του εργατικού κινήματος και τελικά τον μαρασμό του, από την (μικρή έστω) πολιτισμική αναγέννηση της επαναστατικής περιόδου μέχρι την παρακμή των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του 20, δημιουργείται ένα μωσαϊκό καταστάσεων που αποκαλύπτεται στον Γιοζεφ Ροτ μέσα από τα «βερολινέζικα χρονικά».
Σ’ αυτό, λοιπόν, το μωσαϊκό εικόνων και λέξεων όπου το μαύρο εναλλάσσεται με το άσπρο και η αθλιότητα με την ηρεμία, ένας κόσμος βγαίνει στο φως. Άνθρωποι ξεχασμένοι και συμπιεσμένοι από τον κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο «αποκτούν» όψη και διάσταση μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Και πάνω σ’ αυτούς, ο Ροτ στήνει το φωτογραφικό του «βερολινέζικο χρονικό», μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι ανταποκρίσεις του: μια πόλη «πνιγμένη» μέσα στην εικόνα των ταξικών και φυλετικών συγκρούσεων, μια πόλη που κινείται πότε με τζαζ ήχους και πότε με «ήχους θανάτου», περιμένει το ναζιστικό θηρίο…