Φώτης Μπενλισόι: Ζούμε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων




“Τα γεγονότα θυμίζουν τη δεκαετία πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο”,  λέει σε συνέντευξή του στο pass-world.gr ο γνωστός εκδότης και ακτιβιστής της Αριστεράς στην Τουρκία Φώτης Μπενλισόι. Παράλληλα, μιλά για τις επιδιώξεις του Ερντογάν μέσω της κατάρριψης του ρωσικού SU-24 και εξηγεί γιατί το ΝΑΤΟ δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του τούρκου Προέδρου. Τέλος, εξηγεί ποια είναι η στάση της Τουρκίας απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος, τη σχέση της με τους Τουρκμένους αλλά και τις πιέσεις που δέχεται το κουρδικό HDP.


Συνέντευξη στους Γιάννη Παπαδόπουλο και Αδάμο Ζαχαριάδη


fotis2

Είμαστε στα πρόθυρα ενός πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας ή έχει στηθεί ένα σκηνικό έντασης, που εξυπηρετεί άλλες επιδιώξεις Τουρκίας και Ρωσίας στην περιοχή;

 Η κατάρριψη ενός ρωσικού πολεμικού αεροπλάνου από μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ είναι σίγουρα ένα κρίσιμο γεγονός –ανάλογο περιστατικό έχει συμβεί το 1952, στον πόλεμο της Κορέας– το οποίο αντικατοπτρίζει πρώτον την ασταθή διεθνή κατάσταση και δεύτερον το πόσο εύφλεκτη είναι η συγκυρία στη Συρία. Γενικά, η κρίση ηγεμονίας στο διεθνές πολιτικό οικοδόμημα χαρακτηρίζεται από τη σχετική και αργή υποχώρηση της παγκόσμιας ηγεμονικής δύναμης, των ΗΠΑ, και άρα από την εντατικοποίηση των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιφάσεων: κάτι που γενικώς αποκαλείται «νέος ψυχρός πόλεμος» και μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ανάλογα γεγονότα που θυμίζουν την αμέσως προηγούμενη δεκαετία από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. Αγκαντίρ). Δηλαδή, σε γεγονότα και εντάσεις –όπως στην Κριμαία– που μας κάνουν να νιώθουμε ότι είμαστε στα πρόθυρα ενός γενικευμένου πολέμου.

Συγκεκριμένα τώρα η κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους είναι άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου δι’ αντιπροσώπων (proxy war) στη Συρία. Όπως είναι γνωστό, η εξέγερση στη χώρα αυτή κατά του αυταρχικού καθεστώτος του Άσαντ, το 2011, μετατράπηκε γρήγορα σε έναν εμφύλιο πόλεμο με σεχταριστικά χαρακτηριστικά, όπου ενεπλάκησαν δυνάμεις περιφερειακές (Τουρκία, Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Ιράν κ.τ.λ.) και παγκόσμιες (ΗΠΑ, Γαλλία, Ρωσία) προς εκπλήρωση των γεωστρατηγικών τους στόχων.

Όπως στον εμφύλιο του Λιβάνου, είμαστε ενώπιον ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων, όπου όλες οι εξωτερικές δυνάμεις εμπλέκονται στον πόλεμο μέσω των ένοπλων δυνάμεων που στηρίζουν ή και εξοπλίζουν.

Άρα μιλάμε για μια εμπόλεμη σύρραξη, που πια δεν έχει να κάνει μόνο με τις εσωτερικές αντιφάσεις της Συρίας, αλλά καθορίζεται όλο και περισσότερο από τις συγκρούσεις και τις περιφερειακές και διεθνείς διενέξεις: ο «μίνι» ψυχρός πόλεμος μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας με το το Ιράν, ο «νέος» ψυχρός πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, η προσπάθεια της Τουρκίας να γίνει μια περιφερειακή δύναμη, ο ανταγωνισμός του Κατάρ με τη Σαουδική Αραβία, οι εσωτερικές τριβές του Λιβάνου και του Ιράκ, η άνοδος του διεθνούς τζιχαντικού κινήματος με τη μορφή του Ισλαμικού Κράτους.

Η άμεση επέμβαση των ρωσικών δυνάμεων στη Συρία προς υποστήριξη του καθεστώτος και προς καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους άλλαξε ραγδαία τους συσχετισμούς στο πεδίο του πολέμου, ειδικά κατά των συμφερόντων της Τουρκίας. Τα ρωσικά αεροσκάφη στοχεύουν κυρίως τις δυνάμεις που έχουν σχέσεις με την Τουρκία είτε είναι τζιχαντικές δυνάμεις, όπως η Νούσρα ή το Αχράρ ελ Σαμ, είτε είναι τουρκμενικές. Η Τουρκία στο αμέσως προηγούμενο διάστημα είχε προσπαθήσει μέσω αυτών των δυνάμεων και ειδικά με τη δημιουργία της στρατιωτικής συμμαχίας Στρατός της Κατάκτησης (Τζέις ελ Φατάχ) να πιέσει το καθεστώς από τον Βορρά (βλ. κατάκτηση της πόλης Ίντλιπ) και να δημιουργήσει μια de facto αυτόνομη ζώνη. Η ρωσική επέμβαση έβαλε φραγμό στο σχέδιο αυτό και περιόρισε την πίεση που υφίσταται το καθεστώς του Άσαντ. Έτσι, οι «εντολοδόχοι» της Τουρκίας στη Συρία βρέθηκαν στην πολύ δύσκολη θέση να πιέζονται στα βορειοδυτικά από τις δυνάμεις Ρωσίας-Άσαντ και στα βορειοανατολικά από τις δυνάμεις των Κούρδων.

Σε αυτή τη συγκυρία, η κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου ήταν μια κίνηση φυγής προς τα εμπρός για την Τουρκία. Ουσιαστικά, η Άγκυρα προσπάθησε έτσι να «προβοκάρει» μια σκληρή αντίδραση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ που θα έβαζε θεωρητικά φραγμό στις κινήσεις της Ρωσίας και θα την έθετε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση.

Επιδιώκοντας μια ανάφλεξη μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, θεώρησε ότι μπορεί να υπάρξει μια έντονη αντίδραση του δυτικού μπλοκ κατά της Ρωσίας. Έτσι οι δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Τουρκία όχι μόνο θα έπαιρναν μια ανάσα αλλά και θα έμπαινε ίσως ξανά στο τραπέζι το σενάριο για μια ζώνη ασφάλειας, που υποστηρίζει εδώ και πολύ καιρό η Τουρκία. Η στάση, όμως, των ΗΠΑ και γενικότερα του ΝΑΤΟ δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες της ηγεσίας του Ερντογάν. Σε μια περίοδο όπου η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους οδηγεί τις ΗΠΑ –και τη Γαλλία και γενικότερα την ΕΕ– σε προσπάθειες διευθέτησης του Συριακού με ευρύτερες συναινέσεις με τη Ρωσία αλλά και με το Ιράν (βλ. τις πρόσφατες διεθνείς συνομιλίες στη Βιέννη) δεν προέκυψε μια σκληρή αντίδραση κατά της Ρωσίας, που θα ευνοούσε τις θέσεις της Τουρκίας.

Γιατί η τύχη του Άσαντ είναι τόσο σημαντική για την Τουρκία; Έχουν βάση οι κατηγορίες της Ρωσίας για υπόγειες σχέσεις της Άγκυρας με το Ισλαμικό Κράτος;

Η τουρκική κυβέρνηση έχει γενικά δύο προτεραιότητες στη Συρία. Η πρώτη είναι η κατάρρευση του καθεστώτος και η δεύτερη να εμποδίσει τους Κούρδους της Συρίας να αποκτήσουν ένα στάτους παρόμοιο με αυτό του Βόρειου Ιράκ (Νότιο Κουρδιστάν). Ο Ερντογάν προσπάθησε να κεφαλαιοποιήσει τις αραβικές εξεγέρσεις γιατί πίστευε ότι από τη Λιβύη και την Αίγυπτο μέχρι τη Συρία, οι εξεγέρσεις θα είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν κυβερνήσεις συγγενικές με την κυβέρνησή του.

Για αυτόν τον λόγο, πρόβαλλε σε όλες αυτές τις χώρες τα τμήματα των Αδελφών Μουσουλμάνων (Ιχβάν), με τα οποία το κόμμα του είχε ιδεολογικοπολιτικές συγγένειες. Έτσι, η Τουρκία θα βρισκόταν σε θέση να καθορίζει τις εξελίξεις στην περιοχή, ειδικά σε μια συγκυρία απεμπλοκής της ηγεσίας Ομπάμα από τη Μέση Ανατολή. Βέβαια, αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας να αναλάβει τον ρόλο μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης, να πάρει δηλαδή μια καλύτερη θέση σε αυτό που αποκαλούμε «ιμπεριαλιστική αλυσίδα», έχει να κάνει και με τις δυναμικές του τουρκικού καπιταλισμού και ειδικότερα με την ανάδειξη τμημάτων της τουρκικής αστικής τάξης που έχουν στενές σχέσεις με τη Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα στη Συρία, ο Ερντογάν και ο Νταβούτογλου πίστεψαν από πολύ νωρίς ότι η κάθοδος του Άσαντ θα ήταν σχετικά γρήγορη και εύκολη. Έτσι, πόνταραν στον πόλεμο και με την πάροδο του χρόνου, η εμπλοκή της Τουρκίας έγινε όλο και μεγαλύτερη, σε βαθμό που μια αλλαγή πλεύσης ήταν πολύ δύσκολη.

Σε σχέση με το θέμα των υπόγειων σχέσεων με το Ισλαμικό Κράτος, έχει γίνει ήδη πολύς λόγος για την «πακιστανοποίηση» της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει γίνει ένα πεδίο εφοδιασμού και στρατολόγησης ένοπλων δυνάμεων που δρουν στη Συρία. Το Ισλαμικό Κράτος είναι μία από αυτές. Στον διεθνή Τύπο έχουν προβληθεί πολλές πληροφορίες για το πώς μέλη του Ισλαμικού Κράτους χρησιμοποιούν την Τουρκία ως χώρο ανεφοδιασμού, στρατολόγησης και οικονομικών σχέσεων – για παράδειγμα για τη διακίνηση πετρελαίου. Το τελευταίο διάστημα, η Ρωσία έχει ξεκινήσει μια σημαντική διεθνή καμπάνια προς στοχοποίηση αυτών των σχέσεων. Εδώ, όμως, επιβάλλεται μια διευκρίνιση. Είναι γεγονός ότι όσο το Ισλαμικό Κράτος επιτίθετο στους Κούρδους της Συρίας ή πίεζε την κεντρική κυβέρνηση στο Ιράκ, η Τουρκία σίγουρα το βοηθούσε ή απλά έκλεινε το μάτι στις δραστηριότητες του. Η Τουρκία είδε, δηλαδή, στο πρόσωπο του Ισλαμικού Κράτους μια δύναμη που θα επηρέαζε τους συσχετισμούς προς όφελος της. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το Ισλαμικό Κράτος είναι το βασικό χαρτί στο οποίο ποντάρει η Τουρκία. Όπως ανάφερα και προηγουμένως, οι βασικές ένοπλες και πολιτικές δυνάμεις που στηρίζει η Τουρκία στη Συρία είναι διαφορετικές από το Ισλαμικό Κράτος και μερικές φορές έχουν συγκρουστεί με αυτό.

Επομένως, η σχέση της Τουρκίας με το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι στρατηγική αλλά περισσότερο τακτική. Είναι μια ιδιόμορφη σχέση που συμπεριλαμβάνει και αλληλοβοήθεια αλλά και σύγκρουση.

 Ποια ακριβώς είναι η σχέση της τουρκικής κυβέρνησης με τους Τουρκμένους και γιατί δίνει τόση έμφαση στην προστασία τους;

 Η σχέση της Τουρκίας με τους Τουρκμένους είναι τελείως κυνική. Η Άγκυρα τούς βλέπει απλώς ως ένα χαρτί, ένα διπλωματικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα στο παιχνίδι επιρροής στη Συρία.

Για παράδειγμα, η Τουρκία δεν είχε αντιδράσει τόσο έντονα στις επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους κατά των Σιιτών Τουρκμένων στο Ιράκ. Επίσης, οι Τουρκμένοι βοηθούν την κυβέρνηση να παίξει το χαρτί των «αλύτρωτων Τούρκων», που πάντα έχει απήχηση στην εσωτερική αγορά. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, το εθνικιστικό παραλήρημα που δημιουργήθηκε για τους Τουρκμένους αποτελεί ένα τέλειο κάλυμμα της επικίνδυνης αν μη τι άλλο πολιτικής της κυβέρνησης στο θέμα της Συρίας. Έτσι, η κυβέρνηση του Νταβούτογλου κατάφερε άνετα να δικαιολογήσει τη σύλληψη δημοσιογράφων που δημοσίευσαν φωτογραφίες με τα φορτηγά που μετέφεραν όπλα στη Συρία, λέγοντας ότι αυτά πήγαιναν στους καταδιωκόμενους «αλύτρωτους αδερφούς».

Ποιες προτεραιότητες θέτει η Τουρκία στο Συριακό, καθώς διαφαίνεται μια προσέγγιση Ρωσίας και δυτικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση του ISIS;

 Όπως ανέφερα και παραπάνω, μια βασική προτεραιότητα που θέτει η Τουρκία είναι το θέμα των Κούρδων. Η Άγκυρα φοβάται την επανάληψη του τραύματος του Βόρειου Ιράκ. Πόσω μάλλον που στη Συρία βασικός εκφραστής των κουρδικών δικαιωμάτων προς αυτονομία είναι το αδελφό κόμμα του ΡΚΚ, το PYD. Για αυτόν τον λόγο, η Τουρκία προσπάθησε σχεδόν από την αρχή να απομονώσει διπλωματικά το PYD, έτσι ώστε να μην αποκτήσουν οι αυτόνομες περιφέρειες (καντόν) της Ροζάβα διεθνές στάτους. Και βέβαια έκλεισε τα μάτια ή δεν δίστασε να βοηθήσει υπόγεια τις επιθέσεις κατά των Κούρδων, με τελευταίο παράδειγμα την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους στο Κομπάνε.

Όμως, η ανάδυση των Κούρδων σε βασική ένοπλη ομάδα που πολεμά κατά του Ισλαμικού Κράτους και η υποστήριξη που έχουν πια από τις ΗΠΑ –και πολύ πιθανόν από τη Ρωσία– έφερε σύντομα την τουρκική διπλωματία σε μεγάλο αδιέξοδο.

Η συμφωνία με τις ΗΠΑ να ανοίξουν οι τουρκικές βάσεις για τους βομβαρδισμούς κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ ήταν και πάλι μια προσπάθεια της Τουρκίας να περιορίσει την ελευθερία κίνησης των Κούρδων. Όμως, η δημιουργία μια συμπαγούς κουρδικής ζώνης στα σύνορα της Τουρκίας φαίνεται να είναι μη ανατρέψιμη. Πόσω μάλλον τώρα που η Ρωσία είναι πλέον διατεθειμένη να βοηθήσει και στρατιωτικά του Κούρδους να καταλάβουν περιοχές από το Ισλαμικό Κράτος, δυτικά του Ευφρατίου (Τζεράμπλους). Το γεγονός αυτό θα σημάνει ότι θα ενωθούν και οι τρεις αυτόνομες περιοχές των Κούρδων γεωγραφικά.

Έτσι, η Τουρκία βρίσκεται να συγκρούεται με τη βασική δύναμη που πολεμά κατά του Ισλαμικού Κράτους εντός της Συρίας. Είναι μια θέση που η Άγκυρα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να υποστηρίξει στον διεθνή χώρο, καθώς οι Κούρδοι χαίρουν όλο και μεγαλύτερης διπλωματικής αναγνώρισης.

Έχουν περάσει μόλις λίγες βδομάδες από τον εκλογικό θρίαμβο του Ερντογάν. Πώς έχει υποδεχτεί η τουρκική κοινωνία τα τελευταία γεγονότα;

Ο Ερντογάν, όπως είναι γνωστό, βγήκε νικητής από τις εκλογές, πατώντας σε μια καμπάνια που είχε στο επίκεντρο έναν επιθετικό εθνικισμό. Η επανέναρξη των συγκρούσεων στο τουρκικό Κουρδιστάν και η εμπόλεμη ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε τον βοήθησε τελικά να κεφαλαιοποιήσει τα εθνικιστικά «αντιτρομοκρατικά» αντανακλαστικά ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, που έχει γαλουχηθεί με έναν αντικουρδικό λόγο, εδώ και 30 χρόνια.

Έτσι, κατάφερε να λεηλατήσει τη βάση του ακροδεξιού κόμματος ΜΗΡ και να ενώσει σχεδόν όλη τη δεξιά στους κόλπους του ΑΚΡ. Το κλίμα αυτό τονώθηκε με το περιστατικό του ρωσικού αεροπλάνου. Όλο το λεξιλόγιο του παμπάλαιου και παραδοσιακού αντιρωσικού σοβινισμού ήρθε ξαφνικά στο προσκήνιο. Επίσης, η κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου προβλήθηκε ως μια ακόμη ένδειξη της ισχύος της «μεγάλης Τουρκίας» του Ερντογάν. Οπότε ο Ερντογάν, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, δεν αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα στα εσωτερικά.

Ποιος είναι ο ρόλος του κουρδικού κόμματος HDP στις παρούσες συνθήκες;

Το HDP έχασε δυνάμεις στις εκλογές της 1ης Νοέμβρη. Όμως από την άλλη, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, σε συνθήκες εθνικιστικής υστερίας, μαύρης προπαγάνδας, εμπάργκο των ΜΜΕ, σε κλίμα σοβινισμού όπου οι επιθέσεις σε γραφεία του κόμματος ήταν καθημερινό γεγονός, όπου ακόμα και το εκλογικό πρόγραμμα του είχε απαγορευτεί, κατάφερε να αντέξει και να εισέλθει στη Βουλή, παραμένοντας σε ποσοστά άνω του 10%. Αν υπολογίσουμε το προεκλογικό κλίμα και το γεγονός ότι το κόμμα αυτό δεν μπορούσε να κάνει ουσιαστικά προεκλογική καμπάνια, αυτή είναι μια σημαντική επιτυχία.

Βέβαια, το HDP συνεχίζει να βρίσκεται κάτω από ασφυκτικές πιέσεις. Οι πολύνεκρες επιχειρήσεις των αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων στις κουρδικές πόλεις, η συνεχής προσπάθεια της κυβέρνησης και πολλών ΜΜΕ να το ταυτίσουν με τη τρομοκρατία έχουν δημιουργήσει ένα μη ευνοϊκό κλίμα για την ανάπτυξη του κόμματος.

Με την επανεκκίνηση του πολέμου, το HDP βρίσκεται σε ένα στρατηγικό κενό. Στους κόλπους του κουρδικού κινήματος παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα με επίκεντρο το ποια θα πρέπει να είναι η στρατηγική απάντηση στη νέα εμπόλεμη περίοδο. Μάλλον θα δούμε μια περίοδο έντονων εσωτερικών ζυμώσεων. Ένα πρόβλημα εδώ είναι ότι δυστυχώς δεν υπάρχει ένα μαζικό κίνημα ειρήνης στις δυτικές περιοχές της Τουρκίας που θα μπορούσε να σπάσει την απομόνωση που επιβάλλει ο Ερντογάν στους Κούρδους και που θα πιέσει για την επανέναρξη των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων.