Γαλλικές Εκλογές: Ο παράγοντας Μελανσόν




Όπως φαίνεται, κάθε εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου των γαλλικών προεδρικών εκλογών φέρνει νέες εκπλήξεις. Πριν από ένα χρόνο, ήταν εύκολο να γίνουν προβλέψεις, όμως τώρα, μόλις λίγες ημέρες πριν από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά.


Του Aurelien Mondon


Οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία προσφέρουν πάντα στους ψηφοφόρους ένα ευρύ φάσμα επιλογών: από την άκρα Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά. Εξάλλου, δεν είναι σπάνιο για τους υποψηφίους μικρών κομμάτων να ανατρέπουν την ιεραρχία.

Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του 2002, όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου (FN) έφτασε στον δεύτερο γύρο. Όταν το νικηφόρο πρόσωπο του Λεπέν εμφανίστηκε στις οθόνες, περίπου στις 8 το βράδυ, ο πανικός κυριάρχησε. Ο φασισμός βρισκόταν στις πύλες της εξουσίας, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Αυτή η κυρίαρχη αφήγηση αγνοούσε το γεγονός ότι η δημοτικότητα του Λεπέν είχε μείνει στάσιμη από το 1988, όταν κατόρθωσε να εξασφαλίσει περίπου 4,5 εκατομμύρια ψήφους.

Αυτό που θα έπρεπε τότε να κυριαρχεί στη ροή των ειδήσεων –και που στην πραγματικότητα εξασφάλισε την παρουσία του Λεπέν στον δεύτερο γύρο– ήταν ότι τα ποσοστά των τριών μεγάλων κομμάτων είχαν καταρρεύσει ολοκληρωτικά εκείνη τη χρονιά. Τα ποσοστά τους αθροιζόμενα ήταν σχεδόν ίσα με το ποσοστό μιας άνευ προηγουμένου αποχής.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επικεντρώθηκαν επίσης στον υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) Λιονέλ Ζοσπέν, αποδίδοντας την ήττα του στην κατακερματισμένη αριστερή ψήφο. Ενώ ο σοσιαλιστής και εθνικιστικής Ζαν Πιερ Σεβενεμάν πήρε ένα κομμάτι της ψήφου από τον Ζοσπέν, η πιο ριζοσπαστική αριστερά –εκπροσωπούμενη από τον Ρομπέρ Υ του Κομμουνιστικού Κόμματος και, παραδόξως, από δύο τροτσκιστές υποψηφίους, τον Ολιβιέ Μπεζανσενό της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (τώρα Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα ή NPA) και την Αρλέτ Λαγκιγιέ της Εργατικής Πάλης (LO)– κέρδισε στο σύνολό της εντυπωσιακά ποσοστά που μείωσαν σημαντικά το ποσοστό του Ζοσπέν.

Πράγματι, η κατάσταση το 2002 μοιάζει πολύ με τη σημερινή εκλογική αναμέτρηση, καθώς τα στοιχεία εκφράζουν σαφή αγανάκτηση των πολιτών απέναντι στο status quo. Μετά από χρόνια συνεργασίας –κατά τα οποία ο συντηρητικός πρόεδρος Ζακ Σιράκ, αφού έχασε τις βουλευτικές εκλογές του 1997, όρισε πρωθυπουργό τον Ζοσπέν των Σοσιαλιστών– είναι πλέον σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν διαφορές ανάμεσα στην κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά.

Ωστόσο, παρά τις ομοιότητες, οι ανατροπές του 2002 δεν ανταποκρίνονται πλήρως στα χαρακτηριστικά της τρέχουσας προεκλογικής εκστρατείας. Οι γάλλοι ψηφοφόροι είναι πιο δυσαρεστημένοι σήμερα, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και την αύξηση των μέτρων λιτότητας. Ενώ όλοι αναμένουν μια έκπληξη φέτος, η φύση της παραμένει αβέβαιη.

Οι κυριότεροι παίκτες

Tα απογοητευτικά ποσοστά αποδοχής του Φρανσουά Ολάντ καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, καθιστούσαν σαφές ότι θα έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά στον πρώτο γύρο, αλλά παρόλα αυτά παρέμενε ο πιο προφανής υποψήφιος. Ωστόσο, η απόφασή του να μην επιδιώξει την επανεκλογή σηματοδοτεί την πρώτη φορά στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας που ένας υγιής απερχόμενος πρόεδρος δεν επιδιώκει την επανεκλογή. Όταν Φρανσουά Μιτεράν αποσύρθηκε το 1995, είχε ήδη διαγνωστεί με καρκίνο και πέθανε έναν χρόνο αργότερα. Ομοίως, όταν ο Σιράκ παρέδωσε τη σκυτάλη το 2007, η υγεία του είχε ήδη αρχίσει να επιδεινώνεται. Ο Ολάντ αποφάσισε να αποσυρθεί πολύ αργά και ως τέτοια αυτή η απόφαση προκάλεσε έκπληξη αλλά και ανακούφιση στα περισσότερα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αλλά αυτό ήταν μόνο το πρώτο σοκ της προεκλογικής εκστρατείας.

640x640-14
Οι προεκλογικές αφίσες των υποψηφίων στις γαλλικές προεδρικές εκλογές

Οι προκριματικές εκλογές θα έκριναν τον υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, δίνοντας στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος μια μικρή πιθανότητα να πάρει τον έλεγχο. Ο Μανουέλ Βαλς εμφανίστηκε ως κληρονόμος του Ολάντ, αλλά η θητεία του και ως υπουργός Εσωτερικών και ως πρωθυπουργός καθιστούσε τις προοπτικές του μάλλον ισχνές. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι υποστηρικτές των Σοσιαλιστών επέλεξαν έναν υποψήφιο που δεν είναι συνδεδεμένος με την τρέχουσα Προεδρία: τον Μπενουά Αμόν. Όντας μάλλον ο πιο ριζοσπαστικός εκ των υποψηφίων του κόμματος, ο Αμόν νίκησε τον Βαλς με ποσοστό μεγαλύτερο του 58% στις προκριματικές, τον Ιανουάριο του 2017.

Τον Νοέμβριο του 2016, οι προκριματικές των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικανών (LR) έδειξαν ότι τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Πριν από την ψηφοφορία, όλα εμφανίζονταν καθορισμένα: οι προκριματικές θα αναδείκνυαν είτε τον κεντρώο Αλέν Ζιπέ, πρώην πρωθυπουργό του Σιράκ, είτε τον πρώην πρόεδρο και σκληροπυρηνικό Νικολά Σαρκοζί. Όμως, αργά κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εμφανίστηκε ο Φρανσουά Φιγιόν. Πρώην πρωθυπουργός του Σαρκοζί, υπήρξε μια πολιτική οντότητα χωρίς μεγάλη πολιτική απήχηση, εξαιτίας της θαμπής, τεχνοκρατικής προσωπικότητάς του, αλλά η υπόσχεσή του να επαναφέρει την ηθική στην πολιτική ζωή της Γαλλίας φάνηκε να κερδίζει την προσοχή των ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικανών.

Κέρδισε τον πρώτο γύρο αποφασιστικά, επιφέροντας ακόμα ένα πλήγμα στον Σαρκοζί μετά την ήττα του από τον Ολάντ το 2012. Ο δεύτερος γύρος αποδείχθηκε μια τυπική διαδικασία, καθώς το χάσμα μεταξύ του Φιγιόν και του Ζιπέ ήταν απλά πάρα πολύ μεγάλο. Οι ψηφοφόροι της Δεξιάς είχαν επιλέξει τον πρωταθλητή τους, και ο Φιγιόν είχε σαφή εντολή να προωθήσει το μείγμα ριζοσπαστικής ηθικολογίας και οικονομικής λιτότητας που εκπροσωπεί.

figion
Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Φρανσουά Φιγιόν ήρθε, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αντιμέτωπος με κατηγορίες για διαφθορά

Αν τα πράγματα πηγαίναν βάσει προγράμματος, με τον Ολάντ και τον Ζιπέ ή τον Σαρκοζί να εκπροσωπούν την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά, η Μαρίν Λεπέν θα βρισκόταν σε ιδανική θέση ώστε να καρπωθεί τα οφέλη δεκαετιών πολιτικής απογοήτευσης. Πράγματι, από το 2012, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι αναλυτές και οι πολιτικοί έχουν άκριτα αποδεχθεί ότι θα φτάσει στο δεύτερο γύρο: το μόνο που έμενε να αποφασιστεί ήταν ποιον θα έχει απέναντί της. Καθώς τα ποσοστά του Ολάντ πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, έμοιαζε προφανές ότι θα είχε να αντιμετωπίσει τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών.

Το 2012, η Λεπέν είχε λάβει ένα ρεκόρ 6,5 εκατομμυρίων ψήφων και τo 2014 είχε κερδίσει στις ευρωεκλογές, εν μέρει χάρη στην υψηλή αποχή. Έσπασε ένα ακόμα ρεκόρ στις περιφερειακές εκλογές του 2015, όταν το κόμμα της έλαβε 6,8 εκατομμύρια ψήφους, αλλά δεν κατάφερε να πάρει τον έλεγχο ούτε μιας περιφέρειας. Όπως συμβαίνει συνήθως στη Γαλλία, το εκλογικό σύστημα εμπόδισε τη νίκη το Εθνικού Μετώπου στον δεύτερο γύρο: το Σοσιαλιστικό Κόμμα έδωσε τις ψήφους του στην κεντροδεξιά, προκειμένου να αποφευχθεί μια νίκη της Λεπέν.

Για ένα κόμμα με μόνο δύο μέλη στο κοινοβούλιο –ένα εκ των οποίων στην πραγματικότητα αρνείται να ενταχθεί επίσημα στο κόμμα– το Εθνικό Μέτωπο και η Μαρίν Λεπέν λαμβάνουν ένα δυσανάλογο μερίδιο κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης. Το ακροδεξιό κόμμα λαμβάνει κυρίως αρνητική δημοσιότητα, αλλά γνωρίζει ότι κάθε δημοσιότητα είναι καλή. Πράγματι, ο πατέρας της Λεπέν, ο Ζαν Μαρί, αξιοποίησε περίφημα τον Τύπο για να κρατήσει το κόμμα στο προσκήνιο. Εκτός των προεκλογικών περιόδων, έκανε βαθιά αντιδραστικά σχόλια, με πιο γνωστά τα σχόλιά του για το Ολοκαύτωμα, και απολάμβανε μια ασταμάτητη δημοσιογραφική κάλυψη.

Από τότε που πήρε τον έλεγχο του κόμματος, το 2011, η Μαρίν Λεπέν έχει σταματήσει να βασίζεται στον ακατέργαστο ρατσισμό για να τραβήξει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Βεβαίως, κάνει τακτικά πολεμικές δηλώσεις –όπως η σύγκριση των μουσουλμανικών προσευχών με τη ναζιστική κατοχή ή η δικαιολόγηση του ρόλου της Γαλλίας στην εβραϊκή απέλαση Vel d’Hiv– αλλά ο Τύπος την έχει αντιμετωπίσει πολύ πιο θετικά από τον πατέρα της.

Φαίνεται σαν η νέα ηγεσία και η επίφαση μετριοπάθειάς της να έχουν πείσει μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης ότι το Εθνικό Μέτωπο έχει αλλάξει, ακόμα κι αν η Λεπέν διατήρησε τόσο το όνομα όσο και το μεγαλύτερο μέρος της πλατφόρμας του κόμματος. Ενώ οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί αναγνωρίζουν ότι αυτή η μεταστροφή είναι, ως επί το πλείστον, ρητορική, πολλοί σχολιαστές αποδέχονται τις δηλώσεις της Λεπέν ότι το Εθνικό Μέτωπο είναι έτοιμο να ενταχθεί στο μετριοπαθές πολιτικό φάσμα.

Όλα έμοιαζαν σαν μια νέα εκδοχή των εκλογών του 2002. Αν είχε να αντιμετωπίσει τον Ολάντ και τον Ζιπέ ή τον Σαρκοζί, η Λεπέν θα κατάφερνε εύκολα να προχωρήσει στον δεύτερο γύρο. Σε σύγκριση με άλλα κόμματα, το Εθνικό Μέτωπο φαινόταν να κερδίζει δυναμική. Σε ένα κλίμα βαθιάς πολιτικής δυσπιστίας, η οποία στρέφεται εναντίον των εκπροσώπων της κυρίαρχης τάξης, η αντισυστημική φιγούρα της Λεπέν τής εξασφάλιζε μια φυσική συμπάθεια. Ένας ελιτίστικος λόγος, που την παρουσίαζε ως τη μόνη εναλλακτική στην «πολιτική ως συνήθως», ενίσχυε τη θέση της. Είναι εξαιτίας της έλλειψης φαντασίας της πολιτικής τάξης που πολλοί λίγοι θεώρησαν ότι κι άλλα αουτσάιντερ θα μπορούσαν να αναδειχθούν.

Τα πρώτα σημάδια ότι τα σχέδια της Λεπέν δεν θα εκτυλίσσονταν τόσο ομαλά ήρθαν από τις προκριματικές. Η ήττα των κεντρώων υποψηφίων, όπως του Βαλς και του Σαρκοζί, δημιούργησε ένα κενό που κατόρθωσε να καλύψει ο Εμανουέλ Μακρόν, τραπεζίτης και πρώην υπουργός Οικονομίας του Ολάντ.

FRANCE GOVERNMENT ECONOMY MINISTER CHANGE
Ο Εμανουέλ Μακρόν

H ηλικία του Μακρόν και το στάτους του ως αουτσάιντερ –δεν έχει ποτέ αναλάβει αιρετό αξίωμα– σίγουρα λειτουργούν προς όφελός του. Μέχρι στιγμής, έχει κατορθώσει να κρατήσει αυτή τη δυναμική, απευθυνόμενος τόσο σε κεντροδεξιούς όσο και σε κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, παρά το γεγονός ότι έχει λάβει υποστήριξη από τους Σοσιαλιστές, τους Ρεπουμπλικάνους και τους κεντρώους Modem. Aκόμα και ο Βαλς τον υποστήριξε, μια εξέλιξη που ο Μακρόν δεν υποδέχθηκε θετικά, αλλά το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να έχει πλήξει την εικόνα του.

Ο Μακρόν συνεχίζει να είναι μπροστά στις δημοσκοπήσεις, αλλά οι υποστηρικτές του φαίνεται να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα να στραφούν σε άλλο υποψήφιο. Πολλοί από εκείνους που τον είδαν ως «χρήσιμη ψήφο» (vote utile) μπορεί να επανεξετάσουν τις επιλογές τους τώρα που ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν έχει αναδειχθεί σε έναν σοβαρό διεκδικητή.

Όταν ο Αμόν κέρδισε τις προκριματικές του Σοσιαλιστικού Κόμματος, υπήρχε η αίσθηση ότι σύντομα θα καταπιεί την εκλογική βάση του Μελανσόν. Αλλά ο αριστερός πολιτικός είναι έμπειρος και έχει αποδειχθεί ήδη ένας ανθεκτικός υποψήφιος όταν το 2012 έλαβε ποσοστό 11%.

Αυτή τη φορά, ο ηγέτης της Ανυπότακτης Γαλλίας (FI) δημοσιοποίησε την υποψηφιότητά του από νωρίς, πιάνοντας απροετοίμαστους τους κομμουνιστές συμμάχους του και αναγκάζοντάς τους να τον υποστηρίξουν πριν μάθουν ποιος θα γίνει ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας, ο Μελανσόν έχει αποδείξει τη δύναμή του, συγκεντρώνοντας τεράστια πλήθη όπου κι αν εμφανιστεί. Οι δημοσκοπήσεις, πάντως, τον έδειχναν πολύ χαμηλά μέχρι πρόσφατα που άρχισαν να καταγράφουν την άνοδό του. Τώρα υπάρχουν δημοσκοπικές έρευνες που τον τοποθετούν είτε στην ίδια θέση είτε μπροστά από τον Φιγιόν, με περιθώριο σφάλματος τέτοιο που καθιστά τη διαφορά ανάμεσα στον ίδιο και τους κορυφαίους υποψηφίους αβέβαιη.

Η άνοδος του Μελανσόν

Παραμένει πολύ νωρίς για να πούμε αν αυτές οι δημοσκοπικές προβλέψεις θα μεταφραστούν σε ψήφους την Κυριακή, αλλά μπορούμε να ακολουθήσουμε μια σειρά από στοιχεία που δίνουν εξήγηση στο γιατί ο Μελανσόν κερδίζει το momentum. Πρώτον, οι προκριματικές εκλογές απέδειξαν ότι πολλοί Γάλλοι ψηφοφόροι θέλουν μια πιο αριστερή εναλλακτική λύση από αυτό που το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντιπροσώπευε τα τελευταία χρόνια. Ο Βαλς, με το μείγμα της σαρκοζικής ματσο-εκκοσμίκευσης και την κεντρώα οικονομική πολιτική αλά Ολάντ που τον χαρακτήριζε, μπορούσε να απευθυνθεί μόνο στο ένα τρίτο των ανθρώπων που έχουν σταθερά επενδύσει στο κόμμα. Οι υπόλοιπες ψήφοι πήγαν, ως επί το πλείστον, στους λεγόμενους «αντάρτες»: τον Αρνό Μοντεμπούρ, τον Βενσέν Πεγιόν και φυσικά τον Αμόν.

Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν

Όταν πολλοί εξέχοντες Σοσιαλιστές πολιτικοί εγκατέλειψαν τον Αμόν για τον Μακρόν, ενισχύθηκε αυτή η επιθυμία για μια πιο ριζοσπαστική αριστερή πολιτική, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε ο οπορτουνισμός των συγκεκριμένων πολιτικών και η οικονομικά φιλελεύθερη πολιτική τους. Αυτό έχει αποδυναμώσει τον Αμόν, ο οποίος φαίνεται ότι αδυνατεί να αποδείξει την απήχηση της υποψηφιότητάς του, αλλά έχει ενισχύσει τον Μελανσόν που ηγείται ενός σταθερού πλοίου.

Το δεύτερο debate ήταν ακόμα ένα σημείο καμπής. Ενώ ο Μελανσόν τα πήγε καλά στη συζήτηση μεταξύ των πέντε κύριων υποψηφίων, στη δεύτερη, η οποία περιλάμβανε και τις έντεκα υποψηφιότητες άνοιξε χώρος, ώστε οι αριστερές προοπτικές να λάβουν κεντρική θέση. Εκείνο το βράδυ, έλαβε χώρα μια πραγματικά πολιτική διαδικασία, και η αντίδραση των κυρίαρχων μέσων είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι κάτι ενδιαφέρον εκτυλίχθηκε.

Οι δύο τροτσκιστές υποψήφιοι, ο Φιλίπ Πουτού (ΝΡΑ) και η Ναταλί Αρτό (LO), αποδείχθηκαν ιδιαίτερα πειστικοί. Πρώτον, επιτέθηκαν στον Φιγιόν και τη Λεπέν για τις κατηγορίες διαφθοράς που αντιμετωπίζουν, σπάζοντας ό,τι φαινόταν να αποτελεί ταμπού για τον Μακρόν, τον Μελανσόν και τον Αμόν.

Οι υποψήφιοι της ριζοσπαστικής Αριστεράς υπενθύμισαν επίσης στους ψηφοφόρους ότι η εργατική τάξη και οι φτωχοί χρειάζεται να αναζητήσουν τους εκπροσώπους τους στην Αριστερά και όχι στην άκρα Δεξιά.

Τα τελευταία χρόνια, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απεικονίζουν ολοένα και πιο συχνά το Εθνικό Μέτωπο ως το κόμμα της εργατικής τάξης. Η τάση αυτή επεκτείνεται, φυσικά, και πέρα από τη Γαλλία, με παρόμοιες δηλώσεις να γίνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου να εξηγηθούν ο Τραμπ, το UKIP ακόμα και το Brexit.

Αυτό που τα κυρίαρχα ΜΜΕ και ορισμένοι ακαδημαϊκοί τείνουν να προσπερνούν είναι ότι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης δεν ψηφίζει καθόλου. Έτσι, αν το 33% των χειρωνάκτων εργατών ψηφίζει για το Εθνικό Μέτωπο, αλλά το 66% απέχει, όπως συνέβη στην περίπτωση των ευρωεκλογών του 2014, αυτό σημαίνει ότι το συγκεκριμένο κόμμα πραγματικά αντιπροσωπεύει μόνο έναν στους δέκα εργάτες.

Ενώ οι φράσεις «το 33% των ψήφων της εργατικής τάξης πηγαίνει προς την άκρα Δεξιά» και «ένας στους δέκα εργαζόμενους ψηφίζουν την άκρα Δεξιά», είναι αμφότερες τεχνικά σωστές, έχουν σημαντικά διαφορετικές επιπτώσεις για τους αναγνώστες. Το γεγονός ότι ο συστημικός λόγος προτιμά την πρώτη εκδοχή λέει περισσότερα για το τι σκέφτεται η ελίτ για την εργατική τάξη και τις χαμηλές τάξεις από ό, τι λέει για τις πραγματικές συμπεριφορές των ψηφοφόρων.

Η Αρτό και ο Πουτού εξέθεσαν αυτήν ακριβώς την περιφρόνηση που υπήρχε και στο debate, το οποίο παρακολούθησαν πάνω από έξι εκατομμύρια τηλεθεατές. Μερικές από τις βασικές παρεμβάσεις του Πουτού έγιναν viral, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και έξω από τα σύνορά της. Επιτέθηκε στον μύθο ότι το Εθνικό Μέτωπο αντιπροσωπεύει τους εργαζόμενους, δείχνοντας ότι η Λεπέν αντιτίθεται όχι μόνο στον λαό, αλλά και ότι σε μεγάλο βαθμό ανήκει στο σύστημα. Η επίθεσή του την άφησε άφωνη.

Ενώ τα σχόλιά του αντήχησαν σε όλη τη Γαλλία και παραπέρα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Δεξιάς επιτέθηκαν αμέσως στον Πουτού, έναν βιομηχανικό εργάτη, για τα ρούχα του, τη στάση του και τη γλώσσα του. Μια τακτική που αποδείχθηκε αντιπαραγωγική για όσους την υιοθέτησαν, καθώς ο Πουτού ανέβηκε στις δημοσκοπήσεις 2,5%. Ωστόσο, εκείνος που επωφελήθηκε περισσότερο από την επιστροφή του ταξικού ζητήματος στο προσκήνιο ήταν ο Μελανσόν, ο οποίος είδε τη στρατηγική του να δικαιώνεται.

Μια παρόμοια τάση φαίνεται να λαμβάνει χώρα μεταξύ των νέων. Αν και έχουν κατηγορηθεί ότι τροφοδοτούν την Ακροδεξιά, τείνουν επίσης να απέχουν μαζικά όχι λόγω της απάθειάς τους, αλλά λόγω της αποξένωσης τους από τη φιλελεύθερη πολιτική. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση υποστήριξε ότι ο Μελανσόν έχει γίνει πιθανότατα ο πιο δημοφιλής υποψήφιος για το συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού, πράγμα που σημαίνει ότι έχει καταφέρει να προσφέρει στους νέους μια εναλλακτική λύση με την οποία μπορούν να ταυτιστούν. Εάν αυτό επιβεβαιωθεί, την Κυριακή, θα μπορέσει πράγματι να φέρει πίσω στις κάλπες κάποιους στον επόμενο γύρο.

Από τo debate και μετά, οι αντιδράσεις απέναντι στον Μελανσόν είναι αποκαλυπτικές. Ο ηγέτης της CFDT, ενός από τα σημαντικότερα συνδικάτα της Γαλλίας, προειδοποίησε ότι ο Μελανσόν έχει ένα «αρκετά ολοκληρωτικό» όραμα για την κοινωνία.

Ο Ολάντ, ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι δεν θα εμπλακεί στην εκστρατεία, αισθάνθηκε την ανάγκη να καταγγείλει τον αριστερό υποψήφιο ως «τάση της μόδας», που εκπροσωπεί τους «κινδύνους των απλουστεύσεων και των παραποιήσεων», κατηγορίες βεβαίως που δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποδοθούν στους συστημικούς πολιτικούς (!). Ο πιο αντιδημοφιλής Γάλλος πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας δήλωσε ότι η εκστρατεία του Μελανσόν «μυρίζει άσχημα», δυσφορώντας χωρίς αμφιβολία με το γεγονός ότι το εκλογικό σώμα θα ψηφίσει τελικά υπέρ κάποιου που υποστηρίζει και όχι εναντίον κάποιου που αντιπαθεί. Οι δηλώσεις αυτές, αντί να επηρεάζουν τις πιθανότητες του Μελανσόν, θα μπορούσε να αποδειχθούν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς φήμες κυκλοφορούν ότι ο Ολάντ προτιμά πραγματικά Μακρόν έναντι του Αμόν.

Η αντίδραση των ΜΜΕ είναι επίσης εντυπωσιακή και πολύ πιο αρνητική από αυτήν που επιφυλάσσουν στην Μαρίν Λεπέν. Η Figaro προχώρησε μακριά, καταγγέλλοντας το «καταστροφικό σχέδιο» του «Maximilien Ilitch Mélenchon». Η πλατφόρμα του Mελανσόν, μολονότι είναι ριζοσπαστική για το 2017, απέχει πολύ από το επαναστατικό, και ο ίδιος πάντα ανήκε στο φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα, τηρώντας τους κανόνες του. Η σύγκριση με τον Ροβεσπιέρο και τον Λένιν είναι απλά γελοία, κι όμως η Figaro αφιέρωσε τέσσερα άρθρα για να επιτεθεί σε αυτό που κατά την ίδια εκπροσωπεί ο Μελανσόν, ένα «κοινωνικό bing bang από άλλη εποχή».

figaro

Οι Financial Times προειδοποίησαν ότι οι τράπεζες έχουν αρχίσει να αντιδρούν σε αυτό το ενδεχόμενο, όπως ακριβώς έκαναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας Brexit. Οι New York Times δεν έχουν δημοσιεύσει κανένα κείμενο παρέμβασης του Μελανσόν, ενώ έδωσαν δύο φορές αυτήν την ευκαιρία στη Λεπέν.

Η αντίδραση του συστήματος στον Μελανσόν δείχνει ότι βλέπει στο πρόσωπό του μια πραγματική απειλή. Η Λεπέν έχει εξυπηρετήσει ως ένα σκιάχτρο, κάνοντας τις συναινετικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς να φαντάζουν προτιμότερες από ένα πρώην φασιστικό κόμμα. Ενώ η επιτυχία του Εθνικού Μετώπου είναι σίγουρα ανησυχητική, το ίδιο το κόμμα είναι εξαιρετικά απίθανο να πάρει την εξουσία σύντομα. Επιπλέον, η άρχουσα τάξη έχει κάνει περισσότερα για να ομαλοποιήσει το κόμμα από ο,τιδήποτε έχει κάνει η ίδια η ηγεσία του.

Τα τελευταία χρόνια, η απήχηση του λεγόμενης «από-διαβολοποίησης» (αποτοξίνωσης) επέτρεψε στο σύστημα να αποσπάσει την προσοχή από την απογοήτευση και τη δυσπιστία που υπάρχει προς τη σημερινή ηγεμονία. Οι κυρίαρχοι πολιτικοί και τα μέσα ενημέρωσης διακινδυνεύουν ελάχιστα, προωθώντας ένα πρώην φασιστικό κόμμα, διότι είναι εξαιρετικά απίθανο η Λεπέν να αυξήσει τόσο το μερίδιό ψήφου της, ώστε να κερδίσει τον δεύτερο γύρο.

Το 2012, ο Ολάντ χρειαζόταν περισσότερο από δεκαοκτώ εκατομμύρια ψήφους για να κερδίσει – τρεις φορές πάνω από το υψηλότερο ποσοστό της Λεπέν. Ενώ είναι πιθανό ότι η προσέλευση των ψηφοφόρων θα είναι χαμηλή, είναι απίθανο ότι η Λεπέν θα μπορούσε να κερδίσει χωρίς να χρειαστεί τουλάχιστον να διπλασιάσει το μέχρι τώρα ρεκόρ της.

Φυσικά, κάποιοι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικανών μπορεί να την ακολουθήσουν, αλλά είναι απίθανο να πεισθούν αρκετοί από τα ψευδο-κοινωνικά μέτρα της ή από τη μη παραδοσιακή στάση της σε ορισμένα σημαντικά θέματα όπως ο γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Στην πραγματικότητα, αν ο Φιγιόν δεν είχε εμπλακεί σε μια μακρά σειρά από σκάνδαλα, θα απορροφούσε πολλές από τις ψήφους από την παραδοσιακή εκλογική βάση της Λεπέν.

[….]

Jean-Luc Mélenchon et l’Europe : «Attention, je… από leparisien

Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Jacobin, στις 18 Απριλίου 2017.

 

Για τον συγγραφέα

Ο Aurelien Mondon είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στη συγκριτική πολιτική στο Πανεπιστήμιο του Bath. Η έρευνά του εστιάζει σε ζητήματα ρατσισμού, λαικισμού και κρίσης της δημοκρατίας.