Στο επίκεντρο του διεθνούς νομικού και πολιτικού ενδιαφέροντος βρίσκεται, το τελευταίο διάστημα, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο, που ιδρύθηκε το 2002, είναι αρμόδιο για την ποινική δίωξη προσώπων για εγκλήματα γενοκτονίας, πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει την εξέταση υποθέσεων βαρύνουσας νομικής και πολιτικής σημασίας, όπως τη διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου στη Γεωργία και μιας υπόθεσης κατηγορίας Βρετανών στρατιωτών για βασανιστήρια στο Ιράκ. Επιπλέον, έχει οργανώσει την αποστολή εμπειρογνωμόνων στο Ισραήλ, προκειμένου να διερευνηθεί το κατά πόσο διαπράττονται στη Γάζα εγκλήματα πολέμου.
Εντούτοις, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει είναι η διαφαινόμενη αποχώρηση τριών αφρικανικών χωρών, οι οποίες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, κατηγορώντας το, παράλληλα, για προκατάληψη εναντίον της «Μαύρης Ηπείρου».
Την Τρίτη 25 Οκτωβρίου, η Γκάμπια ανακοίνωσε την αποχώρησή της από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, με δήλωση του υπουργού Επικοινωνίας της χώρας στην κρατική τηλεόραση, κατά την οποία χαρακτήρισε τον συγκεκριμένο δικαστικό θεσμό ως «Δικαστήριο των Καυκάσιων». Με αυτόν τον τρόπο, ο αξιωματούχος της Γκάμπια κατηγόρησε το Διεθνές Δικαστήριο για διπλά κριτήρια, καθώς επικεντρώνεται στη δίωξη πολιτικών ηγετών αφρικανικών χωρών, αγνοώντας παράλληλα εγκλήματα πολιτικών της Δύσης. Η αποχώρηση της Γκάμπια συνιστά μεγάλο πλήγμα για τον θεσμό και για συμβολικούς λόγους: είναι η πατρίδα της επικεφαλής εισαγγελέα του Δικαστηρίου Φατού Μπενσούντα.
Την αποχώρησή του από το Δικαστήριο είχε ανακοινώσει, λίγες μέρες νωρίτερα, με προεδρικό διάταγμα και το Μπουρουντί ως αντίδραση στην εξαγγελία προκαταρκτικής έρευνας για δολοφονίες αντικυβερνητικών διαδηλωτών.
Το μεγαλύτερο πλήγμα, όμως, ήρθε από μια χώρα που θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για το Δικαστήριο. Η Νότια Αφρική ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποχωρήσει, υποστηρίζοντας ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι «ασύμβατες» με την νομοθεσία της χώρας για διπλωματική αμνηστία, πρόβλεψη η οποία έχει αποτελέσει βάση για την επίλυση των πολιτικών συγκρούσεων στη χώρα, όπως υποστήριξε ο υπουργός Δικαιοσύνης Μίκαελ Μασούθα. Επιπλέον, ο Μασούθα εξέφρασε την ανησυχία του για την ασύμμετρη στοχοποίηση αφρικανών ηγετών από το Δικαστήριο.
Οι αντιδράσεις των τριών αφρικανικών χωρών αναδεικνύουν ένα σοβαρό δομικό πρόβλημα του Δικαστηρίου, το οποίο αφορά τη σύνθεση και την αρμοδιότητά του, καθώς πολλές από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις δεν αποτελούν μέλη του.
Υπερδυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ρωσία και οι ΗΠΑ, δεν έχουν υπογράψει τη Διακήρυξη ίδρυσης του Δικαστηρίου, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι πολίτες τους δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου χωρίς την προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Επιπλέον, αυτές οι χώρες ως μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορούν να ασκήσουν βέτο σε μια τέτοια απόφαση.
Από τα 124 μέλη του Δικαστηρίου, τα 34 είναι αφρικανικές χώρες. Η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών και λατινοαμερικανικών χωρών έχουν υπογράψει την ιδρυτική διακήρυξη, ενώ από τις αραβικές χώρες μόνο η Ιορδανία συμμετέχει.
«Η μη συμμετοχή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο των μεγάλων δυνάμεων και το γεγονός της αύξησης των “εξω-αφρικανικών” συγκρούσεων, όπως αυτές της Μέσης Ανατολής, μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση», δηλώνει στους New York Times ο Louise Arbour, πρώην Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, με προϋπηρεσία ως επικεφαλής εισαγγελέας του Δικαστηρίου για τα εγκλήματα πολέμου στη Γιουγκοσλαβία.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του μόνο σε περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος είναι υπήκοος κράτους-μέλους, το κρινόμενο έγκλημα έλαβε χώρα σε έδαφος κράτους-μέλους ή σε περίπτωση που η υπόθεση παραπέμπεται στο δικαστήριο από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Ακόμη και τότε, όμως, χρειάζεται ένα επίπεδο συνεργασίας για τη σύλληψη υπόπτων που δεν προσέρχονται στη δίκη, όπως έδειξε και η περίπτωση του προέδρου του Σουδάν Ομάρ Χασάν αλ-Μπασίρ.
Από τις δέκα έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη, μόνο η διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου στη Γεωργία αφορά μη αφρικανική περίπτωση. Οι κριτικές υποστηρίζουν ότι η κα Μπενσούντα θα μπορούσε να έχει κινηθεί ταχύτερα, προκειμένου να αποδείξει ότι η Δικαιοσύνη είναι τυφλή, ειδικά στην υπόθεση αμερικανών στρατιωτών που κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν, το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος του Δικαστηρίου. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη προκαταρκτική έρευνα από το 2003. Σύμφωνα με ορισμένους έγκριτους νομικούς και αναλυτές, η απόφαση που τελικά θα ληφθεί μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για το μέλλον του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο έχει πετύχει ορισμένες σημαντικές νίκες πρόσφατα. Κατάφερε να αποσπάσει παραδοχή ενοχής από έναν τζιχαντιστή για την καταστροφή αρχαιοτήτων στο Μάλι, υπόθεση που αποτέλεσε το πρώτο δεδικασμένο αναγνώρισης της πολιτιστικής καταστροφής ως εγκλήματος πολέμου. Επιπλέον, τον Μάρτιο, το Δικαστήριο είχε καταδικάσει έναν πρώην πολέμαρχο από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για τη χρήση του βιασμού ως όπλου πολέμου.
Αυτό που προκάλεσε την αντίδραση των αφρικανικών εθνών ήταν οι διώξεις δύο αρχηγών κρατών της ηπείρου: του Προέδρου Uhuru Kenyatta της Κένυας, με την κατηγορία της άσκησης βίας στην εκλογική διαδικασία του 2007, και του Σουδανού Μπασίρ.
Η Ουγκάντα και η Κένυα αποτελούν περιπτώσεις που έχουν επίσης εκφράσει την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από το Δικαστήριο, ωστόσο άλλα αφρικανικά κράτη, όπως η Νιγηρία, αντιτάσσονται σε αυτές τις κινήσεις. Πρόσφατα, η Γκαμπόν ζήτησε από το Δικαστήριο να εξετάσει πιθανά εγκλήματα πολέμου στο έδαφός της, ενώ και η Σενεγάλη υπερασπίστηκε την ύπαρξη του Δικαστηρίου. Επιπλέον, πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι πιθανή απόσυρση των χωρών από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ατιμωρησία.
Οι “Πρεσβύτεροι” (The Elders), μια οργάνωση με «βαριά ονόματα» για την ιστορία της αφρικανικής ηπείρου, όπως ο Ντέσμοντ Τούτου, περιέγραψε μια πιθανή απόσυρση της Νότιας Αφρικής ως «προδοσία του αγώνα του Νέλσον Μαντέλα για δικαιοσύνη και ανθρώπινα δικαιώματα».
We urge all states to commit to universal, impartial @IntlCrimCourt. Our statement following recent withdrawals https://t.co/gS4gd3OmeV #ICC
— The Elders (@TheElders) October 26, 2016
Την προηγούμενη Τετάρτη, μάλιστα, οι “Πρεσβύτεροι” έκαναν έκκληση για μια «επείγουσα μεταρρύθμιση», προκειμένου να αποκατασταθεί η αποτελεσματικότητα του Δικαστηρίου, σημειώνοντας ότι «η αντίληψη σε περιοχές της Αφρικής και αλλού ότι το Δικαστήριο δεν είναι αμερόληπτο, και ότι οι μεγάλες δυνάμεις που δεν είναι μέλη εφαρμόζουν δύο μέτρα και σταθμά, υπονομεύει την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά του».
Πληροφορίες από: New York Times, Le Monde, The Independent