Γιατί μπορεί ο Τραμπ να ξανακερδίσει τις εκλογές;

Η εξωφρενική ρητορική του Τραμπ περί «σοσιαλιστών εναντίον πατριωτών» και «όχλου εναντίον νόμου και τάξης» δεν αποτυπώνει ολόκληρη την ιστορία. Ούτε και οι προσπάθειές του να υπονομεύσει το αδιάβλητο των εκλογών του 2020 ή να αποτρέψει συνολικά την ψήφο. Ακόμα και αν όλα αυτά αποτύχουν, ο Τραμπ διαθέτει ακόμη μία νόμιμη οδό προς την νίκη: αυτήν που το Δημοκρατικό Κόμμα παρέβλεψε το 2016.


Των Timothy Kuhner και Benjamin Page

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές του Τραμπ ευνοούν δυσανάλογα τους πλούσιους, ο ίδιος εξακολουθεί να εκπροσωπεί μια εναλλακτική στο κατεστημένο της Ουάσιγκτον. Ρωσική εμπλοκή, η παρεμπόδιση της ψήφου, τα fake news, o ρατσισμός, ο σεξισμός και η ξενοφοβία, είναι βέβαιο ότι θα παίξουν ξανά κάποιο ρόλο και αυτόν τον Νοέμβριο, αλλά δεν είναι οι λανθάνουσες αιτίες της ανόδου του Τραμπ στην εξουσία.

Το Δημοκρατικό Κόμμα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει στα σοβαρά την οικονομική εξουθένωση της εργαζόμενης τάξης σε αυτή τη χώρα, καθώς και την έλλειψη πολιτικής απόκρισης σε αυτήν την εξουθένωση.

Αυτοί οι παράγοντες οδηγούν μεγάλες ομάδες των ψηφοφόρων μακριά από μετριοπαθείς πολιτικούς, στα νύχια ενός ανελεύθερου και αυταρχικού καθεστώτος.

Ο Τραμπ δεν εξελέγη απλώς από τον συνήθη ρεπουμπλικανικό συνασπισμό ψηφοφόρων αγροτικών περιοχών, ηλικιωμένων, λευκών, και χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Κέρδισε επίσης την υποστήριξη εκείνων των ανθρώπων που ανησυχούσαν, πάνω από όλα, για την οικονομική ύφεση.

Από τους ψηφοφόρους που έλεγαν ότι αυτό που μετρά περισσότερο είναι η ικανότητα ενός υποψηφίου να «φέρει αναγκαία αλλαγή», το 82% ψήφισε τον Τραμπ στις εκλογές του 2016.

Η επιθυμία των ψηφοφόρων για αλλαγή δεν ήταν απλώς σε συνάρτηση με τον πλούτο ή το εισόδημα καθαυτό: οι ψήφοι των πλούσιών σχεδόν ισομοιράστηκαν ανάμεσα στους δύο υποψήφιους. Εκείνοι που κέρδιζαν 50.000–99.000 δολάρια προτίμησαν με μικρή διαφορά τον Τραμπ. Εκείνοι που κέρδιζαν κάτω από 50.000 δολάρια προτίμησαν με μικρές αποκλίσεις την Κλίντον.

Ωστόσο, όταν στις προηγούμενες εκλογές οι ψηφοφόροι ρωτήθηκαν αν η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους ήταν καλύτερη ή χειρότερη σε σχέση με έναν χρόνο πριν, τότε αναδύθηκε ένας ριζικός διαχωρισμός.

Από εκείνους που έλεγαν ότι οι οικογένειά τους ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από ό,τι έναν χρόνο πριν, το 72% ψήφισε την Κλίντον. Από όσους υποστήριξαν ότι τα πήγαιναν χειρότερα, το 78% ψήφισε τον Τραμπ.

Με άλλα λόγια, οι ψηφοφόροι που αισθάνονταν ότι η οικονομική τους κατάσταση επιδεινωνόταν, ψήφισαν συντριπτικά υπέρ του Τραμπ.

Οικονομολόγοι και άλλοι ερευνητές αποτύπωσαν αυτήν την τάση με γεωγραφικούς όρους: οι οικονομικά πληττόμενες περιοχές κινήθηκαν αποφασιστικά υπέρ του Τραμπ. Αυτό δεν ήταν μια περιστασιακή κίνηση. Την περίοδο 2000-2016, οι αγορές εργασίας χαρακτηρίστηκαν από μια «ιδεολογική επανευθυγράμμιση» εναντίον μετριοπαθών δημοκρατικών ψηφοφόρων.

Προβλέψεις για περαιτέρω οικονομική ύφεση συνέβαλαν περαιτέρω στο προβάδισμα του Τραμπ το 2016. Από εκείνους που θεωρούσαν ότι η επόμενη γενιά Αμερικανών θα έχει το ίδιο ή καλύτερο επίπεδο ζωής από το τωρινό, λιγότεροι από 40% ψήφισαν τον Τραμπ.

Αλλά εκείνοι που θεωρούσαν ότι η ζωή της επόμενης γενιάς Αμερικανών θα είναι χειρότερη, ψήφισαν με ποσοστό πάνω από 60% τον Τραμπ.

Στοχεύοντας σε αυτούς τους ψηφοφόρους της «αναγκαίας αλλαγής», η καμπάνια του Τραμπ το 2016 ερμήνευσε τον εκλογικό χάρτη καλύτερα από την καμπάνια της Κλίντον.

Η οικονομική αγωνία είχε υπερφορτιστεί από τη Μεγάλη Ύφεση.

Το 2010, περίπου 46 εκατομμύρια Αμερικανοί ζούσαν σε καθεστώς φτώχειας: το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφηκε ποτέ από την αμερικανική Απογραφική Υπηρεσία στα 52 χρόνια καταγραφών. Ακόμα 51 εκατομμύρια Αμερικανοί βρίσκονταν κοντά στο όριο της φτώχειας, πράγμα που σημαίνει ότι περίπου ένας στους τρεις Αμερικανούς ήταν φτωχός ή με σοβαρό κίνδυνο να γίνει φτωχός.

Τώρα, εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19, ακόμη 21 εκατομμύρια Αμερικανοί μπορεί να βρεθούν στις τάξεις των φτωχών. Στην καλύτερη περίπτωση, το ποσοστό φτώχειας αναμένεται να επιστρέψει στα επίπεδα της Μεγάλης Ύφεσης. Καθόλου τυχαίο που οι πολύ πρώτες κινήσεις στο Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικανών ήταν να κατηγορηθούν άλλοι για την πανδημία («την ώρα που οι άλλοι ασκούσαν κριτική χωρίς λύσεις, η άμεση δράση του Προέδρου Τραμπ έσωσε ζωές», ανέφεραν) και να υπενθυμίσουν στους ψηφοφόρους ότι ο βασικός στόχος του Τραμπ είναι να φέρει την αναγκαία αλλαγή:

«Για δεκαετίες, η άρχουσα τάξη και των δύο κομμάτων πούλησε το μέλλον μας στην Κίνα, σε ανώνυμες εταιρίες και σε λομπίστες που υπηρετούν ίδια συμφέροντα. Το έκαναν για να διατηρήσουν την εξουσία τους, για να πλουτίσουν, αλώνοντας το σύστημα με στόχο να κρατήσουν δέσμιους τους καλούς, αξιοπρεπείς μεσοαστούς πατριώτες που παλεύουν να φτιάξουν οικογένεια και να διεκδικήσουν μια τίμια ζωή. Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά το 2015, όταν ένας δισεκατομμυριούχος διακινδύνευσε τη δική του πολυτελή ζωή. Από εκείνη τη στιγμή που κατέβηκε από το περίφημο ασανσέρ, ξεκίνησε ένα κίνημα επαναδιεκδίκησης της διακυβέρνησης από το σαπισμένο καρτέλ των διαπλεκόμενων που καταστρέφουν τη χώρα μας», αναφέρθηκε στο Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικανών.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι πρώτοι ομιλητές στο Συνέδριο υπογράμμισαν το μήνυμα οικονομικού λαϊκισμού του Τραμπ, πριν ξεκινήσουν τις εμπρηστικές αφηγήσεις περί σοσιαλιστών και εκδικητικών όχλων που λεηλατούν την Αμερική. Ο οικονομικός λαϊκισμός παραμένει η μόνη νόμιμη οδός του Τραμπ για την νίκη.

Ακόμα και μετά την ταχεία εξάπλωση της πανδημίας στις ΗΠΑ, τον Μάιο, το 83% των Ρεπουμπλικανών ή των συμπαθούντων το κόμμα πίστευε ακόμα ότι ο Τραμπ ενδιαφέρεται για τις ανάγκες τους. Και με όρους γενικών οικονομικών ζητημάτων, ο Τραμπ καταγράφει ποσοστά τόσο υψηλά ή ακόμα υψηλότερα από τον Ομπάμα και τον Τζορτζ Μπους όταν διεκδίκησαν (και κέρδισαν) την επανεκλογή.

Αυτά τα ποσοστά πρέπει να σημάνουν έναν κώδωνα κινδύνου. Το 2016, ο Τραμπ κυριάρχησε στο σώμα εκλεκτόρων, παρά το γεγονός ότι είχε με το μέρος του μόνο το 25% των καταγεγραμμένων ψηφοφόρων και υπολειπόταν κατά 3 εκατομμύρια ψήφους από την Κλίντον, σε εθνικό επίπεδο.

Φέτος, ο Μπάιντεν χρειάζεται να κερδίσει περίπου 4,5 εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από τον Τραμπ προκειμένου να έχει πολύ υψηλές πιθανότητες να κερδίσει την Προεδρία. Ας μην ξεγελιόμαστε: οι ψηφοφόροι της «αναγκαίας αλλαγής» σε παραγκωνισμένες περιοχές θα μπορούσαν να δώσουν στον Τραμπ άλλη μια νίκη στο σώμα εκλεκτόρων, το 2020.

Ο Μπάιντεν και η Χάρις πρέπει να συνειδητοποιήσουν τον ρόλο που διαδραματίζει αυτή η αναγκαία αλλαγή στην άνοδο του Τραμπ στην εξουσία, πριν να είναι πολύ αργά. Αλλά αυτή δεν είναι μια άσκηση που αρέσει στην αντιπολίτευση.

Οι Δημοκρατικοί μοιάζουν να μη συνειδητοποιούν ότι το «να κάνουμε ξανά σπουδαία την Αμερική» είχε απήχηση όχι μόνο στους ρατσιστές και τους ξενοφοβικούς, αλλά και σε εκατομμύρια καθημερινούς ψηφοφόρους που βίωναν οικονομική εξουθένωση και ανασφάλεια.

[…]

Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Public Seminar, στις 17 Σεπτεμβρίου 2020.

Για τους συγγραφείς

Ο Timothy Kuhner είναι Καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Όκλαντ.

Ο Benjamin Page είναι Καθηγητής στην έδρα Gordon Scott Fulcher του Northwestern University.

Διαβάστε επίσης: O Ντόναλντ Τραμπ και ο «παραμελημένος άνθρωπος»