Πριν από κάποιες μέρες, πετούσα από το αεροδρόμιο Ατατούρκ στην Ιστανμπούλ και παραλίγο απέφυγα τις επιθέσεις που άφησαν σαράντα νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Ακολούθησαν κι άλλες ενέργειες: στη Βαγδάτη, τη Ντάκα, τη Μεδίνα. Την προηγούμενη εβδομάδα, η πόλη της Νίκαιας έζησε το σοκ του φορτηγού που παρέσυρε πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί για να γιορτάσουν την Ημέρα της Βαστίλης.
Του Ian Coller
Είναι το τρίτο μεγάλο χτύπημα εναντίον της Γαλλίας τα δύο τελευταία χρόνια. Νέοι και ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, εβραίοι, άνθρωποι όλων των θρησκευμάτων, αλλά και άθεοι, είχαν μαζευτεί για να δουν τα πυροτεχνήματα στη λεωφόρο Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ. Ο περίφημος δρόμος κατά μήκος της μεσογειακής ακτής έχει τώρα τα σημάδια του αίματος και της καταστροφής.
Δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι είχε στο μυαλό του ένας τέτοιος εγκληματίας. Κάποιες πρώτες αναφορές έκαναν λόγο για ιστορικό μικρο-παραβατικότητας, για έναν διαλυμένο γάμο, για μια εκρηκτική αίσθηση προσωπικής αδικίας.
Τι είναι, όμως, αυτό που πυροδοτεί αυτό το εκρηκτικό μείγμα επιθετικότητας; Ο κοινωνιολόγος Ολιβιέ Ρoΐ (Olivier Roy) υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για μια ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ, αλλά για έναν «εξισλαμισμό του ριζοσπαστισμού». Πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη θέση, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση μοιάζει να έχει κάποια δόση αλήθειας.
Υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος ασκούσε τη θρησκεία του, πόσο μάλλον να σκοτώσει ή να πεθάνει στο όνομά της. Κι όμως διέλυσε τη ζωή του, μαζί με τη ζωή αυτών των ανθρώπων που ποτέ δεν γνώρισε – κι αυτό δεν συνέβη στο πεδίο της μάχης στη Συρία ή το Ιράκ, αλλά στην περιποιημένη παραλιακή της Νίκαιας.
Η Νίκαια, παρ΄ όλα αυτά, δεν είναι απλώς ένας τουριστικός προορισμός. Είναι μια πόλη με βαθιά σημάδια από το αποικιακό παρελθόν της Γαλλίας.
Δεν είναι δυνατόν να μάθουμε ποτέ τι ρόλο παίζει το συγκεκριμένο γεγονός στα κίνητρα αυτού του ανθρώπου. Είναι, όμως, σαφές ότι το αίσθημα κοινωνικής αδικίας μπορεί να τροφοδοτήσει τη ριζοσπαστικοποίηση είτε αυτή συνδέεται με το Ισλάμ, είτε με την άκρα Δεξιά, είτε με τις φυλετικές διακρίσεις, όπως είδαμε πρόσφατα στις ΗΠΑ.
Πάνω από μια δεκαετία πριν, όταν έφτασα στη Γαλλία για να ερευνήσω την ιστορία των αράβων μεταναστών στη χώρα, η Νίκαια ήταν ο πρώτος μου σταθμός. Είναι μια κομψή και εντυπωσιακή πόλη που κοιτάζει το γαλάζιο της Μεσογείου. Από τότε, μέσα από τη δουλειά μου ανακάλυψα πολλά πράγματα για την ιστορία και την πολιτική πίσω από τους φοίνικες που κυματίζουν.
Η άλλη πλευρά της καρτ-ποστάλ
Στις 14 Ιουλίου 1789, όταν o λαός του Παρισιού εισέβαλε στο φρούριο της Βαστίλης, η Νίκαια ανήκε στο Βασίλειο της Σαρδηνίας, όχι ακόμα στη Γαλλία. Πολλοί, όμως, από όσους ζούσαν στην πόλη εμπνέονταν από τις ιδέες και τη δράση της Επανάστασης, όπως το πιο γνωστό «παιδί» της Νίκαιας, ο ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι.
Τρία χρόνια μετά, οι δυνάμεις της Επανάστασης αναπτύχθηκαν στην Ιταλία και η Νίκαια ψήφισε μαζικά την προσάρτησή της στη Γαλλική Δημοκρατία, αλλά παύει να αποτελεί μέρος της το 1814. Το 1860, η Νίκαια προσαρτάται μόνιμα στη Γαλλία – τριάντα χρόνια μετά την εισβολή της Γαλλίας στην Αλγερία και την κατάληψή της.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Νίκαια βρέθηκε υπό ιταλική κατοχή και έγινε καταφύγιο για Εβραίους που προσπαθούσαν να διαφύγουν από τις διώξεις που εξαπέλυε εναντίον τους η Γαλλία του Βισύ σε συνεργασία με το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Νίκαια το 1943, απέλασαν χιλιάδες Εβραίους, οι οποίοι δολοφονήθηκαν στην κατεχόμενη Πολωνία.
Όταν η περίοδος της γαλλικής αποικιοκρατίας στη Βόρεια Αφρική –που διήρκεσε 132 χρόνια– έφτασε στο τέλος της, το 1962, περισσότερο από ένα εκατομμύριο άνθρωποι από την Αλγερία, και άλλοι από την Τυνησία και το Μαρόκο, έφυγαν για να «επιστρέψουν» σε μια Γαλλία που δεν ήταν σπίτι τους.
Ανάμεσά τους ήταν Ευρωπαίοι με διαφορετικές καταγωγές, πολλοί βορειοαφρικανοί εβραίοι και μουσουλμάνοι που πολέμησαν στην Αφρική με την πλευρά της Γαλλίας. Τις τρεις επόμενες δεκαετίες τούς ακολούθησαν 700.000 αλγερινοί μουσουλμάνοι, παρακινημένοι από την οικονομική άνθηση της Γαλλίας, την ένδοξη τριακονταετία μετά το 1945.
Ο οικονομολόγος Τομά Πικετί θεωρεί ότι αυτή η περίοδος υπήρξε όχι μόνο εξαιρετικά παραγωγική σε πλούτο αλλά και σημαντική ως προς τις διαδικασίες εξίσωσης του πληθυσμού, μέσα από την προοδευτική φορολογία και τα δημόσια προγράμματα που εφαρμόστηκαν.
Παρ’ όλα αυτά, όταν η συγκεκριμένη περίοδος έφτασε στο τέλος της, τη δεκαετία του 1970, ο πληθυσμός παρέμενε διαιρεμένος από τους παράγοντες της φυλής, της θρησκείας και από προγενέστερες ματαιώσεις, που επιδεινώνονταν πλέον από οικονομικές δυσκολίες.
Μαζί με τον μακρινό βορρά της Γαλλίας, το «Μιντί» –όπως αποκαλείται συχνά το νότιο τμήμα της Γαλλίας– δέχτηκε σοβαρά πλήγματα από την ύφεση, με την ανεργία να ξεπερνά το 11,4% για περισσότερο από μια δεκαετία μετά το 1975.
Οι κακές αναμνήσεις από το αποικιακό παρελθόν
Με πολλούς τρόπους, η μεσογειακή ακτή της Γαλλίας παρέμεινε ένας εμφυτευμένος αποικιακός κόσμος. Η Μασσαλία έγινε η «αραβική» πόλη με τα βρόμικα και κυρίως φτωχά προάστιά της, ενώ η Τουλόν και η Νίκαια έγιναν προπύργιο των πιε-νουάρ [pieds-noirs] –των λευκών πρώην κατοίκων της Βόρειας Αφρικής– με χαμηλά ενοίκια στις περιοχές μακριά από το κέντρο.
Στην αποικιακή Αλγερία, την Τυνησία και το Μαρόκο, οι μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να γίνουν γάλλοι πολίτες, αν δεν αποποιούνταν τη μουσουλμανική ιδιότητά τους. Μόνο ένας ελάχιστος αριθμός κατάφερε να έχει αυτό το προνόμιο.
Στη Γαλλία, οι μουσουλμάνοι μπορούσαν να αποκτήσουν την υπηκοότητα αλλά πολλά, αφανή εμπόδια εμπόδιζαν την πλήρη συμμετοχή στην κοινωνία. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι οι μουσουλμάνοι βρίσκονται σταθερά αντιμέτωποι με διακρίσεις στον τομέα της εργασίας. Η Γαλλία απέτυχε να ενσαρκώσει την υπόσχεση του εθνικού της συνθήματος για Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα.
Οι πιε-νουάρ αισθάνονταν και οι ίδιοι εγκαταλελειμμένοι. Σαν να τους κατηγορούσαν για το αποικιακό παρελθόν, το οποίο η Γαλλία ήθελε να ξεχάσει. Θεωρούσαν ότι οι υπόλοιποι Γάλλοι τούς κατηγορούσαν για τον ρατσισμό που οι ίδιοι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν στον εαυτό τους. Σύμφωνα με μια έρευνα του 2006, το 44% των πιε-νουάρ είχαν ψηφίσει στο πρόσφατο παρελθόν το Εθνικό Μέτωπο (FN).
Πράγματι, έχουν αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την άνοδο της άκρας Δεξιάς στη γαλλική πολιτική σκηνή. Ένας μεγάλος αριθμός ψήφιζε το Εθνικό Μέτωπο παρά τη ρατσιστική, αντισημιτική, αντι-μουσουλμανική ρητορική του – ή ίσως εξαιτίας της. Και τώρα τα παραδοσιακά κόμματα επιχειρούν να κερδίσουν πίσω αυτούς τους ψηφοφόρους, υιοθετώντας την ίδια ρητορική.
Σε κάποια άλλα μέρη της Γαλλίας, ο ρατσισμός δεν τολμά να δείξει ανοιχτά το πρόσωπό του. Στη Νίκαια είναι δημόσιος, μπορεί να τον αντιληφθεί κανείς παντού. O νυν περιφερειάρχης και πρώην δήμαρχος της Νίκαιας Κριστιάν Εστροζί, για παράδειγμα, αμφισβήτησε το δικαίωμα όσων γεννιούνται στη Γαλλία να λαμβάνουν αυτόματα την υπηκοότητα. Αποκάλεσε τους μουσουλμάνους «πέμπτη φάλαγγα» και περιέγραψε κάποιους μετανάστες ως Γάλλους «μόνο στα χαρτιά».
Στον αγώνα για επικράτηση στη γαλλική πολιτική σκηνή, οι δεξιοί ψηφοφόροι στους οποίους απευθύνεται αυτή η ρητορική θεωρούνται ένα κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος. Και μαζί με αυτό, γιορτάζεται εκ νέου το βάναυσο αποικιακό παρελθόν.
Το 2012, στην Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου «όλων των Γάλλων από την άλλη πλευρά της θάλασσας» (εννοώντας τη Βόρεια Αφρική). Ήταν μια στήλη από γρανίτη χωρισμένη στα δυο με μια οδοντωτή ρωγμή: ένα μνημείο που αναγνώριζε μόνο τη μια πλευρά της αποικιακής εμπειρίας.
Σύμφωνα με τις αναφορές, ο Εστροζί έκλεισε την ομιλία του λέγοντας «Ζήτω η Γαλλική Αλγερία». Μόνο στη Νίκαια μια τέτοια δήλωση διχασμού θα μπορούσε να εκφραστεί επίσημα από τον δήμαρχο.
Πριν ακόμα τα σημάδια της τραγωδίας σβήσουν από την ακτή της Νίκαιας, πολιτικοί στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και σε άλλες χώρες διαγκωνίζονται για να αντλήσουν πολιτικό κεφάλαιο από αυτήν την ιστορία. Θέλουν να παρουσιάσουν μονοσήμαντα την κατάσταση. Θα ήθελαν να στραφούμε εναντίον των μουσουλμάνων –οι οποίοι είναι επίσης θύματα αυτής της βίας– και να κατηγορήσουμε το Ισλάμ. Αυτή είναι ακριβώς μια αντίδραση που θα επιθυμούσαν ομάδες όπως το ISIS. Καθώς η επικράτειά τους συρρικνώνεται, το μίσος είναι η διέξοδός τους σε έναν υποτιθέμενο νέο κόσμο.
Χρειάζεται αντίσταση απέναντι σε όλους όσοι θέλουν να συντρίψουν μια ανοιχτή κοινωνία και τις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας για τις οποίες πάλεψαν οι γάλλοι επαναστάτες. Ο φόβος και το μίσος είναι το καύσιμο όσων επιχειρούν να εγκαθιδρύσουν έναν τέτοιο κόσμο.
Δεν μπορούμε να αποτρέψουμε μια τέτοια βία. Μπορούμε όμως να σταθούμε σταθεροί, να αρνηθούμε το μίσος και να υπερασπιστούμε τις βασικές ανθρώπινες αξίες μας.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο The Conversation, στις 18 Ιουλίου 2016.
Για τον συγγραφέα
Ο Ian Coller είναι Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ίρβιν της Καλιφόρνια (University of California, Irvine). Το βιβλίο του “Arab France: Islam and the Making of Modern Europe 1798-1831” (University of California Press, 2010), που βασίζεται στη διδακτορική του διατριβή, έλαβε το βραβείο W.K. Hancock Award της Ένωσης Ιστορικών της Αυστραλίας. Αυτή τη στιγμή εργάζεται στο ερευνητικό πρόγραμμα “Europe, Islam and Modernity: The French Revolution and the Muslim World 1789-1799.”