Πριν από μισό αιώνα, η Αμερική άλλαξε για πάντα. Στα καλά και στα άσχημα, το Ντιτρόιτ βρέθηκε στο επίκεντρο της αλλαγής της χώρας, δύο φορές εκείνη την περίοδο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η οικονομία του Ντιτρόιτ εκτοξεύθηκε, καθώς η «Πόλη των Αυτοκινήτων», όπως αποκαλείται, προσέλκυσε χιλιάδες εργάτες στα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας, μετατρέποντας την αμερικανική βιομηχανία σε παράδειγμα για τον υπόλοιπο κόσμο και σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα πλούτου στην ανθρώπινη ιστορία.
Του Scott Kurashige
Όταν εκείνοι οι εργάτες στις αυτοκινητοβιομηχανίες οργανώθηκαν και στρατεύτηκαν σε πολιτικοποιημένες απεργίες, το εργατικό κίνημα του Ντιτρόιτ κέρδισε επίπεδα μισθών και εργατικών δικαιωμάτων που οδήγησαν εκατομμύρια λευκούς Αμερικανούς και ευρωπαίους μετανάστες στη μεσαία τάξη.
Ήταν η πραγματοποίηση του «αμερικανικού ονείρου». Για ποιους λόγους, λοιπόν, η πόλη εξερράγη στις 23 Ιουλίου του 1967, σε μια από τις μεγαλύτερες αστικές εξεγέρσεις στην ιστορία των ΗΠΑ;
Τρία ζητήματα-κλειδιά που εξακολουθούν να διχάζουν τη χώρα σήμερα –οι φυλετικές διακρίσεις, η αστυνομική βία και η οικονομική αποσταθεροποίηση– ξεκίνησαν να διαρρηγνύουν τον ιστό πολλών πόλεων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Στο Ντιτρόιτ, όταν καταλάγιασε η σκόνη και σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, μετά από τέσσερις μέρες μεγάλης αναταραχής, ο απολογισμός ήταν ο εξής: 43 νεκροί, περισσότεροι από 7.000 συλληφθέντες και 17.000 αστυνομικοί και στρατιωτικοί που είχαν καταλάβει τους δρόμους, κάνοντας την πόλη να μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη.
Καθώς η φυλετική καταπίεση έχει βαθιές ρίζες στην αμερικανική ιστορία, ο αγώνας για πολιτικά δικαιώματα και φυλετική ισότητα ξεκίνησε δεκαετίες πριν από το 1960. Παρ’ όλα αυτά, η εξέγερση στο Ντιτρόιτ σηματοδότησε μια καθοριστική στροφή στον αγώνα για ένα εναλλακτικό μέλλον και μετατράπηκε σε πρότυπο για τις κοινωνικές αντιστάσεις, τους αντιαποικιακούς αγώνες και τις παγκόσμιες εξεγέρσεις των καταπιεσμένων, το 1967-1968. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έσπασε τη σιωπή του για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, και δήλωσε ότι το «έθνος χρειάζεται να πραγματοποιήσει μια ριζική επανάσταση αξιών» για να νικήσει «τη γιγάντια τριάδα του ρατσισμού, του ακραίου υλισμού και της στρατιωτικοποίησης».
Θα ήταν πολύ λίγο να πούμε ότι το Ντιτρόιτ δεν ήταν ποτέ ξανά το ίδιο, μετά το 1967.
Οι λευκοί ήδη είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται σε καινούργια σπίτια στα προάστια, όπου η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση ενίσχυε τις νέες οικοδομές και επιδοτούμενα ενυπόθηκα δάνεια. Αυτή η διαδικασία της «εξόδου των λευκών» –που συνοδεύτηκε και από διαρροή θέσεων εργασίας και επενδύσεων– εντατικοποιήθηκε μετά την εξέγερση, μετατρέποντας το Ντιτρόιτ σε εθνικό σύμβολο φυλετικών διαχωρισμών και εμβάθυνσης των οικονομικών χασμάτων.
Τα διπλά προνόμια της λευκής Αμερικής
Πολλοί από εκείνους που έφυγαν από το Ντιτρόιτ δεν δίστασαν να δηλώσουν ότι οι «εξεγέρσεις» κατέστρεψαν την πόλη. Είναι πολύ πιθανό ότι οι ίδιοι είναι σήμερα χαρούμενοι με το «comeback» της πόλης, που καθοδηγείται από λευκούς δισεκατομμυριούχους που επενδύουν στην ανάπλαση του κέντρου και στην επιβολή ενός αυταρχικού διαχειριστή έκτακτης ανάγκης, ο οποίος απειλεί τα δικαιώματα και την εκπροσώπηση των μαύρων, τα οποία κερδήθηκαν με αγώνες των κινημάτων για φυλετική ισότητα.
Η χρεοκοπία της πόλης το 2013-2014 συνοδεύτηκε από δρακόντεια λιτότητα, ιδιωτικοποίηση και μέτρα ενάντια στα εργατικά συνδικάτα. H υπουργός Παιδείας του Τραμπ, Μπέτσι Ντεβός, έπαιξε κεντρικό ρόλο στην αποσάθρωση του συστήματος δημόσιας εκπαίδευσης του Ντιτρόιτ.
Έτσι, το Ντιτρόιτ προεικόνισε τη συντηρητική στροφή του «να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά». Η νοσταλγία για την υποτιθέμενη «χρυσή εποχή» πριν από το 1967 παραβλέπει, ωστόσο, μια πληθώρα από άβολες αλήθειες για τη διάχυτη και μακρόχρονη αδικία που υφίσταται στο Ντιτρόιτ και την Αμερική.
Όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί Sidney Fine και Heather Ann, στο Αστυνομικό Τμήμα του Ντιτρόιτ το ποσοστό των μαύρων εργαζομένων ήταν λιγότερο από 3% κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και έφτασε μόλις το 5% το 1967. O αστυνομικός διοικητής της πόλης έχει δηλώσει ότι το 90% των αστυνομικών ήταν «προκατειλημμένοι». Υπέβαλλαν τους Αφροαμερικανούς σε εξευτελιστικούς σωματικούς ελέγχους, συχνά χτυπώντας τους υπόπτους, ως εκπρόσωποι της δικαιοσύνης στα «δικαστήρια του δρόμου».
Η διαφθορά ήταν αχαλίνωτη στις τάξεις των αστυνομικών και οδηγούσε σε εκβιασμούς που ενέτειναν την κακοποίηση των μαύρων γυναικών εργαζομένων του σεξ.
Καθώς οι ηγέτες της πόλης αρνούνταν το πάγιο αίτημα για μια επιτροπή ελέγχου αποτελούμενη από πολίτες, οι παρανομίες των αστυνομικών επιβραβεύονταν και ενθαρρύνονταν από τον ρατσισμό και τη διαφθορά των εισαγγελέων και των δικαστών.
Οι περισσότεροι από τους 43 νεκρούς των εξεγέρσεων του Ντιτρόιτ δολοφονήθηκαν από την αστυνομία ή την Εθνική Φρουρά.
Οι λευκοί ζούσαν σε μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν των Αφροαμερικανών, γενικά όσον αφορά το θέμα των φυλετικών διακρίσεων, αλλά και ειδικότερα όσον αφορά τη συμπεριφορά της αστυνομίας.
Περίπου το 80% των λευκών του Ντιτρόιτ θεωρούσαν την αστυνομία δίκαιη και απροκατάληπτη. […]
Στην περίπτωση του Ντιτρόιτ και σε δεκάδες άλλες πόλεις, η λευκή Αμερική διαμόρφωσε τις οικονομικές και πολιτικές δομές της χώρας. Το έκανε, γνωρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο καθόριζε τον ρόλο που θα διαδραμάτιζε ο φυλετικός παράγοντας στη δόμηση των ευκαιριών και των προνομίων.
Με άλλα λόγια, οι λευκοί –και κυρίως οι πλούσιοι λευκοί των ελίτ– είχαν «και το μαχαίρι και το καρπούζι», διαλέγοντας ποιο κομμάτι προτιμούσαν. Τα κινήματα του 1960 έκαναν εμφανή αυτά τα διπλά προνόμια.
Η γλώσσα αυτών που δεν εισακούγονται
Αναγνωρίζοντας ότι η εξέγερση είναι «η γλώσσα αυτών που δεν εισακούγονται», ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ λυπόταν βαθιά που «μεγάλα κομμάτια της λευκής κοινωνίας ενδιαφέρονται περισσότερο για την ησυχία και το status quo από ό, τι για τη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά».
Ενώ καταδίκαζε το πλιάτσικο και τη βία, την ίδια στιγμή υπογράμμιζε την ανάγκη να καταδικαστούν οι «μισαλλόδοξες συμπεριφορές» που σε πολλούς ανθρώπους δεν «άφηναν άλλη επιλογή από το να στρατευτούν σε βίαιες εξεγέρσεις για να εισακουστούν».
Ενώ εκτυλισσόταν η εξέγερση στο Ντιτρόιτ, ο Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον δημιουργούσε μια δικομματική Εθνική Επιτροπή Γνωμοδότησης για τις «ταραχές των πολιτών», προκειμένου να μελετηθούν και να διατυπωθούν προτάσεις υπέρβασής τους. Η έκκληση της επιτροπής για «ρηξικέλευθες» κοινωνικές επενδύσεις που θα γεφυρώσουν τους διαχωρισμούς της χώρας αγνοήθηκε, ακόμα και από τον ίδιο τον Πρόεδρο. Οι εξεγέρσεις και τα προοδευτικά κινήματα του 1960 ήρθαν αντιμέτωπα με μια δεξιά αντίδραση, στην οποία κυριαρχούσε η πολιτική του φόβου.
Η εθνική έκκληση για «μάχη ενάντια στη φτώχεια» μετατράπηκε σε έκκληση για «μάχη ενάντια στο έγκλημα». Η μαζική απασχόληση μετατράπηκε σε μαζικές φυλακίσεις, ειδικά σε κοινότητες με πλειοψηφία μαύρων ή μη λευκών κατοίκων, όπως το Ντιτρόιτ. Το ποσοστό φτώχειας στο Ντιτρόιτ το 1967 ήταν 16%. Σήμερα, υπολογίζεται στο 40% από την εθνική στατιστική υπηρεσία της Αμερικής Census Bureau.
Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι οι κοινωνικές και πολιτικές καταστροφές που εκατομμύρια Αμερικανοί φοβούνται από μια αυταρχική, μονοκομματική διοίκηση, έχουν ήδη περικυκλώσει τους κατοίκους του Ντιτρόιτ. Και για αυτόν τον λόγο, το Ντιτρόιτ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της αντίστασης, πολύ καιρό πριν εκλεγεί Πρόεδρος ο Τραμπ. Σήμερα, όπως και πενήντα χρόνια πριν, το Ντιτρόιτ μας καλεί να βάλουμε το αυτί μας στο έδαφος για να ακούσουμε τους ήχους της ελπίδας και της αλλαγής.
Διαβάστε επίσης: “Το φυλετικό πρόβλημα στην Αμερική”
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Al-Jazeera, στις 23 Ιουλίου 2017.
Για τον συγγραφέα
Ο Scott Kurashige είναι καθηγητής στο University of Washington Bothell, και συγγραφέας του βιβλίου Πενήντα Χρόνια Εξέγερσης: Πώς η αμερικανική πολιτική κρίση ξεκίνησε στο Ντιτρόιτ (The Fifty-Year Rebellion: How the US Political Crisis Began in Detroit, University of California Press, 2017).