Η μητέρα, η κόρη και οι «τεμπέληδες» Τουρκοκύπριοι




«Δηλαδή θα πηγαίνω στην Κύπρο με βίζα, ενώ τώρα πάω με την ταυτότητά μου; Ερωτώ όλους τους αρθρογράφους που επαινούν τις διαπραγματεύσεις στην Κύπρο! Θα δώσουμε την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μετά θα την παρακαλούμε να μας δώσει βίζα για να πάμε στο νησί; Αυτό είναι μια δολοφονία, είναι δολοφονία του τουρκισμού και του ισλαμισμού σε αυτή τη γεωγραφία… Εάν η ΤΔΒΚ δεν επιθυμεί να συνεχίσει όπως είναι σήμερα, τότε μπορεί να γίνει νομός της Τουρκίας και να συνεχίσει την πορεία της. Άλλωστε εμείς είμαστε αυτοί που δίνουμε νερό στη βόρεια Κύπρο, εμείς δίνουμε ηλεκτρισμό, ολόκληρη τους η οικονομία δημιουργείται από την Τουρκία και ακόμα κάποιοι εκεί προσπαθούν να κλείσουν τα θεολογικά σχολεία! Ποιος βρίσκεται πίσω από αυτές τις πολιτικές;».


του Νίκου Μούδουρου


Κάπως έτσι αντέδρασε το πρωτοσύμβουλος του Προέδρου της Τουρκίας, Γιίτ Μπουλούτ, στο άκουσμα της είδησης ότι οι Τουρκοκύπριοι αντιδρούν ενάντια στη θρησκευτική εκπαίδευση που προσπαθεί να επιβάλει η Άγκυρα. Μιλούσε σε βραδινή εκπομπή του φιλοκυβερνητικού τηλεοπτικού σταθμού Ahaber στις 21 Νοεμβρίου και ενώ οι συνομιλίες στο Μοντ Πελεράν, βρίσκονταν σε ένα από τα κρισιμότερα στάδια.
Η «εκκωφαντική σιωπή» για το Κυπριακό εντός Τουρκίας

Βεβαίως, οι απόψεις του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας για την κοσμική δομή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι πολύ καλά γνωστές. Εκείνο που ίσως «ξενίζει» στις αναφορές του Μπουλούτ, είναι τα αντιδραστικά αντανακλαστικά σε σχέση με την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, δεδομένης της επαναλαμβανόμενης στήριξης του τουρκικού κράτους στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων των δύο ηγετών στην Κύπρο. Είναι γεγονός ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια το Κυπριακό δεν αποτελεί θέμα δημόσιας συζήτησης στην Τουρκία. Απουσίαζε σχεδόν ολοκληρωτικά από την ημερήσια διάταξη της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα.

Αξιωματούχοι του κράτους, στελέχη κομμάτων και οργανώσεων, ΜΜΕ, διανοούμενοι και ευρύτερα η ακαδημαϊκή κοινότητα, αναφέρονταν στην Κύπρο μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η αντιπαράθεση με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα έφτανε σε κάποια επίπεδα. Ίσως μάλιστα, αυτή ακριβώς η «εκκωφαντική» απουσία του Κυπριακού από το δημόσιο διάλογο εντός Τουρκίας, κυρίως στην περίοδο μετά τα δημοψηφίσματα του 2004, να οδηγούσε και σε συμπεράσματα ότι το πολιτικό πρόβλημα του νησιού δεν αποτελεί πλέον εστία εθνικιστικών εξάρσεων στο εσωτερικό της χώρας.

Αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι το πέπλο της «εθνικής υπόθεσης» που κάλυπτε το Κυπριακό και απαγόρευε αυταρχικά την οποιαδήποτε εναλλακτική συζήτηση εντός Τουρκίας για το μελλοντικό καθεστώς του νησιού, εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει αμφισβητηθεί. Την ίδια στιγμή όμως οι «εθνικιστικές βεβαιότητες» με τις οποίες ένα μέρος του κατεστημένου στην Τουρκία αντιμετωπίζει την Κύπρο και την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως. Η αιτία για αυτό το δεδομένο, βρίσκεται ριζωμένη στη δομή των σχέσεων της Τουρκίας με τα βόρεια εδάφη της Κύπρου και την κοινωνία τους, ιδιαίτερα από το 1974 και μετά. Οι αντιλήψεις και τα στερεότυπα που καλλιεργούνται, που αναπαράγονται, αλλά και που αλλάζουν εντός Τουρκίας σε σχέση με το Κυπριακό, αποτελούν μεταξύ άλλων και εκφράσεις αυτής της εξελικτικής πορείας της δομικής σχέσης της Άγκυρας με το νησί. Επομένως η εναλλαγή των αντανακλαστικών και των αντιλήψεων για την Κύπρο, οι οποίες εκφράζονται διαμέσου πολιτικών και οικονομικών παραγόντων της Άγκυρας, θα πρέπει να εξετάζονται σφαιρικά μέσα από τις δυναμικές που απελευθερώνει η δομική παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο. Με λίγα λόγια, η απουσία της συζήτησης του Κυπριακού για πάρα πολλά χρόνια δεν αποτελεί από μόνη της ένδειξη ομαλοποίησης του τρόπου με τον οποίο βλέπουν κάποιοι το νησί και την μορφή επίλυσης του προβλήματος.

Η σχέση του κράτους-προστάτη με τον πελάτη του

Η περιγραφή της εξελικτικής σχέσης της Τουρκίας με την Κύπρο και την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, βεβαίως δεν μπορεί να γίνεται «αβασάνιστα». Πέραν των βασικών χαρακτηριστικών αυτής της σχέσης, υπάρχουν και συγκεκριμένες «ασάφειες» οι οποίες προκύπτουν στην πορεία των χρόνων και προκαλούνται κυρίως από τις δυνάμεις εκείνες που δεν συμβιβάστηκαν με το σημερινό σχήμα δομικής εξάρτησης. Ωστόσο είναι γεγονός ότι υπάρχουν συγκεκριμένες έννοιες που μπορούν να αποκωδικοποιήσουν πιο ολοκληρωμένα από κάποιες άλλες, τη σχέση και τα συμφέροντα που δημιουργεί η Τουρκία στο νησί. Η παρουσία του κράτους της Τουρκίας στην Κύπρο από το 1974 και μετά είναι κατοχική και επομένως διαθέτει πτυχές αποικιοκρατικού τύπου πολιτικής και οικονομικής δραστηριοποίησης. Η θεσμική οικοδόμηση στα βόρεια της Κύπρου κατέληξε σε ένα παράνομο κράτος, το οποίο με τη σειρά του περιγράφεται με διάφορους τρόπους στη διεθνή βιβλιογραφία και το διεθνές δίκαιο. Η συγκεκριμενοποίηση της σχέσης μεταξύ των δύο θα μπορούσε να αντικατοπτριστεί στο πλαίσιο του «κράτους προστάτη» και του «πελάτη» του. Αυτές οι έννοιες χρησιμοποιήθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία για τις διεθνείς σχέσεις με στόχο να περιγράψουν τη δημιουργία και τους τρόπους επιβίωσης παράνομων η μη αναγνωρισμένων κρατικών δομών. Όπως αναφέρει η Νίνα Κάσπερσεν, «Εξαιτίας της απουσίας διεθνούς αναγνώρισης τα μη αναγνωρισμένα κράτη δεν έχουν επιλογή στο θέμα εξωτερικής στήριξης και συνεπώς το κράτος- προστάτης ικανοποιεί αυτό το κενό. Βασισμένα σε εθνικούς, εθνοτικούς δεσμούς και στρατηγικά συμφέροντα τα κράτη-προστάτες επιλέγουν να στηρίξουν μη αναγνωρισμένα κράτη μέσα από διπλωματική, οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Αυτού του είδους η εξωτερική βοήθεια συμβάλλει με συγκεκριμένο τρόπο στη διαδικασία κρατικής οικοδόμησης».

Η εγκαθίδρυση μιας μικρής αποικιοκρατίας

Βεβαίως στην κυπριακή περίπτωση το «κράτος-προστάτης» δεν επέλεξε απλά τη μεταφορά της προστασίας του στο «κράτος-πελάτη». Αντίθετα, το 1974 η Άγκυρα επέλεξε διαμέσου της στρατιωτικής εισβολής να αλλάξει πλήρως τις γεωπολιτικές ισορροπίες, να διχοτομήσει τον κυπριακό χώρο και να δημιουργήσει τις προοπτικές εξαγωγής του δικού της εκσυγχρονισμού. Στην Κύπρο λοιπόν, εμφανίζεται πιο έντονα η προσπάθεια αποικιοποίησης του χώρου από το «κράτος-πυρήνα», η οποία μετά το 1974 εξελίσσεται είτε με τη μορφή απόσπασης συναινέσεων από ένα μέρος του τοπικού τουρκοκυπριακού στοιχείου, είτε με τη μορφή αυταρχικής επιβολής. Ακριβώς σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η ύπαρξη μιας αυστηρής ιεραρχίας στις σχέσεις της Άγκυρας με τη δομή εξουσίας στα κατεχόμενα. Αυτή η ιεραρχία είναι κάθετη και συνεχής. Αναπαράγεται, διευρύνεται σε νέα πεδία και κάποτε κορυφώνεται.

Η ασφάλεια, η οικονομία και το πολιτικό σύστημα είναι χαρακτηριστικά πεδία περιορισμού της αυτονομίας των Τουρκοκυπρίων, περιορισμός που επιτυγχάνεται μέσα από δυναμικές διαδικασίες. Για παράδειγμα σε θεσμικό επίπεδο, το ίδιο το σύνταγμα της «ΤΔΒΚ» περιλαμβάνει άρθρα που διασφαλίζουν τον έλεγχο της Άγκυρας είτε σε σώματα ασφαλείας (όπως η αστυνομία και ο στρατός), είτε σε σώματα λήψης πολιτικών αποφάσεων (όπως το συμβούλιο ασφάλειας). Όμως πέραν της θεσμικής παρουσίας της επιρροής της Τουρκίας, το «κράτος-πυρήνας» πολλαπλασιάζει τους μηχανισμούς εξαγωγής του μοντέλου του στην «κυπριακή περιφέρεια» μέσα από την οικονομία. Ο προϋπολογισμός του τουρκικού κράτους και τα οικονομικά μνημόνια που επιβάλλονται στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αποτελούν σήμερα ένα από τα πιο ολοκληρωμένα πεδία στα οποία η Άγκυρα αναπαράγει «τον εαυτό της» στην Κύπρο.

Η κατάρρευση της «εθνικιστικής μυθολογίας»

Η εισβολή του 1974 ήταν από πολλές απόψεις ένα σημείο καμπής στις σχέσεις της Τουρκίας με την Κύπρο και πιο συγκεκριμένα με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η βίαιη αλλαγή του κοινωνικού ιστού μέσα από τον πόλεμο και η διχοτόμηση του χώρου, προκάλεσε ποικιλόμορφες δυναμικές τόσο στην κυπριακή κοινωνία, όσο και στην τουρκική. Δε θα ήταν υπερβολή να αναφερθεί ότι το ιδεολογικά φορτισμένο σχήμα της σχέσης Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων που εκφραζόταν στο «μητέρα πατρίδα-κόρη πατρίδα», άρχισε να διαφοροποιείται από τότε. Οι αντιφάσεις που προκλήθηκαν στη σχέση Τουρκίας και Τουρκοκυπριακής κοινότητας με την εισβολή του 1974 βασίζονται στο εξής δεδομένο:

Ενώ από τη μια, η στρατιωτική νίκη της Τουρκίας φάνηκε να δικαιώνει τους εκφραστές του πολιτικού προγράμματος για τη διχοτόμηση, από την άλλη δημιούργησε τέτοιες δομές που η «μητέρα» εμφανίστηκε ενώπιον της «κόρης» πολύπλευρα και με πτυχές μέχρι τότε άγνωστες ή φαινομενικά μακρινές. Μπορεί λοιπόν από τη μια το «κράτος-πυρήνας» να ανακούφισε την Τουρκοκυπριακή κοινότητα από τον αποκλεισμό των θυλάκων της προηγούμενης δεκαετίας, όμως την ίδια στιγμή μετέτρεψε την «κόρη» σε αντικείμενο κοινωνικής μηχανικής. Με το πέρασμα των χρόνων ούτε οι «Τούρκοι αδερφοί στην Κύπρο» ήταν αυτοί που τα στερεότυπα προωθούσαν στην Τουρκία, αλλά ούτε και «οι σωτήρες από την Τουρκία» ήταν τελικά οι ίδιοι με αυτούς που ο εθνικιστικός μύθος καλλιεργούσε στην Κύπρο.

Στην εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν μετά το 1974 μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, είναι όντως πολλά τα πεδία της «αμοιβαίας απογοήτευσης». Η πολύπλευρη παρέμβαση της Άγκυρας άγγιζε κάθε σφαίρα της ζωής των Τουρκοκυπρίων. Από την οικονομία, το πολιτικό σύστημα και τον πολιτισμό, η εκάστοτε πολιτική ελίτ της Τουρκίας ήθελε να «μεταμορφώσει» την κοινότητα. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να εκφράσει τα επίπεδα του τουρκισμού ή «μουσουλμανισμού που ανέμενε η Άγκυρα. Το ίδιο κομμάτι των Τουρκοκυπρίων ήταν πάντα «ύποπτο» και «επιρρεπής» σε ζητήματα ομαλοποίησης των σχέσεων με τους Ελληνοκύπριους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η αποικιοκρατικού τύπου αντιμετώπιση της κοινότητας από την Άγκυρα οδήγησε σε μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης, η οποία διακρίνεται πλέον πιο καθαρά τόσο στην Τουρκία, όσο και στην Κύπρο.

Η «κακή μητριά» αντικαθιστά τη «μητέρα πατρίδα»

Είναι ακριβώς αυτή η αμφισβήτηση της εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών που σε συνδυασμό με την σχετικά μακρόχρονη απουσία ουσιαστικής συζήτησης του Κυπριακού στην Τουρκία, οδηγεί σε κάποιες παρερμηνείες των αντανακλαστικών της Άγκυρας. Η συνεχιζόμενη κρίση στις σχέσεις Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων και η έλλειψη εμπιστοσύνης, δημιουργεί όντως διαφορετικές προσλαμβάνουσες στην Άγκυρα. Είναι γεγονός ότι σήμερα, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία των νέων σχέσεων που προκαλεί η διαχείριση των κατεχομένων από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), μπορεί να συναντήσει κάποιος πιο εύκολα «ρεαλιστικές» απόψεις για την Κύπρο και τους Τουρκοκύπριους, χωρίς να σημαίνει ότι εξαφανίστηκαν οι αντιλήψεις τύπου Μπουλούτ.

Η συγκεκριμένη εξέλιξη προκύπτει και ως προϊόν της νέας δομικής σχέσης που προσπαθεί να χτίσει η εξουσία Έρντογαν με τα βόρεια εδάφη της Κύπρου, ιδιαίτερα μετά την αποτυχία των δημοψηφισμάτων του 2004. Τα τελευταία χρόνια η τουρκική κυβέρνηση, δηλαδή ο καθοριστικότερος χρηματοδότης της «ΤΔΒΚ», επιδιώκει να «πειθαρχήσει» την Τουρκοκυπριακή κοινότητα σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα. Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια η Άγκυρα του ΑΚΡ μετατράπηκε σε ένα είδος Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τους Τουρκοκύπριους, επιβάλλοντας οικονομικά πακέτα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων. Η εισαγωγή ενός νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού από την Άγκυρα, αλλά κυρίως η ρητορική νοηματοδότηση αυτής της προσπάθειας, προκάλεσε νέες εντάσεις στις σχέσεις των δύο μερών, οι οποίες εκφράζονται και στην ίδια την Τουρκία.

Χωρίς να το επιδιώκει, η προσπάθεια του ΑΚΡ για μια συνολική νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση των κατεχομένων έχει προκαλέσει ρήγματα στη «μυθολογική» αντιμετώπιση των Τουρκοκυπρίων σε δύο άξονες: Ο πρώτος εκφράζεται από τις προαναφερθείσες αναφορές του Μπουλούτ. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, οι Τουρκοκύπριοι και ο χώρος τους είναι κομμάτι της ισλαμικής ανάγνωσης της περιοχής και η οποιαδήποτε προσπάθεια μείωσης του ελέγχου της Άγκυρας γίνεται αντιληπτή ως περίπου μια «ξενόφερτη συνομωσία».

Ο δεύτερος άξονας, εξίσου σημαντικός, εκφράζεται από πολιτικούς αλλά και δημοσιογραφικούς κύκλους, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την Τουρκοκυπριακή κοινότητα και το Κυπριακό ως «πρόβλημα». Η συνεχής πίεση της τουρκικής κυβέρνησης για δημοσιονομική πειθαρχία στα κατεχόμενα, η διαρκής επιβολή μέτρων λιτότητας και η υπόμνηση ότι οι Τουρκοκύπριοι «πρέπει να διορθωθούν», προκαλούν ισχυρές αντιδράσεις της κοινότητας. Αλλά την ίδια στιγμή προκαλούν και την εμφάνιση αντιλήψεων εντός Τουρκίας που ακριβώς εντάσσονται στο περιβάλλον του ότι «κάτι προβληματικό» υπάρχει στην Κύπρο. Για αυτή τη μερίδα των αντιλήψεων, η «ΤΔΒΚ» δεν είναι ένας «ιερός χώρος» επιβεβαίωσης της μεγαλοσύνης του τουρκικού έθνους, αλλά ένα «προβληματικό καθεστώς» που πρέπει να αλλάξει και να διορθωθεί. Με αυτό τον τρόπο πληθαίνουν οι φωνές που περιγράφουν τους Τουρκοκύπριους ως «αχάριστους τεμπέληδες», «αγνώμονες», «παράσιτα». Ο ίδιος ο Έρντογαν το 2011 αποκάλεσε τις μάζες των Τουρκοκυπρίων που διαμαρτύρονταν ενάντια στα οικονομικά μνημόνια ως «αναγιωτούς-τρόφιμους», υπονοώντας φυσικά ότι δεν εκτιμούν την οικονομική «βοήθεια» της Τουρκίας.

Η συνέχιση της διχοτόμησης ως εστία αλυτρωτισμού

Μια γενικότερη αξιολόγηση της θέσης της Κύπρου και του Κυπριακού στα πλαίσια του τουρκικού δημόσιου χώρου, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την μακρόχρονη ρευστότητα στις δομικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων μετά το 1974. Είναι γεγονός ότι το Κυπριακό ως πολιτικό ζήτημα δέχτηκε σοβαρές μεταβολές στο πως γίνεται αντιληπτό από μεγάλο μέρος της κοινωνίας στην Τουρκία. Είναι επίσης αλήθεια ότι η γενικότερη του απουσία από τις καθημερινές αντιπαραθέσεις στην Τουρκία, αποκαλύπτει μέρος των σημαντικών μεταβολών που σημειώθηκαν. Όμως κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθεί. Το νέο επίπεδο των δομικών σχέσεων που επιβάλλει το ΑΚΡ με τους Τουρκοκύπριους, δημιουργεί νέες προσλαμβάνουσες για το τι σημαίνει Κύπρος και Τουρκοκυπριακή κοινότητα στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ωστόσο μέχρι στιγμής, αυτό το επίπεδο δομικής σχέσης δε διασφαλίζει μια ολοκληρωμένη και αδιαμφησβήτητη καλλιέργεια αντιλήψεων για μια δημοκρατική σχέση μεταξύ Άγκυρας και Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Μια πιθανή επιδείνωση της κατάστασης στο τραπέζι των συνομιλιών για το Κυπριακό και μάλιστα σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία, είναι δυνατό να μετατρέψει το ζήτημα σε εστία αλυτρωτικών εξάρσεων.

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 27 Νοεμβρίου 2016