H συμμαχία Κίνας-Πακιστάν και η αμερικανική «στροφή στην Ασία»




Μετά από πολλά καταστροφικά χρόνια απόπειρας ελέγχου της Μέσης Ανατολής, η κυβέρνηση Ομπάμα επαναπροσδιορίζει την εξωτερική πολιτική της για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων, στρεφόμενη στην οικονομικά εύρωστη Ανατολική Ασία. 


Του Μurtaza Hussain


Η «στροφή στην Ασία» του Ομπάμα γίνεται αντιληπτή ως μια προσπάθεια των ΗΠΑ να περιορίσoυν την οικονομική και πολιτική επιρροή της Κίνας στην περιοχή. Όμως, η αυξανόμενη αμερικανική πίεση στην ανατολική περιφέρεια της Κίνας είχε ως αποτέλεσμα μια ενδιαφέρουσα αντίδραση: οδήγησε την Κίνα να αναζητήσει σε άλλες χώρες της ηπείρου ευκαιρίες εμπορίου, επενδύσεων και οικοδόμησης διπλωματικής επιρροής.

Βασικός προσανατολισμός σε αυτή την αλλαγή πλεύσης της Κίνας ήταν η γειτονική της χώρα στα δυτικά, το Πακιστάν. Μια σειρά από κοινά έργα υποδομής της Κίνας και του Πακιστάν βρίσκονται σε εξέλιξη, τα οποία φέρουν συνολικά την ονομασία «Οικονομικός Διάδρομος Κίνας-Πακιστάν» (CPEC). Αυτές οι επενδύσεις στοχεύουν στο να ενισχύσουν οικονομικά το Πακιστάν και να ενδυναμώσουν τους δεσμούς με τη δυτική Κίνα, ενώ για την ίδια την Κίνα σηματοδοτούν την πρόσβαση σε λιμάνια στον Ινδικό Ωκεανό.

Μολονότι αυτό το σχέδιο επενδύσεων θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη για την περιοχή, έχει δημιουργήσει εντάσεις με την Ινδία, με την οποία τόσο η Κίνα, όσο και το Πακιστάν είχαν τεταμένες σχέσεις στο παρελθόν. Ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα θα επιχειρήσει να διευρύνει την επιρροή της μέσω του Πακιστάν και η αντίδραση των άλλων ισχυρών κρατών θα καθορίσουν αν η Nότια και Κεντρική Ασία θα μπουν σε μια νέα εποχή διαμοιρασμού του πλούτου ή θα παραμείνουν εγκλωβισμένες σε έναν κύκλο διαμάχης.

Κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στο Πακιστάν, το 2015, ο κινέζος Πρόεδρος Ζι Τζινπίνγκ υπέγραψε μια σειρά από συμφωνίες υψηλού ενδιαφέροντος ύψους 46 δισ. δολαρίων για την κατασκευή αυτοκινητόδρομων, λιμανιών και ενεργειακής υποδομής στο Πακιστάν από κινέζικες εταιρίες.

Αυτά τα σχέδια σχετίζονται με την ευρύτερη προσπάθεια της Κίνας να διευρύνει την οικονομική και πολιτική επιρροή της στην Ασία, γνωστή με το όνομα «Οικονομική Πρωτοβουλία, Δρόμος του Μεταξιού». Επίσης, η μαζική επένδυση της Κίνας στο Πακιστάν παρουσιάζεται ως οικονομική ενίσχυση της μακρόχρονης στρατιωτικής και πολιτικής σχέσης ανάμεσα στις δύο χώρες.

Μιλώντας στο πακιστανικό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του, ο Τζινπίνγκ έκανε λόγο για μια σειρά τραυματικών ιστορικών γεγονότων που έφεραν τις δύο χώρες κοντά, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα: «Τόσο η Κίνα, όσο και το Πακιστάν υπέφεραν από την ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική επίθεση και καταπίεση. Για αυτό και αναπτύξαμε αμοιβαία συμπάθεια και υποστήριξη», είπε. «Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ ότι το Πακιστάν υπήρξε μια από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν τη Νέα Κίνα και η πρώτη ισλαμική χώρα που εγκαινίασε διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα», πρόσθεσε. Επίσης, σημείωσε ότι από τα πρώτα χρόνια της νεοσύστατης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το Πακιστάν τη βοήθησε να υπερβεί τον αποκλεισμό από τις ξένες δυνάμεις και να διεκδικήσει μια θέση στα Ηνωμένα Έθνη.

Πολιτικοί του Πακιστάν έδωσαν την υπόσχεση ότι τα δισεκατομμύρια δολάρια των κινέζικων επενδύσεων σε υποδομές θα «αλλάξουν το τοπίο» στην οικονομία του Πακιστάν, μετά από πολλά χρόνια αστάθειας. Όμως το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που επενδύθηκε σε αυτές τις συμφωνίες δημιούργησε φόβους ότι αυτές θα υπονομευθούν από τους στρατηγικούς αντιπάλους του Πακιστάν. Ο πακιστανικός στρατός –του οποίου οι επικεφαλής έχουν μια σταθερή εμμονή με την Ινδία, ακόμα και σε ειρηνικές περιόδους— ισχυρίζονται ότι οι ινδικές μυστικές υπηρεσίες και οι εντεταλμένοι τους υποκινούν επιθέσεις για να σαμποτάρουν τα σχέδια του Οικονομικού Διαδρόμου Κίνας-Πακιστάν.

Ενώ οι απόψεις ανάμεσα στους ινδούς πολιτικούς ποικίλουν, πολεμοχαρείς προσωπικότητες του κυβερνώντος κόμματος αντιμετωπίζουν, πράγματι, το σχέδιο του Οικονομικού Διαδρόμου με τρόμο. Την επέτειο της Ημέρας Ανεξαρτησίας της Ινδίας, τον Αύγουστο, ο πρωθυπουργός Ναρέντα Μόντι έβγαλε έναν λόγο, στον οποίο φάνηκε να υποστηρίζει τις αποσχιστικές τάσεις σε περιοχές του Πακιστάν όπου θα υλοποιηθούν μεγάλα έργα του Οικονομικού Διαδρόμου. «Σήμερα από το Κόκκινο Οχυρό, θέλω να χαιρετίσω και να ευχαριστήσω μερικούς ανθρώπους», είπε ο Μόντι, προσθέτοντας «τις τελευταίες μέρες, κάποιοι άνθρωποι στο Μπαλουχιστάν, το Γκιλγκίτ και το υπό πακιστανική κατοχή Κασμίρ με ευχαρίστησαν, εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους και τις ευχές τους προς το πρόσωπό μου».

Ο λόγος του Μόντι αντιμετωπίστηκε στο Πακιστάν ως απειλή υπονόμευσης των σχεδίων του Οικονομικού Διαδρόμου. Αλλά σήμανε συναγερμό και στην Κίνα, όπου οι συγκεκριμένες επενδύσεις θεωρούνται τόσο ως οικονομική ευκαιρία, όσο και ως μέσο σταθεροποίησης του Πακιστάν, της γείτονος χώρας που βρέθηκε στα πρόθυρα του χάους, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Πακιστάν έχουν μειωθεί τα τελευταία δύο χρόνια, μετά από την εκτεταμένη δράση του στρατού στις περιοχές που διεκδικούν ανεξαρτησία, αλλά η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις ως προς τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σταθερότητα.

Η επένδυση της Κίνας έχει ως στόχο την ενίσχυση της οικονομίας του Πακιστάν, αλλά και τη δημιουργία αγοράς για την πλεονασματική κινέζικη παραγωγή, η οποία θα μειώσει την εξάρτηση της Κίνας από άλλους εμπορικούς δρόμους της Νοτιοανατολικής Ασίας, και κυρίως από τον Πορθμό της Μαλάκκα.

«Υπάρχει μια αντίληψη από την πλευρά της Κίνας ότι χρειάζεται να σταθεροποιηθεί η δυτική περιφέρειά της και ότι η καλύτερη οδός για αυτό είναι η οικονομική», λέει ο Άντριου Σμαλ, συνεργάτης του German Marshall Fund, ένα διατλαντικό think tank. «Οι κινέζικες κρατικές βιομηχανίες έχουν μεγάλο πλεόνασμα παραγωγής που επιθυμούν να εξάγουν. Ταυτόχρονα, στο Πακιστάν, η παρούσα κυβέρνηση εξελέγη με ένα πρόγραμμα που υπόσχεται την επανεκκίνηση της οικονομίας με έργα μεγάλης κλίμακας στις υποδομές και την ενέργεια, επομένως υπάρχει μια σύμπτωση συμφερόντων των δύο χωρών», εξηγεί.

Ο Σμαλ είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Άξονας Κίνας-Πακιστάν», που εκδόθηκε το 2015 και αναλύει τη στρατηγική σχέση την οποία ανέπτυξαν οι δύο χώρες, τις τελευταίες δεκαετίες. Ιστορικά αυτή η σχέση θεμελιώθηκε μέσα από τη στρατιωτική και πολιτική συνεργασία στο επίπεδο των ελίτ. Είναι γνωστό ότι πακιστανοί διπλωμάτες βοήθησαν στην οικοδόμηση σχέσεων της Κίνας με τις ΗΠΑ, την περίοδο της διακυβέρνησης του Νίξον. Από την πλευρά της η Κίνα έχει υπάρξει εδώ και πολλά χρόνια πηγή στρατιωτικού εξοπλισμού και υπηρεσιών για τις πακιστανικές ένοπλες δυνάμεις.

Όμως, σήμερα, η Κίνα αντιμετωπίζει το Πακιστάν ως περιοχή για να προβάλλει και την «ήπια ισχύ» (soft power) της. Παρά τον γιγαντιαίο πληθυσμό της και το οικονομικό και στρατιωτικό της εκτόπισμα, από πολιτική σκοπιά η Κίνα παραμένει σχετικά απομονωμένη στην περιοχή.

Οι σχέσεις με την Ιαπωνία, την Ινδία και τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας είναι συχνά τεταμένες, ενώ η υποστήριξή της στη Βόρεια Κορέα αντιμετωπίζεται συχνά από πολλούς περισσότερο ως βαρίδι παρά ως συμμαχία. Όπως γράφει ο Σμαλ, η θερμή σχέση της Κίνας με το Πακιστάν θεωρείται από κινέζους ηγέτες κομβικής σημασίας, καθώς αποτελεί μια συμμαχία εξωτερικής πολιτικής που έχει «δοκιμαστεί μέσα στις δεκαετίες, προϋποθέτει ευρεία υποστήριξη από όλο το πολιτικό και θεσμικό φάσμα και έχει λαϊκή υποστήριξη».

Αυτή η συμμαχία δεν σήμαινε πολλά για τον υπόλοιπο κόσμο όσο η Κίνα ήταν απασχολημένη με τους δικούς της παράγοντες αστάθειας. Όμως, αυτή τη στιγμή που η χώρα έχει αναδυθεί ως βασική οικονομική και πολιτική δύναμη, οι επιλογές συμμαχιών εξωτερικής πολιτικής που κάνει έχουν τεράστια σημασία.

«Η Κίνα επιδιώκει να αναπτύξει δυνατότητες για την προβολή της ισχύος της στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Αφρική και τον Ινδικό Ωκεανό που θα της επιτρέψουν να διεξάγει επιχειρήσεις, όπως η διοχέτευση των εργαζομένων της στη Λιβύη, το 2011», λέει ο Σμαλ.

Και προσθέτει: «Χρειάζεται τις διευκολύνσεις που παρέχει το Πακιστάν, αλλά επίσης θέλει να δείξει ότι οι κινέζικες διπλωματικές σχέσεις έχουν σημαντικά οφέλη για τους πιθανούς συμμάχους τόσο σε πολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο».

[…]

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Intercept, την 1η Σεπτεμβρίου 2016.

Για τον συγγραφέα

Ο Μurtaza Hussain είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής. Η δουλειά του επικεντρώνεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, την εξωτερική πολιτική και τα πολιτισμικά θέματα. Αρθρογραφεί στα New York Times, Guardian, Globe and Mail, Salon.