H ΤΤΙP μπορεί να τελείωσε, όμως κάτι ακόμα χειρότερο έρχεται




Τελείωσε; Μπορεί να είναι αλήθεια; Αν είναι έτσι, πρόκειται για τη νίκη μιας καμπάνιας που κάποτε έμοιαζε να μην έχει καμιά ελπίδα προσπαθώντας να ρίξει το φρούριο της πολιτικής, εταιρικής και γραφειοκρατικής εξουσίας.


Του George Monbiot


Η TTIP –η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων– μοιάζει να έχει πεθάνει. Ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ υποστηρίζει ότι «οι συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποτύχει». Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς ανακοίνωσε «ξεκάθαρο αδιέξοδο». Οι βέλγοι και αυστριακοί υπουργοί δήλωσαν το ίδιο. Η δύναμη των ανθρώπων κερδίζει. Προς το παρόν.

Όμως, οι λομπίστες που επιθυμούν ένα τέτοιο καταστατικό για τα εταιρικά δικαιώματα δεν παραιτούνται ποτέ. Μπορεί η TTIP να φεύγει από το προσκήνιο υπό το βάρος της κατακραυγής, αλλά μια άλλη συμφωνία με τις ίδιες πιθανότατα συνέπειες βρίσκεται σε εφεδρεία. Και πρόκειται για πιο εξελιγμένη εκδοχή, που περιμένει απλώς τελική αποδοχή.

H Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CΕΤΑ) είναι φαινομενικά μια συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και τον Καναδά. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί «τι κακό μπορεί να έχει μια συμφωνία με τον Καναδά;».

Ωστόσο, η συμφωνία επιτρέπει σε κάθε εταιρία που λειτουργεί εκεί, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η κεντρική έδρα της, να μηνύει κυβερνήσεις σε ένα διεθνές δικαστήριο. Απειλεί να καταργήσει στην πράξη νόμους που προστατεύουν τους πολίτες από την εταιρική εκμετάλλευση και αποδυναμώνει τη δυνατότητα των κυβερνήσεων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να νομοθετούν πάνω σε αυτό το ζήτημα.

Το ότι δεν υπάρχει καμιά λαϊκή εντολή για τέτοιου είδους συμφωνίες είναι ένας πολύ μετριοπαθής τρόπος να περιγράψουμε το μέγεθος της απόρριψής τους: συγκεντρώνουν ένα πρωτοφανές κύμα αντίδρασης των πολιτών εναντίον τους.

Στην πλατφόρμα της συμβουλευτικής διαδικασίας που υιοθέτησε απρόθυμα η ΕΕ για την αξιολόγηση της ΤΤΙP, η πρόβλεψη της συμφωνίας για διασφάλιση νέων νομικών δικαιωμάτων στις εταιρίες συγκέντρωσε 150.000 απαντήσεις από το κοινό, 97% εκ των οποίων ήταν εχθρικές σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όμως η ελευθερία επιλογής αναγνωρίζεται μόνο όταν ψωνίζεις βούτυρο… Για τις μεγάλες αποφάσεις δεν υπάρχει εναλλακτική.

Δεν είναι σαφές κατά πόσο τα εθνικά κοινοβούλια θα μπορέσουν να ασκήσουν βέτο στη CETA. H ευρωπαία Επίτροπος Εμπορίου υποστήριξε ότι δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη: η συμφωνία θα τεθεί μόνο ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αλλά ακόμα και αν υπάρξει δυνατότητα των εθνικών κοινοβουλίων να διαβουλευθούν πάνω στη συμφωνία, η μόνη απόφαση που θα μπορούν να λάβουν είναι «αποδοχής ή απόρριψης», καθώς το περιεχόμενό της θεωρείται ήδη πλήρως διαμορφωμένο.

Μόνο αφότου ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους ευρωπαίους και τους καναδούς αξιωματούχους και το κείμενο της συμφωνίας διέρρευσε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να το δημοσιεύσει.

Είναι ένα κείμενο 1.600 σελίδων. Δεν έχει ούτε περιεχόμενα, ούτε επεξηγηματικές ενότητες. Όσον αφορά τη διαφάνεια, την ισοτιμία και την ευκρίνεια, το κείμενο της συμφωνίας παραπέμπει σε εκείνες της συμφωνίες εδαφικής εκχώρησης που καλούνταν να υπογράψουν αφρικανοί αρχηγοί τον 19ο αιώνα. Πολύ δύσκολα οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι θα μπορέσουν να στηρίξουν την απόφασή τους σε έγκυρη πληροφόρηση.

Αν σήμερα κάποιος ψάχνει να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο αμάξι, ο πωλητής μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορα κόλπα, αλλά είναι επίσης υποχρεωμένος –χάρη στην ευρωπαϊκή νομοθεσία προστασίας του καταναλωτή– να εκθέσει τους ενδεχόμενους κινδύνους και τους περιορισμούς.

Αν όμως θελήσουμε να μάθουμε κατά πόσο αυτή η συμφωνία είναι επωφελής ή όχι, δεν έχουμε την ανάλογη προστασία. Η ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μάς πληροφορεί απλώς για τους υπέροχους «τροχούς» της χωρίς να αναφέρει ούτε λέξη για τους κινδύνους.

Και ιδού η απάντηση στο αν οι διαπραγματεύσεις για τη CETA διεξήχθησαν μυστικά: «Όχι επουδενί…. Στη διάρκεια των πέντε ετών που κράτησαν οι συνομιλίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποίησε πολλές συναντήσεις διαβούλευσης με την κοινωνία των πολιτών και τους ενδιαφερόμενους φορείς».

Ακολουθώ το λινκ που δίνει η ιστοσελίδα και διαπιστώνω ότι έχουν γίνει τέσσερις συναντήσεις, όλες τους στις Βρυξέλλες και πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες είχαν εταιρικές εμπορικές ενώσεις, οι οποίες πιθανότητα ήταν ούτως ή άλλως μέρος της διαδικασίας.

Πού υπήρξε δημοσιότητα; Πού υπήρξε η προσπάθεια απεύθυνσης πέρα από τον προαποφασισμένο κύκλο από λομπίστες και «συνεταίρους»; Ποια προσπάθεια έγινε για μεταφορά της συζήτησης σε άλλα κράτη; Ποιος διάλογος έγινε για να αναζητηθεί η πραγματική στάση της κοινής γνώμης, για να μην πούμε η συγκατάθεση; Αν αυτό είναι διαφάνεια, τρέμω στην ιδέα να φανταστώ τη μυστικότητα.

Έχοντας δώσει πολύωρες μάχες με το κείμενο της συμφωνίας, συνειδητοποίησα ότι δεν έχω καμιά ελπίδα να καταλάβω τις συνεπαγωγές της. Χρειάστηκε λοιπόν να καταφύγω στους ειδικούς που εργάζονται στο πλαίσιο της οργάνωσης Attac στη Γερμανία και στο Καναδικό Κέντρο για Εναλλακτικές Πολιτικές (Canadian Centre for Policy Alternatives).

Όπως και η TTIP, η CETA «κλειδώνει» την ιδιωτικοποίηση, καθιστώντας αδύνατη την επανεθνικοποίηση (για παράδειγμα των βρετανικών σιδηροδρόμων), όπως επίσης και την απόπειρα πόλεων να αναλάβουν τον έλεγχο δημόσιων υπηρεσιών που καταρρέουν (όπως για παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε ο Tζόζεφ Τζάμπερλεν στο Μπέρμινγκχαμ τον 19Ο αιώνα και έθεσαν τις βάσεις για τις σύγχρονες κοινωνικές παραοχές).

Όπως και η ΤΤΙP, η CETA χρησιμοποιεί έναν διεσταλμένο ορισμό τόσο της έννοιας της επένδυσης, όσο και της ιδιοποίησης, που επιτρέπει σε επιχειρήσεις να μηνύουν τις κυβερνήσεις όταν θεωρούν ότι τα «μελλοντικά προσδοκώμενα κέρδη τους» απειλούνται από την θέσπιση νέων νόμων.

Επίσης όπως η TTIP, περιορίζει τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να προστατεύουν τους πολίτες. Φαίνεται, για παράδειγμα, ότι απαγορεύει κανόνες που θα απέτρεπαν τη διόγκωση τον τραπεζών που θα τις οδηγούσε σε κατάρρευση. Απειλεί ρυθμιστικούς νόμους και άλλες προστατευτικές διατάξεις της κοινής λογικής.

Οτιδήποτε δεν εξαιρείται ρητά από τη συμφωνία, θεωρείται ότι καλύπτεται από αυτήν. Με άλλα λόγια, αν οι κυβερνήσεις δεν επισημάνουν ένα πιθανό απρόοπτο πριν ακόμα ανακύψει, θα πρέπει να ζήσουν με αυτό, δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται, για παράδειγμα, να έχει παραιτηθεί από την αξίωση διαχωρισμού επένδυσης και λιανικής τραπεζικής (retail banking).

H CETA υποτίθεται ότι είναι μια συμφωνία εμπορίου, όμως στην πραγματικότητα πολλές από τις προβλέψεις της δεν έχουν καμία σχέση με το εμπόριο. Αποτελούν απόπειρες περιορισμού της δημοκρατίας για λογαριασμό της εταιρικής εξουσίας.

Χιλιάδες άνθρωποι στον Καναδά και την Ευρώπη θέλουν να βγουν από τη νεοφιλελεύθερη εποχή. Όμως τέτοιου είδους συμφωνίες οριστικοποιούν την παραμονή μας σε αυτήν, επιτρέποντας στους πολιτικούς που έχουμε απορρίψει να μας κυβερνούν ακόμα και μετά θάνατον.

Αν τα κοινοβούλια απορρίψουν αυτήν τη συμφωνία, ετοιμάζεται μια νέα: η Συμφωνία Εμπορίου Υπηρεσιών (TISA), την οποία η ΕΕ διαπραγματεύεται παράλληλα με τις ΗΠΑ και άλλα 21 κράτη.

Η κυβέρνηση της Τερέσα Μέι έχει εκφραστεί με ενθουσιασμό. Όπως ανακοίνωσε το Τμήμα Διεθνούς Εμπορίου: «Η Μεγάλη Βρετανία παραμένει αφοσιωμένη στη φιλόδοξη Συμφωνία Εμπορίου Υπηρεσιών». Τόσα πολλά για την ανάκτηση του ελέγχου, λοιπόν.

Οι λομπίστες των εταιριών και οι κυβερνήσεις που έχουν υπό την ομηρία τους επιδιώκουν να επιβάλλουν αυτές τις συμφωνίες πάνω από 20 χρόνια τώρα, με πρώτο παράδειγμα την Πολυμερή Συμφωνία Επενδύσεων (ΜΑI), η οποία αποσύρθηκε, όπως η TTIP, μετά από μαζικές διαδηλώσεις το 1998. Με απόλυτη μυστικότητα, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, οι εμπνευστές τους θα εξακολουθούν να επιστρέφουν στο θέμα, με την ελπίδα να καμφθεί κάποια στιγμή η αντίστασή μας.

Όταν κάποιοι ισχυρίζονται ότι το τίμημα της ελευθερίας είναι η διαρκής επαγρύπνηση, αυτό εννοούν. Αυτός ο αγώνας θα συνεχιστεί για όλη μας τη ζωή. Και πρέπει να πετυχαίνουμε κάθε φορά. Εκείνοι αρκεί να πετύχουν μία. Ας μην εγκαταλείψουμε τον σκοπό μας. Ας μην τους αφήσουμε να κερδίσουν.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Censoo, στις 9 Σεπτεμβρίου 2016.

Βλ. επίσης: Επεξηγηματική ανάλυση του Canadian Centre for Policy Alternatives για τη CETA.

Για τον συγγραφέα

Ο George Monbiot είναι βρετανός συγγραφέας, οικολόγος και πολιτικός ακτιβιστής. Αρθρογραφεί στον Guadian και έχει εκδώσει τα βιβλία «Captive State: Τhe Corporate Takeover of Britain» και «Feral: Searching for Enchantment on the Frontiers of Rewilding» (2013).