Ήταν πράγματι το προσφυγικό καθοριστικό για τις εκλογές του Βερολίνου;




Τον τελευταίο χρόνο η γερμανίδα Καγκελάριος έχει δει τα ποσοστά του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών να μειώνονται σε όλη την Γερμανία. Οι εκλογές στο κρατίδιο του Βερολίνου δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Οι πρώτες αναλύσεις για το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα στο κρατίδιο του Βερολίνου εστιάζουν στο ζήτημα του προσφυγικού και την πολιτική της «κουλτούρας φιλοξενίας» την οποία εφαρμόζει η Α. Μέρκελ, όμως μια προσεκτικότερη ανάλυση ίσως θα έπρεπε να εστιάζει εξίσου και στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.


του Βίκτωρα Χρηστίδη


Οι σημαντικές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής στο Βερολίνο, επεφύλασσαν μεγάλες εκπλήξεις για τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις. Με μια γρήγορη ματιά ο μεγάλος νικητής είναι το ξενοφοβικό κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) που έλαβε 14,2% των ψήφων. Μεγάλος χαμένος δεν είναι άλλος από τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της Μέρκελ (με ποσοστό 17,6%). Επιπλέον, αν και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) κατέγραψαν ποσοστό 21,6% η πτώση τους από προηγούμενες αναμετρήσεις είναι αξιοσημείωτη. Το ποσοστό 15,6% του Αριστερού Κόμματους (Die Linke) του επιτρέπει να εξερευνήσει τις δυνατότητες διαμόρφωσης ενός συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, πιθανότητα όμως που εμπεριέχει αρκετές προκλήσεις.

Αν και το προσφυγικό ζήτημα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος οι σχετικές αναλύσεις θα πρέπει να αναζητήσουν και άλλα αίτια για την πτώση του κόμματος της κ. Μέρκελ.

Σύμφωνα με το ερευνητικό ινστιτούτο Infratest Dimap  που διενήργησε σχετική δημοσκόπηση, καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή των βερολινέζων δεν ήταν το προσφυγικό αλλά άλλοι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες. Συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε ότι τόσο στο Ανατολικό όσο και στο Δυτικό Βερολίνο περίπου οι μισοί από τους ερωτηθέντες υπέδειξαν ως καταλυτικότερο παράγοντα της επιλογής τους θέματα «κοινωνικής δικαιοσύνης».

Ακολουθούν ζητήματα οικονομίας-απασχόλησης και εκπαίδευσης με ποσοστά κοντά στο 30%, ενώ το προσφυγικό φαίνεται να διαδραμάτισε ρόλο για ένα ποσοστό της τάξης του 24%. (όλη η έρευνα εδώ)

Σε άρθρο του στους FT, ο Wolfgang Munchau αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι “ενώ η δημοσιονομική κρίση επιμένει, η νομισματική και η τραπεζική ένωση παραμένουν ελλιπείς, οι επενδύσεις είναι ελάχιστες και τα επιτόκια αρνητικά, οι ηγέτες της ΕΕ αποφάσισαν να μην εστιάσουν σε αυτές τις δυσάρεστες αλήθειες αλλά να προωθήσουν τον συντονισμό σε άλλους τομείς πολιτικής. Αφού ασχολήθηκαν ανεπιτυχώς με την οικονομία για 15 χρόνια, ήρθε πλέον η ώρα της άμυνας.”

Παράλληλα, όπως σημειώνεται στην ιστοσελίδα eurointelligence  οι βασικοί λόγοι για την δυσαρέσκειας (σε Ευρώπη) στους ψηφοφόρους είναι οι «καταστροφικές οικονομικές πολιτικές» που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης τόσο στην ευρωζώνη όσο και στην Βρετανία.

Ενδεικτικό είναι ότι την στιγμή που οι ηγέτες της ΕΕ προσπαθούν να διαχειριστούν με προσωρινά-επιφανειακά μέτρα ένα ζήτημα που έχει πολύ βαθιές αιτίες, δεν φαίνονται διατεθειμένοι να βάλουν στο τραπέζι, ως πρώτη προτεραιότητα κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα που αφορούν τις ζωές εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών. Αντίθετα η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης μπαίνει στον πολιτικό διάλογο ως μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις για τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Αυτό φάνηκε καθαρά και στη Σύνοδο της ΕΕ στην Μπρατισλάβα . Μελετώντας το τελικό κείμενο της Συνόδου, διακρίνει κανείς ότι το προσφυγικό αποτελεί την βασική αιτία για την ανησυχία των πολιτών. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «οι πολίτες ανησυχούν από μία έλλειψη ελέγχου και φόβου σχετικά με το προσφυγικό, την τρομοκρατία και την οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια».

Στη συνέχεια υποστηρίζεται ότι στόχος είναι να μην επαναληφθεί η ύπαρξη μη-ελεγχόμενων μεταναστευτικών ροών του προηγούμενου χρόνου καθώς και να μειωθεί ο αριθμός των “παράνομων” μεταναστών, ενώ εξίσου σημαντική είναι και η εξασφάλιση για τον πλήρη έλεγχο των εξωτερικών συνόρων. Η μόνη αναφορά στις μετεγκαταστάσεις προσφύγων γίνεται με τον όρο της “εφαρμογής των αρχών της υπευθυνότητας και αλληλεγγύης στο μέλλον”.

Αναφορικά με τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα το κείμενο της Συνόδου δίνει έμφαση στο ταμείο στρατηγικών επενδύσεων ενώ μόλις στο 4ο σημείο από τα “συγκεκριμένα μέτρα”, σημειώνεται η απόφαση για τη στήριξη των κρατών μελών στην αντιμετώπιση της ανεργίας στους νέους και σε προγράμματα για την νεανική απασχόληση.

Η παρέμβαση του Ρέντσι, ή πιο σωστά η απογοήτευσή του κατά την Σύνοδο είναι χαρακτηριστική. Σε δηλώσεις του σημείωσε ότι: «η Μπρατισλάβα θα έπρεπε να αποτελέσει το σημείο στροφής για την Ευρώπη, αλλά αντίθετα ήταν μια συνάντηση όπου συζητήσαμε τα σημεία στίξης σε ένα κείμενο που λέει τα πάντα και δεν λέει τελικώς τίποτα”. Δεν έλειψαν και οι αναφορές για την απουσία ριζικής παρέμβασης στα οικονομικά-κοινωνικά ζητήματα.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων δεν είναι η νούμερο ένα προτεραιότητα για την γραφειοκρατία των Βρυξελλών, καθώς κυριαρχούν οι ανησυχίες για το προσφυγικό ή πιο σωστά διατυπωμένα, για την εκμετάλλευση του ζητήματος από ακροδεξιές δυνάμεις. Πάντως, ούτε οι υπόλοιπες, συντηρητικές και φιλελεύθερες δυνάμεις, προτείνουν ριζικές λύσεις για τον τερματισμό των ένοπλων συγκρούσεων. Χωρίς μια ριζική αλλαγή της παραπάνω πολιτικής αλλά και έμφασης στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα η ήττα της Μέρκελ στο κρατίδιο του Βερολίνου θα είναι απλώς η αρχή σε μια διαδικασία που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες.