Από τις 8 Ιουλίου διεξάγεται στο Ιράκ μια σύγκρουση που σε πολλές παραμέτρους της θυμίζει Αραβική Άνοιξη. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες έχουν ξεσηκωθεί, κυρίως στο νότιο τμήμα της χώρας και ειδικά στο πετρελαϊκό κέντρο της Basra (Βασόρας), αλλά και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Najaf (ιερή πόλη των Σιιτών), μέχρι και στη Βαγδάτη.
Του Αλέξανδρου Ζαχιώτη
Αιτία του ξεσηκωμού είναι οι διαλυμένες υποδομές της χώρας: η έλλειψη στοιχειωδών δικτύων ηλεκτρισμού, υδροδότησης και αποχέτευσης, συνδυασμένες με την ακραία καλοκαιρινή ζέστη, κάνουν τη ζωή αφόρητη για τεράστιο τμήμα του πληθυσμού. Επιπλέον, η τεράστια ανεργία, σε αντιδιαστολή με τα επίσης τεράστια κέρδη από τις εξαγωγές πετρελαίου, είναι μια συνθήκη ικανή από μόνη της να πυροδοτήσει μια λαϊκή εξέγερση.
Οι διαδηλωτές θεωρούν υπεύθυνη για αυτή την κατάσταση την πολιτική ελίτ της χώρας, την οποία βλέπουν περισσότερο σαν συνέχεια παρά σαν τομή με την περίοδο κυριαρχίας του Σαντάμ και με τα χαρακτηριστικά αυτής: τη διευρυμένη και άκρατη διαφθορά, το νεποτισμό, το σεκταρισμό, την αδιαφορία για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολλών.
Όπως συνηθίζεται σε περιπτώσεις ξεσηκωμών σε χώρες της Μέσης Ανατολής, διάφοροι αναλυτές, αλλά και οι ίδιες οι κυβερνήσεις, σπεύδουν να «αποκαλύψουν» τον ξένο δάκτυλο πίσω από τα γεγονότα. Έτσι και τώρα, γίνεται λόγος για εμπλοκή του Ιράν με σκοπό να σαμποτάρει την ιρακινή πετρελαϊκή παραγωγή, προκειμένου να κάνει αισθητή σε παγκόσμια κλίμακα την έλλειψη του δικού του πετρελαίου, στο φόντο των αμερικανικών κυρώσεων. Εγχώριοι πολιτικοί παράγοντες, από την άλλη, κάνουν λόγο για εμπλοκή των χωρών του Κόλπου, ενδεχομένως και του αμερικανικο-ισραηλινού παράγοντα, με στόχο την αποσταθεροποίηση του Ιράκ κι άρα την περεταίρω αποδυνάμωση του Ιράν.
Και για τις δύο παραπάνω περιπτώσεις υπάρχει ο αντίλογος: σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό για εμπλοκή των χωρών του Κόλπου ή/και του Ισραήλ (και των ΗΠΑ), θα πρέπει να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις αυτές λαμβάνουν χώρα στον κατα πλειοψηφία Σιιτικό Νότο και μάλιστα τις έχει στηρίξει μέχρι και ο ανώτατος ιρακινός Σιίτης άρχων, ο Μεγάλος Αγιατολάχ Αλί Σιστανί, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες έχει ως έδρα το Ιράν. Από την άλλη, για το Ιράν θα ήταν πράγματι μεγάλο ρίσκο να βασίσει την επιβίωση των πετρελαϊκών του εξαγωγών σε μια δυνάμει αποσταθεροποιητική κατάσταση μιας χώρας που είναι υπό την επιρροή του, τη στιγμή που παλεύει ενάντια στην απομόνωσή του. Άλλωστε, είναι αρκετά πιθανό ότι η αφορμή των διαδηλώσεων να ήταν η απόφαση του Ιράν να διακόψει την παροχή ηλεκτρισμού στη Βασόρα, σε μια περίοδο που η θερμοκρασία αγγίζει τους 50oC.
Πριν όμως φτάσουμε στο περίπλοκο –και αδιαφανές στην πραγματικότητα– γεωστρατηγικό παιχνίδι, οφείλουμε να αναλύσουμε τα γεγονότα στο έδαφος της –πλήρως διαφανούς– υλικής καθημερινότητας των πολλών.
Το Ιράκ είναι από τις πιο πολύπαθες γωνίες αυτού του πλανήτη. Από το καθεστώς σχετικής ευημερίας κι ανάπτυξης που απολάμβανε στη δεκαετία του ’70, βρέθηκε σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων πολέμων και καταστροφών που το έφεραν στη σημερινή κατάσταση διάλυσης.
Σε όλη τη δεκαετία του ’80, το καθεστώς του Σαντάμ πολεμούσε έναν πόλεμο ενάντια στο Ιράν που δεν μπορούσε να κερδίσει. Ωστόσο, το «σπρώξιμο» των ΗΠΑ –οι οποίες με τη σειρά τους ήθελαν να αποδυναμώσουν τη νεοσύστατη Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν– ήταν τόσο όσο, ώστε οι Ιρακινοί να διατηρούν αυτό το μέτωπο για οκτώ ολόκληρα χρόνια, με τραγικές συνέπειες για τους ίδιους.
Έπειτα, μετά την εισβολή του Σαντάμ στο Κουβέιτ, ήρθε ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου και μετά απ’ αυτόν, για όλη τη δεκαετία του ’90, οι κυρώσεις του ΟΗΕ που, όπως συνήθως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ελάχιστα έπληξαν το καθεστώς Σαντάμ, οδήγησαν όμως τον ιρακινό λαό στην ανθρωπιστική καταστροφή. Ύστερα, ήρθε η αμερικανική εισβολή που διέλυσε οτιδήποτε θα μπορούσε να θυμίζει κράτος, ανοίγοντας το δρόμο για τον αιματηρό εμφύλιο της περιόδου 2006-2007. Ο τελευταίος, με τη σειρά του, έβαλε τις βάσεις γι’ αυτό που κάποια χρόνια μετά έγινε γνωστό ως ISIS και το οποίο υπήρξε ένας υπαρξιακός κίνδυνος για το Ιράκ.
Από το περασμένο καλοκαίρι, όπου έληξε η πολύμηνη πολιορκία της de facto πρωτεύουσας του ISIS, Μοσούλης, με ήττα του τελευταίου, υποτίθεται ότι θα έμπαινε τέλος στην παραπάνω μακρά περίοδο πολέμων και καταστροφών. Αυτή, μάλιστα, ήταν και η πλατφόρμα του πρωθυπουργού Haider Al-Abadi, τη νίκη του οποίου στις εκλογές του Μαΐου του 2018 όλοι περίμεναν. Όμως, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Σε μια εκλογική αναμέτρηση που σημαδεύτηκε από την πολύ χαμηλή προσέλευση των ψηφοφόρων (περίπου στο 44%), κάτι που ερμηνεύτηκε ως απαξίωση του πολιτικού συστήματος από τον ιρακινό λαό, νικήτρια αναδείχθηκε η συμμαχία Sairoon της οποίας ηγείται ο Σιίτης κληρικός Muqtada Al Sadr. Ο Al Sadr είναι αρχηγός της οργάνωσης των Σαντριστών, αλλά και της παραστρατιωτικής οργάνωσης Mahdi, η οποία κατά την περίοδο της αμερικανικής κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση – σύμφωνα με τον Al Sadr η οργάνωση αυτή είναι πλέον ανενεργή.
Ο Al Sadr και η οργάνωσή του, έχουν γίνει γνωστοί στο Ιράκ –και όχι μόνο– για τον κοινωνικό και μη σεκταριστικό τους χαρακτήρα. Έχοντας ως προμετωπίδα το κοινωνικό ζήτημα και προτάσσοντας την ανάγκη για μια ανεξάρτητη από τις Μεγάλες Δυνάμεις (ΗΠΑ και Ιράν) πορεία του Ιράκ, με πυρήνα μια λαϊκή ενότητα πάνω από εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις, η Συμμαχία Sairoon κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο μέρος των ψήφων από τις φτωχές συνοικίες των μεγάλων πόλεων του Ιρακινού νότου. Όλα τα παραπάνω, μάλιστα, τα υπογράμμισε η συμμετοχή στη Συμμαχία του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ, μια συμμαχία που μπορεί να δοκιμάζεται μεν από την έντονη επιρροή του θρησκευτικό-γεωπολιτικού παράγοντα στη διαμόρφωση των εξελίξεων [1], διατηρεί τον αξιοπρόσεκτο συμβολισμό της δε.
Παρόλη τη νίκη αυτή που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να σημάνει μια νέα μέρα για το Ιράκ, η κατάσταση μόνο ομαλή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Κατόπιν αντιρρήσεων, έχει ξεκινήσει μια επανακαταμέτρηση των ψήφων και το τελικό αποτέλεσμα ακόμα δεν έχει επικυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ιράκ.
Έτσι λοιπόν, στο καθημερινό αδιέξοδο που βιώνουν οι πολίτες προστίθεται και το πολιτικό αδιέξοδο της πρωτοφανούς πολιτικής ρευστότητας, η οποία γίνεται ακόμα πιο έντονη αν συνυπολογίσει κανείς το ζήτημα των Κούρδων και των δικών τους διεκδικήσεων σε εκτάσεις, καθώς και σε αυτόνομο πολιτικό καθεστώς, αλλά και το στοίχημα της ομαλής επανένταξης των Σουνιτών του Βορρά στον εθνικό κορμό, μετά την περίοδο της κυριαρχίας του ISIS, που έχει πλήξει σε τεράστιο βαθμό την εμπιστοσύνη μεταξύ του πληθυσμού.
Συνθέτοντας την πλήρη εικόνα της συγκυρίας –όπως αυτή καθορίστηκε από τη διαδοχή γεγονότων σε βάθος δεκαετιών– γίνονται αρκετά πιο εμφανείς οι λόγοι για τους οποίους εξεγείρεται ο Ιρακινός λαός. Το αν αυτή η εξέγερση είναι ένα νέο επεισόδιο της Αραβικής Άνοιξης, τη στιγμή που η τελευταία θεωρείται οριστικά τελειωμένη, μένει να το δούμε.
Ωστόσο, σε αντίθεση με εκείνες τις εξεγέρσεις που όσο γρήγορα γκρέμισαν το παλιό κατεστημένο, άλλο τόσο γρήγορα μετατράπηκαν στο αντίθετό τους, δηλαδή σε αφορμή για μια αυταρχική αναδιάταξη της εξουσίας και μια εκ νέου αγκύρωση του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, στην περίπτωση του Ιράκ υπάρχει εν σπέρματι εκείνο το διαφοροποιητικό στοιχείο: συγκροτημένες πολιτικές δυνάμεις που προτάσσουν μια πολιτική υπέρ των συμπερόντων των πολλών, ενάντια στη διαρκή εξάρτηση από τρίτους και πάνω από εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές.
Κανείς δεν μπορεί να αμελήσει την εγγενή πολυπλοκότητα της κατάστασης κι ούτε οφελεί η ωραιοποίηση των πραγμάτων. Άλλωστε, η δημιουργία ενός «αριστερού Ισλάμ» είναι κάτι εξ ορισμού δύσκολο, ενώ η ήττα αντίστοιχων προσπαθειών στη δεκαετία του ’70 μαζί με την ακόλουθη αντεπανάσταση (ισλαμικός και εβραϊκός φονταμενταλισμός με την ευλογία και στήριξη των ΗΠΑ) συνεχίζουν να διαμορφώνουν το πολιτικό περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, τα σπέρματα υπάρχουν και η περίοδος που διανύουμε μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής για την πορεία ολόκληρης της Μέσης Ανατολής.
Για κάθε προοδευτικό πολίτη που βλέπει την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και την επίταση του πολέμου ως κίνδυνο όχι μόνο για τους λαούς της Μέσης Ανατολής, η ύπαρξη ενός εναλλακτικού, ειρηνικού πολιτικού ορίζοντα, αποτελεί ανάσα εντός μια διεθνούς συγκυρίας που γίνεται όλο και πιο «πολεμική». Ας ελπίσουμε ότι θα πάρουμε μια τέτοια ανάσα.
[1] Βλ. την έντονη διαμάχη στο εσωτερικό του ΙΚΚ με θέμα τη συμμαχία του Al-Sadr με τη δεύτερη στις εκλογές συμμαχία Fatah, η οποία αποτελείται κυρίως από δυνάμεις με έντονους δεσμούς με το Ιράν, παρότι ο ίδιος ο Al-Sadr – και πολύ περισσότερο το ΙΚΚ – είναι κριτικός απέναντι στο ρόλο του Ιράν στα εσωτερικά του Ιράκ.