Ένας αναγνώστης που δεν είναι εξοικειωμένος με όσα συμβαίνουν στην ισπανική και την καταλανική πολιτική, τα τελευταία δέκα χρόνια, εκπλήσσεται από τα γεγονότα των ημερών στην Καταλονία. Υπάρχει όλη αυτή η συζήτηση περί «επίθεσης στη δημοκρατία» [1] και «σοβαρής παραβίασης της συνταγματικής νομιμότητας» [2]. Την ίδια ώρα, πολιτικοί αρχηγοί συλλαμβάνονται, επειδή επιθυμούν να πραγματοποιηθεί το δημοψήφισμα, ενώ η αστυνομία περικυκλώνει τα γραφεία πολιτικών κομμάτων και κάνει ελέγχους σε τυπογραφεία και εφημερίδες.
Του Joan Subirats
Όλα αυτά συμβαίνουν στην Ισπανία, σαράντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μετά τη δικτατορία του Φράνκο, που διήρκησε σαράντα χρόνια. Σε μια χώρα, όπου οι πολίτες σίγουρα δεν απολαμβάνουν σημαντικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής πρόνοιας, καθώς η οικονομική και θεσμική δομή της είναι πλήρως υποκείμενη στo ευρωπαϊκό και παγκόσμιο οικοδόμημα.
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Ας μην μπούμε σε πάρα πολλές λεπτομέρειες.
Με κίνδυνο να γίνουμε πολύ σχηματικοί, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα στην ισπανική δημοκρατία αναφορικά με την αναγνώριση της εθνικής της πολλαπλότητας, και ταυτόχρονα μια διαδεδομένη αντίληψη στην καταλανική κοινωνία ότι το ισπανικό πολιτικό σύστημα δεν τους έχει μεταχειριστεί με τον δέοντα σεβασμό.
Το πολιτικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε το 1978, το οποίο επέτρεψε μια νομικά θεμελιωμένη και νόμιμα αναγνωρισμένη λειτουργία της ισπανικής δημοκρατίας για αρκετά χρόνια, έχει αρχίσει να παρουσιάζει προβλήματα. H σκληρή άρνηση για μεταρρύθμισή του –βασισμένη στον φόβο των οικονομικών και πολιτικών ελίτ που εκπροσωπούνται από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, το Λαϊκό Κόμμα (PP) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE)– έχει φτάσει να ακούγεται ως ο επιθανάτιος ρόγχος του.
Στo Σύνταγμα που συνάφθηκε τότε, η ύπαρξη μιας εσωτερικής εθνικής πολλαπλότητας έγινε αποδεκτή μόνο εν μέρει, και στην πράξη εγκαθιδρύθηκε ένα τυποποιημένο αποκεντρωμένο σύστημα, στο εσωτερικό του ενοποιητικού και ομογενοποιητικού πλαισίου που θεμελίωνε τη μοναδική κυριαρχία της Ισπανίας.
Έχει κατά καιρούς συζητηθεί ότι το ισπανικό σύστημα των «Αυτόνομων Κοινοτήτων» είναι εξαιρετικά αποκεντρωμένο, αν εξετάσει κανείς τα ζητήματα για τα οποία οι αυτόνομες κυβερνήσεις μπορούν να αποφασίζουν.
Όμως, σε αυτήν την αποκέντρωση δεν υπάρχει συμβολική και πολιτική αναγνώριση του διαφορετικού αισθήματος του ανήκειν που έχουν οι Καταλανοί, οι Βάσκοι, οι Γαλικιανοί. Πρόκειται για περιοχές όπου η γλώσσα, η ιστορική παράδοση και ο πολιτισμός δημιουργούν διαφορετικές μορφές κατανόησης του ανήκειν.
Όταν τρεις διαφορετικές κρίσεις συνέπεσαν χρονικά –η οικονομική (2007), η πολιτική (οι Αγανακτισμένοι, το 2011) και η εδαφική (τεράστιες κινητοποιήσεις στην Καταλονία το 2012, μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ακύρωνε την απόφαση που είχαν πάρει οι Καταλανοί σε δημοψήφισμα), οι αντιφάσεις, οι πολλαπλές κατηγορίες και τα αιτήματα για αλλαγή στην κατανομή των πόρων ανάμεσα στις Αυτόνομες Κοινότητες οξύνθηκαν. Και αυτή η συνθήκη δημιούργησε εύφορο έδαφος για την κλιμάκωση, το πιο ορατό και περίπλοκο επίπεδο της οποίας βιώνουμε αυτή τη στιγμή.
Πολυεθνικότητα
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την έμμονη άρνηση του Λαϊκού Κόμματος να ανοίξει τον πολιτικό διάλογο πάνω σε αυτό το θέμα;
Είναι φανερό ότι στην υπόθεση της Καταλονίας, η βούληση του Ραχόι και του PP να εμφανιστούν ως εγγυητές της θεσμικής σταθερότητας, της εθνικής ενότητας και της συνταγματικής νομιμότητας, δεν επιτρέπει την παραδοχή της ανάγκης για αλλαγή.
Στη βάση αυτής της άρνησης, ο Ραχόι κατάφερε να στρέψει το Λαϊκό Κόμμα και την κυβέρνηση αποκλειστικά προς τον άξονα της υπεράσπισης της θεσμικής νομιμότητας, πιέζοντας τον χώρο έκφρασης των υπόλοιπων κομμάτων, δηλαδή των Ciudadanos και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Για τον Ραχόι, το ζήτημα δεν είναι πολιτικό, είναι νομικό.
Μόνο οι Podemos τοποθετήθηκαν διαφορετικά, αποδεχόμενοι την πολυεθνικότητα του ισπανικού κράτους και προτείνοντας μια συνελευσιακή διαδικασία, προκειμένου να συζητηθεί το σοβαρό ζήτημα της Καταλονίας.
Η επαναλαμβανόμενη άρνηση επίλυσης της διαμάχης με ένα δημοψήφισμα παρόμοιο με αυτό του Κεμπέκ ή της Σκωτίας, οδήγησε την πλευρά των αυτονομιστών στην κοινοβουλευτική απόφαση του 2014 για διενέργεια δημοψηφίσματος. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν επρόκειτο να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Από τότε, η ανάγκη για διενέργεια δημοψηφίσματος επαναλαμβάνεται διαρκώς, χωρίς ωστόσο να εισακούγεται ούτε από τον Ραχόι ούτε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των ισπανικών θεσμών. Ο Ραχόι επιμένει στην ιδέα ότι δεν υπάρχει δημοκρατία έξω από τη νομιμότητα, αρνούμενος να δεχτεί την αντίληψη ότι μια δημοκρατία είναι ισχυρότερη όταν μπορεί να συμπεριλάβει τη διαφωνία.
Με αυτή την έννοια, ο Ραχόι δεν άφηνε καμία άλλη εναλλακτική στους καταλανούς αυτονομιστές από το να συμμορφωθούν στην κρατούσα τάξη πραγμάτων.
Δημοκρατία
Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου μπορεί να διεξαχθεί με τις minimum εγγυήσεις, καθώς οι διαρκείς παρεμβάσεις της ισπανικής κυβέρνησης, της συνταγματικής δικαιοσύνης και της αστυνομίας, καθιστούν αδύνατη την πραγματοποίησή του.
Όμως, αυτή η στάση της ισπανικής κυβέρνησης και των δικαστικών θεσμών έχει διαμορφώσει ένα γνωσιακό πλαίσιο και έναν άξονα διαμάχης, που διαφοροποιούνται από το δίλημμα «συγκεντρωτισμός ή ανεξαρτησία». Το ερώτημα είναι πλέον περισσότερο «αυταρχισμός ή δημοκρατία». Και το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κινητοποιήσεις στην Καταλονία, που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τη βάση υποστήριξης της ανεξαρτησίας.
Στις 2 Οκτωβρίου, το πρόβλημα θα εξακολουθεί να είναι παρόν. Από την πλευρά των αυτονομιστών, το κατόρθωμα θα είναι ότι δεν θα υπάρχει πλέον διαφυγή από το πρόβλημα, ότι αυτό θα παραμείνει στο επίκεντρο της ισπανικής πολιτικής σκηνής και δεν θα μπορεί να αποφευχθεί η συζήτησή του.
Ο Ραχόι, το PP και οι σύμμαχοί του δεν θα μπορούν να συνεχίσουν να αρνούνται το ζήτημα και να το αντιμετωπίζουν μόνο με την επίκληση της νομιμότητας και την επιστράτευση της καταστολής.
Αυτό είναι ένα σενάριο, για το οποίο είναι σημαντικό να αναζητηθεί ένας δρόμος που δεν θα σημάνει την απόλυτη συντριβή της αντίπαλης πλευράς – ένας δρόμος που θα διαμορφώνει την ικανότητα αναγνώρισης της εθνικής ποικιλομορφίας στην Ισπανία και που θα μεταχειρίζεται με τον αρμόζοντα σεβασμό αυτούς που αναζητούν να εμβαθύνουν τη δημοκρατία στο ισπανικό πολιτικό σύστημα.
[1] Ο ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι χαρακτήρισε ως «επίθεση στη δημοκρατία» την απόφαση του καταλανικού κοινοβουλίου για δημοψήφισμα. [Σ.τ.Μ.]
[2] Η φράση «σοβαρή παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας» αναφέρεται στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ισπανίας, που αποφάσισε την αναστολή του δημοψηφισματικού νόμου που ενέκρινε το καταλανικό κοινοβούλιο. [Σ.τ.Μ]
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο Opendemocracy, στις 22 Σεπτεμβρίου 2017.
Για τον συγγραφέα
Ο Joan Subirats είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Διακυβέρνησης και Δημόσιων Πολιτικών του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης.