Κατηγορώντας τα θύματα: Σε άνοδο ο «ιστορικός αρνητισμός» της δικτατορίας στην Αργεντινή




Τα πρόσφατα σχόλια του Προέδρου της Αργεντινής Μαουρίτσιο Μάκρι, που εκφράζουν αμφιβολίες για τον αριθμό των θανάτων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ταράζουν τους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους επιζώντες και σηματοδοτούν την πρώτη φορά που η ρητορική άρνησης της δικτατορίας εισέρχεται στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο.


του Uki Goni


Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης

Ανάμεσα στις χώρες που έχουν υποστεί μαζικές δολοφονίες κάτω από σκληρές δικτατορίες, η Αργεντινή αποτελεί τη μοναδική ίσως περίπτωση που κατόρθωσε όχι μόνο να φυλακίσει έναν μεγάλο αριθμό πρώην βασανιστών αλλά και να επιτύχει τη συναίνεση όλου του πολιτικού φάσματος ως προς την αναγνώριση ότι το στρατιωτικό καθεστώς της περιόδου 1976-1983 πραγματοποίησε μια χαμηλής έντασης ναζιστικού τύπου γενοκτονία που στερούνταν οποιουδήποτε ηθικού ερείσματος.

Ο δικτάτορας της χώρας Χόρχε Βιντέλα δικάστηκε μόλις δύο χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, και από τότε έχουν καταδικαστεί πάνω από 1.000 άλλοι πρώην αξιωματικοί, γεγονός που καθιστά την Αργεντινή παράδειγμα ανάμεσα στις πρώην δικτατορίες της Νότιας Αμερικής.

Η Χιλή έχει επιτύχει ένα παρόμοιο αριθμό καταδικαστικών αποφάσεων, αλλά ο δικτάτοράς της Αουγκούστο Πινοτσέτ πέθανε χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσει ούτε μια μέρα το δικαστήριο. Στη Βραζιλία και την Ουρουγουάη, όπου παραμένουν σε ισχύ ευρείας έκτασης αμνηστίες, οι βασανιστές αφέθηκαν ελεύθεροι μόνο και μόνο για να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία.

H συναίνεση στην Αργεντινή σχετικά με τη σοβαρότητα των εγκλημάτων της δικτατορικής εποχής γκρεμίστηκε ξαφνικά υπό τον κεντροδεξιό πρόεδρο Mαουρίτσιο Μάκρι.

Τον Αύγουστο, ο Μάκρι αναστάτωσε την κοινότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν εμφανίστηκε να αμφιβάλλει για την ευρύτατα αποδεκτή ιστορική παραδοχή ότι 30.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ερωτηθείς σε συνέντευξή του Buzzfeed για τον αριθμό των ανθρώπων που είχαν δολοφονηθεί, εκείνος απάντησε οργίλως: «Δεν έχω ιδέα. Αυτή είναι μια συζήτηση που δεν πρόκειται να κάνω, είτε ήταν 9.000 είτε 30.000».

Κάποιοι συμπαθούντες τη δικτατορία έχουν, εδώ και καιρό, εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με τον αριθμό των desaparecidos (αγνοουμένων), αλλά τα λόγια του Μάκρι σηματοδότησαν την πρώτη φορά που μια τέτοια ρητορική αναθεωρητισμού της δικτατορίας μπόρεσε να εισέλθει στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο.

Ο Μάριο Ραναλέτι, καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Tres de Febrero της Αργεντινής, έχει ειδικευτεί στη νοοτροπία των αργεντίνικων ομάδων αρνητών. «Θεωρούν ότι η στρατιωτική καταστολή ήταν μια καλή και ηθικά άμεμπτη πράξη», λέει. «Γι ‘αυτούς ο ψυχρός πόλεμος ήταν ένας θρησκευτικός πόλεμος». Ακόμα και σήμερα, ο Ραναλέτι ακούει Αργεντίνους να υποστηρίζουν ότι «θα έπρεπε να τους είχαν σκοτώσει όλους».

Ο δικτάτορας Χόρχε Βιντέλα στην ορκωμοσία του ως Πρόεδρος της Αργεντινής, το 1976.

Ο αριθμός που δίνει ο Μάκρι (9.000 άνθρωποι) αναφέρεται σε μια λίστα ονομάτων που είχε καταρτιστεί τα πρώτα χρόνια της αποκατάστασης της δημοκρατίας από την Εθνική Επιτροπή για τις Εξαφανίσεις Προσώπων (Conadep).

Επί μακρόν αναγνωρισμένη από τους αρνητές ως ο μόνος έγκυρος απολογισμός, η λίστα δεν επρόκειτο ποτέ να συμπληρωθεί. Όμως, οι ίδιοι οι στρατιωτικοί είχαν αναφέρει στις χιλιανές μυστικές υπηρεσίες, τον αριθμό των 22.000 δολοφονιών, στα μέσα του 1978.

Αποχαρακτηρισμένα απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ δείχνουν ότι πέντε μήνες αργότερα, η δικτατορία είχε ήδη ενημερώσει τον Νούντσιο του Πάπα στο Μπουένος Άιρες ότι είχε σκοτώσει 15.000 ανθρώπους.

Οι εργασίες για την ταυτοποίηση των ανθρώπινων σορών, που βρέθηκαν σε παράνομους ανώνυμους τάφους, συνεχίζονται ακόμη και σήμερα. Και ο κατάλογος Conadep δεν είχε συμπεριλάβει τα μη-εξαφανισθέντα θύματα, των οποίων οι σοροί είχαν επιστραφεί στις οικογένειές τους, ή τον αναμφισβήτητα τεράστιο αριθμό των μη αναφερθέντων θυμάτων.

Στο σύνολό τους, όλοι αυτοί οι παράγοντες καθιστούν την εκτίμηση των 30.000 που έγινε από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων μια λογική υπόθεση, η οποία θα μπορούσε ίσως να διακριβωθεί καλύτερα μετά από ακαδημαϊκή έρευνα, αλλά που ποτέ πριν δεν είχε αμφισβητηθεί από έναν εν ενεργεία πρόεδρο.

Ο όρος «βρώμικος πόλεμος», που χρησιμοποίησε ο Μάκρι, εναρμονίζεται επίσης με τη θεωρία του αναθεωρητισμού, η οποία υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε γενοκτονία, αλλά μια εσωτερική μάχη μεταξύ της δικτατορίας και των «τρομοκρατών».

Εν μέρει για να σταματήσει αυτόν το υφέρπον ρεύμα αναθεωρητισμού, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αργεντινής αποφάνθηκε το 2009 ότι οι δολοφονίες της δικτατορίας μεταξύ 1976 και 1983 αποτέλεσαν «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας εντός του πλαισίου (μιας) γενοκτονίας».

Η ρήξη πάνω στα εγκλήματα της δικτατορίας μετατράπηκε σε λεκτική κακοποίηση, την Πέμπτη 25 Αυγούστου, στο κέντρο της πόλης Κόρδοβα, μετά από την επιβολή ποινών ισόβιας κάθειρξης σε 28 πρώην αξιωματικούς, που κρίθηκαν ένοχοι για 365 δολοφονίες στο στρατόπεδο θανάτου La Perla.

Έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου, η φιλοστρατιωτική ακτιβίστρια Σεσίλια Πάντο επιτέθηκε λεκτικά στην Εστέλα ντε Καρλότο, την 85χρονη επικεφαλής των «Γιαγιάδων της Πλατείας Μαΐου», μιας ομάδας ηρωικών γυναικών που εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες έχουν ανακτήσει 120 από τα εγγόνια τους από τις οικογένειες στις οποίες δόθηκαν από τον στρατό μετά τη δολοφονία των μητέρων τους μετά τον τοκετό (1).

«Δεν ήταν νεαροί ιδεολόγοι, ήταν τρομοκράτες», φώναξε η Πάντο στη γηραιά γιαγιά, αναφερόμενη στα «εξαφανισμένα» παιδιά της Καρλότο και χιλιάδων άλλων μητέρων.

Η Πάντο –ενδεχομένως παίρνοντας θάρρος από τις πρόσφατες συναντήσεις με τον υπουργό Δικαιοσύνης του Μάκρι, τον Γκερμάν Καραβάνο– εξέφρασε μια πεποίθηση που υποστηρίζουν φανατικά οι συμπαθούντες το δικτατορικό καθεστώς: ότι κανείς –ή ελάχιστοι– από εκείνους που δολοφονήθηκαν από τον στρατό ήταν αθώα θύματα.

madres-3
Συγκέντρωση των Μητέρων της Πλατείας Μαΐου, με σύνθημα “Να επιστρέψουν ζωντανοί” οι εξαφανισμένοι συγγενείς τους

Όμως, η αμερικανική πρεσβεία στο Μπουένος Άιρες εκείνη την εποχή γνώριζε πολύ καλά ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά: ο στρατός της Αργεντινής εξόντωσε γρήγορα τις μερικές εκατοντάδες αντάρτες που είχαν εμπλακεί σε ένοπλη δράση, πριν αρχίσουν να δολοφονούν και χιλιάδες άλλους νέους που δεν συνδέονταν με οποιαδήποτε ένοπλη δραστηριότητα.

«Ελάχιστοι από εκείνους, οι οποίοι εξαφανίστηκαν από τα μέσα περίπου του 1977, θα μπορούσαν να θεωρηθούν τρομοκράτες ή απειλή για την ασφάλεια», αναφέρει ένα αμερικανικό τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που αποχαρακτηρίστηκε πρόσφατα από τον Μπαράκ Ομπάμα, μετά την επίσκεψή του στην Αργεντινή τον Μάρτιο.

Ο αριθμός των δολοφονιών διαψεύδει επίσης κάθε έννοια πολέμου. Σε μια έκθεση του 1980, με τίτλο «Η τρομοκρατία στην Αργεντινή», η δικτατορία εκτιμά ότι οι αντάρτες σκότωσαν μόνο 687 άτομα κατά τη διάρκεια ολόκληρης της δεκαετίας του 1970, σε σύγκριση με τους 22.000 ανθρώπους που η δικτατορία ανέφερε στις χιλιανές μυστικές υπηρεσίες ότι είχε σκοτώσει μόνο μέχρι το 1978.

Στο στρατόπεδο θανάτου Esma στην πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες, τουλάχιστον 3.000 πολίτες δολοφονήθηκαν από τη δικτατορία. Αλλά μόνο ένας αξιωματικός του Esma, ο αντιστράτηγος Χόρχε Μαγιόλ, έχασε τη ζωή του σε μια αψιμαχία με τους αντάρτες το 1976.

Ο στρατός είχε έναν στόχο πολύ ευρύτερο από τις αντάρτικες ομάδες, οι οποίες από το 1976 ήταν ήδη αποδιοργανωμένες. Το καθεστώς ορκίστηκε ανοικτά να υπερασπιστεί «τον δυτικό και χριστιανικό πολιτισμό», μετατρέποντας την Αργεντινή σε «ηθική εφεδρεία του δυτικού κόσμου».

Για να γίνει αυτό, χιλιάδες νέοι άνθρωποι με ιδέες που εμπνεύστηκαν από την κουλτούρα των χίπις της Αμερικής, τον παρισινό Μάη του 1968 και την κουβανική επανάσταση έπρεπε να πεθάνουν. «Η χριστιανική ταυτότητα μας ήταν σε κίνδυνο», κατέθεσε κατά τη διάρκεια της δίκης του ο αστυνομικός διοικητής Μιγκέλ Ετσεκολάτζ, φιλώντας το λευκό ροζάριό του ενώπιον των δικαστών.

Αλλά άνθρωποι όπως ο Ετσεκολάτζ είναι «πολιτικοί κρατούμενοι», στους οποίους θα πρέπει να δοθεί αμνηστία, λένε οι φιλοδικτατορικοί ακτιβιστές, που έχουν τώρα την προσοχή της κυβέρνησης Μάκρι. Η Βικτώρια Βιγιαρουέλ πιστεύει ότι ήταν οι αντάρτες, και όχι ο στρατός, που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Εκπροσωπεί το CELTYV (Κέντρο Νομικών Μελετών για την Τρομοκρατία και τα Θύματά της), μια ομάδα που ασκεί πίεση για να ανοίξουν εκ νέου δίκες εναντίον πρώην ανταρτών, ακόμη κι αν το Ανώτατο Δικαστήριο έχει οριστικά αποφανθεί ότι οι αντάρτικες ενέργειες αποτελούσαν κοινά εγκλήματα που έχουν εδώ και καιρό παραγραφεί.

Αυτές οι απόψεις φαίνεται να γίνονται δεκτές ευμενώς από την κυβέρνηση Μάκρι. «Αυτό που επιδιώκουν είναι πολύ εύλογο, την αναγνώριση των αμάχων που σκοτώθηκαν από τρομοκρατικές ομάδες», δήλωσε ο Κλαούντιο Αβρούι, γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που συναντήθηκε με τη Βιγιαρουέλ.

Ο Αλεχάντρο Ρόζιτσνερ είναι ο λογογράφος του Μάκρι και παλιός προσωπικός φίλος του προέδρου. Είναι ένας φιλόσοφος που μιλά ανοιχτά για τη χρήση μαριχουάνας που κάνει και υποστηρίζει ότι η Αργεντινή έχει μείνει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στη δεκαετία του 1970. «Αυτή η κατάσταση έχει να κάνει με το γεγονός ότι διατηρείται ανοικτό ένα παρελθόν, το οποίο ανήκει ολοένα και περισσότερο στο παρελθόν», είπε.

Τέτοια λόγια προκαλούν μακρείς οδυνηρούς αναστεναγμούς στη γιαγιά Καρλότο. «Αυτά δεν είναι παρελθόν για μένα ή τις άλλες μητέρες, γιαγιάδες και τα παιδιά των αγνοουμένων», είπε.

Η Καρλότο έσμιξε με τον εγγονό της μόλις πριν από δύο χρόνια, 36 χρόνια μετά τη δολοφονία της κόρης της από τον στρατό, αφού είχε γεννήσει σε ένα από τα στρατόπεδα θανάτου. Υπολογίζει ότι 280 αγνοούμενα εγγόνια απομένουν ακόμα να βρεθούν.

«Τι παριστάνουν με αυτή τη νέα γλώσσα που έχουν εφεύρει για τα ανθρώπινα δικαιώματα;», ρωτά η Καρλότο. «Γιατί συναντιούνται με τους εκπροσώπους των ομάδων που ισχυρίζονται ότι οι καταδικασθέντες δολοφόνοι είναι πολιτικοί κρατούμενοι; Δεν πρόκειται για πολιτικούς κρατούμενους, πρόκειται για γενοκτόνους φονιάδες, αποτρόπαιους δολοφόνους οι οποίοι αρνούνται να ομολογήσουν σε ποιους έδωσαν τα εγγόνια μας».

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Guardian, στις 29 Αυγούστου 2016.

(1) Πρόκειται για τα ιστορικά κινήματα οι «Μητέρες της Πλατείας Μαΐου» (Madres de la Plaza de Mayo) και οι «Γιαγιάδες της Πλατείας Μαΐου» (Abuelas de la Plaza de Mayo). Από το 1977 συγκεντρώνονταν κάθε Πέμπτη έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, με χαρακτηριστικά άσπρα μαντίλια στο κεφάλι όπου αναγράφονταν τα ονόματα των εξαφανισμένων συγγενών τους, και διεκδικούσαν την επιστροφή των παιδιών και εγγονιών τους που απήχθησαν από τη στρατιωτική δικτατορία. Το κίνημα των γυναικών της Πλατείας Μαΐου δεν σταμάτησε τη δράση του ακόμα και μετά την πτώση της δικτατορίας, απαιτώντας απονομή δικαιοσύνης για τις δολοφονίες και τις απαγωγές των συγγενών τους (Σ.τ.Μ).

Για τον συγγραφέα

O Uki Goni είναι αργεντίνος συγγραφέας και μουσικός. Συνεργάζεται με εφημερίδες όπως οι New York Times, Guardian και ΤΙΜΕ. Είναι γνωστός για τα βιβλία του «The Real Odessa: Smuggling the Nazis to Perón’s Argentina» (Η Πραγματική Οδησσός: Φυγαδεύοντας τους Ναζί στην Αργεντινή του Περόν), «El infiltrado, la verdadera historia de Alfredo Astiz» (Ο εισχωρήσας: η αληθινή ιστορία του Αλφρέντο Αστίς) σχετικά με τα εγκλήματα της αργεντίνικης διδκτατορίας και «Perón y los alemanes» (Ο Περόν και οι Γερμανοί) που αφορά τους δεσμούς μεταξύ Γερμανίας και Αργεντινής. Σαν δημοσιογράφος της The Buenos Aires Herald (1976-1983) έκανε έρευνες για τα εγκλήματα της δικτατορίας και κατέθεσε ως μάρτυρας στις δίκες πρώην αξιωματικών.