Η ‘Ανγκελα Μέρκελ παραιτήθηκε από την ηγεσία του CDU. Οι αποτυχημένες υποσχέσεις της για «ευημερία για όλους» οδηγούν στην αποσύνθεση των παραδοσιακών μαζικών κομμάτων. Από την αρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης πριν από μια δεκαετία, η Γερμανία έχει επιβληθεί ως η κυρίαρχη οικονομική δύναμη της Ευρώπης. Έως το 2024 θα έχει επίσης τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, μολονότι εξωτερικά η Γερμανία μοιάζει με μια οικονομική υπερδύναμη και με μια εκ νέου αναδυόμενη γεωπολιτική δύναμη, εμπλέκεται σε μια βαθιά κοινωνική και πολιτική κρίση.
Κείμενο-Συνέντευξη: Jerko Bakotin
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Όταν η Άνγκελα Μέρκελ έγινε καγκελάριος το 2005, τα δύο μεγάλα «Volksparteien» (σ.σ. τα μαζικά «πολυσυλλεκτικά» κόμματα, το χριστιανοδημοκρατικό CDU/CSU και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα SPD) συγκέντρωναν ακόμη το 69,4% των ψήφων. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της θητείας της ως καγκελαρίου, τα κόμματα αυτά αναγκάστηκαν να συγκυβερνήσουν σε τρεις διαρκώς φθίνοντες μεγάλους συνασπισμούς. Σήμερα, έναν χρόνο μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές, και αφού ένα ακροδεξιό κόμμα εισήλθε στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά από το 1952, οι δύο αυτές δυνάμεις δεν αντιπροσωπεύουν πλέον την πλειοψηφία των Γερμανών. Οι δημοσκοπήσεις τους δίνουν αθροιστικά ένα ποσοστό μόλις 42%.
Το πολιτικό σύστημα που οικοδομήθηκε στη μεταπολεμική περίοδο είναι αντιμέτωπο με διάβρωση και βρίσκεται σε θεμελιώδη μετασχηματισμό. Ωστόσο, αυτή η κρίση στο κομματικό σύστημα συνδέεται επίσης με υποκείμενες κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες.
Σήμερα βλέπουμε το τέλος του Δυτικογερμανικού Ονείρου, μιας ισότιμης «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» με «ευημερία για όλους», που προστέθηκε στον θάνατο του Ανατολικογερμανικού Oνείρου, μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα άφηνε πίσω της τις ανασφάλειες του καπιταλισμού, τις κρίσεις και τις ταξικές διαιρέσεις.
Οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι πάντα προειδοποιούσαν ότι η αποδοχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην (Δυτική) Γερμανία εξαρτιόταν πάντα από την ύπαρξη αυτού του είδους γενικής ευημερίας και καθολικής κοινωνικής ασφάλισης. Πώς μπορεί λοιπόν αυτή να επιβιώσει σήμερα;
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η οποία αρχικά διεξήχθη για το Novosti με την ευκαιρία της παραίτησης της Μέρκελ από την αρχηγία του CDU, ο Jerko Bakotin μίλησε με τον Ingar Solty, ερευνητή του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Βερολίνο, για τη αποσάθρωση της γερμανικής δημοκρατίας και τις ευρύτερες επιπτώσεις της για την Ευρώπη.
Ερ: Πώς θα συνοψίζατε την κληρονομιά που αφήνει η Άνγκελα Μέρκελ; Δύο από τις σημαντικότερες στιγμές ήταν ίσως οι χειρισμοί της στην κρίση της ευρωζώνης και στην λεγόμενη προσφυγική κρίση.
Απ: Η κληρονομιά που αφήνει δεν είναι πολύ καλή. Ο Economist κάποτε όρισε την Γερμανία ως έναν «απρόθυμο ηγεμόνα». Πράγματι, αυτό που έδειξε η Μέρκελ ήταν ότι υπό την ηγεσία της, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης της ευρωζώνης, η Γερμανία ήταν ικανή να κυριαρχεί, αλλά δεν μπόρεσε πραγματικά να καθοδηγήσει ηγεμονικά. Στη δεκαετία του 1980, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τέθηκε σε μια νεοφιλελεύθερη τροχιά την οποία ακολούθησε έκτοτε. Το συγκεκριμένο γεγονός, ωστόσο, δεν οδήγησε σε αυτό που οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ονομάζουν ισορροπία και σύγκλιση, αλλά αντίθετα οδήγησε σε αυξανόμενες οικονομικές αποκλίσεις και ανισορροπίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποβιομηχανοποίηση της Νότιας Ευρώπης.
Παρόλα αυτά, αντί να αντιμετωπίσει το βασικό πρόβλημα μέσω μιας κρατικά ενεργητικής πανευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής, η Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αντιμετώπισαν τις οικονομίες διαρθρωτικού ελλείμματος της ευρωπαϊκής περιφέρειας σαν το πρόβλημα να ήταν το δημόσιο χρέος και οι μισθοί.
Αυτό παρουσιάστηκε σαν ένα είδος ηθικού παιχνιδιού, σαν τα περιφερειακά κράτη να ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους. Και στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, η εφαρμοζόμενη στρατηγική επεδίωξε την εσωτερική υποτίμηση του κόστους εργασίας.
Η αποκαλούμενη «διάσωση της Ελλάδας» ήταν στην πραγματικότητα ένα δεύτερο πακέτο διάσωσης των τραπεζών: το 89% των χρημάτων που δόθηκαν πήγαν απευθείας στους πιστωτές, κυρίως σε γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Αυστηρή λιτότητα επιβλήθηκε στην Ελλάδα στο όνομα της νέας οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη και σε άλλες κοινωνικές δαπάνες, περικοπές στις συντάξεις, πάγωμα μισθών και προσλήψεων στο δημόσιο, ιδιωτικοποίηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων και, όπως οι Thorsten Schulten και Torsten Müller έχουν τεκμηριώσει πλήρως, με την περικοπή εργασιακών δικαιωμάτων, όπως οι συλλογικές συμβάσεις, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Σήμερα, η Γαλλία προσφέρει ένα άλλο καλό παράδειγμα του νεοφιλελεύθερου και αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της νέας οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρώπης. Ένα τεράστιο ταξικό δημοκρατικό κίνημα από την βάση, τα Κίτρινα Γιλέκα, αποσπά παραχωρήσεις κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής από μια κυβέρνηση που έχει επικεφαλής έναν επενδυτικό τραπεζίτη της Wall Street. Τώρα, έτσι μοιάζει η δημοκρατία!
Ωστόσο, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ωφελούν την εργατική τάξη θα αναγκάσουν τη Γαλλία να παραβιάσει τους κανόνες λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το ετήσιο χρέος και η διαδικασία ελέγχου των προϋπολογισμών του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου πιθανόν να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στη Γαλλία.
Και ανεξάρτητα από το τι σκέφτεστε για την ιταλική κυβέρνηση και τις μεταναστευτικές πολιτικές της, και εδώ η δημοκρατική της απόφαση να σπάσει την ορθοδοξία της λιτότητας οδήγησε στο διαφαινόμενο πρόστιμο ύψους 3,5 δισ. ευρώ.
Εν ολίγοις, κάτω από την κυριαρχία της Γερμανίας, η δημοκρατία περιορίζεται από το νέο συνταγματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ευρωπαϊκές εργατικές μάζες αναγκάστηκαν να πληρώσουν για την κρίση που προκάλεσαν οι τραπεζίτες.
Και αυτή είναι η πολιτική που αντιπροσωπεύουν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε (με τον διάδοχο του Όλαφ Σολτς, έναν σοσιαλδημοκράτη).
Σε διεθνές επίπεδο, πολλοί επαίνεσαν την φαινομενικά ανθρωπιστική στάση της Μέρκελ κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης. Ωστόσο, ξεχνούν τον τρόπο με τον οποίο η δυτική εξωτερική πολιτική προκάλεσε συγκρούσεις και τον εκτοπισμό εκατομμυρίων ανθρώπων εδώ και δεκαετίες: από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και άλλους δυτικούς πολέμους μέχρι την αύξηση των εξαγωγών όπλων, τον ιμπεριαλισμό του χρέους της Δύσης και την επιβολή του «ελεύθερου» εμπορίου στον Παγκόσμιο Νότο.
Και ξεχνούν επίσης ότι η Γερμανία είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το «Σύμφωνο με την Αφρική» και τις αποκαλούμενες «Συμφωνίες Οικονομικής Συνεργασίας» με την Αφρική, οι οποίες θα αναγκάσουν εκατομμύρια ανθρώπους να μεταναστεύσουν.
Αλλά ακόμα κι αν αναγνωρίσουμε τις υποκειμενικές προθέσεις της Μέρκελ στο χειρισμό του προσφυγικού κινήματος, και πάλι δεν μπόρεσε να ηγηθεί. Ήθελε να εκφράσει τον διεθνισμό και ιδιαίτερα μετά την αμερικανική κριτική για τη σκληρή στάση της Γερμανίας στην ελληνική κρίση. Αλλά παρόλο που είπε «μπορούμε να το κάνουμε», δεν παρείχε τα οικονομικά μέσα με τα οποία αυτό θα μπορούσε «να γίνει», για παράδειγμα μέσω μιας πιο εκτεταμένης κοινωνικής μεταρρύθμισης που θα βοηθούσε τόσο τους εγχώριους, όσο και τους μετανάστες εργαζόμενους.
Αντ ‘αυτού, υπό την ηγεσία της, αντανακλώντας τη δύναμη της καπιταλιστικής τάξης, η Γερμανία μπήκε σε μια πορεία ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και άγριας ανισότητας στην κατανομή του πλούτου. Αυτό που θεωρητικά θα μπορούσε και θα έπρεπε να ήταν μια εύκολη δουλειά επιβλήθηκε στους τοπικούς δήμους που ήδη βρίσκονται σε οικονομική δυσχέρεια υπό συνθήκες λιτότητας.
Ο Σόιμπλε εκτίμησε το αρχικό κόστος της «προσφυγικής κρίσης» στα είκοσι δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά το ομοσπονδιακό κράτος κάλυψε μόνο οκτώ δισεκατομμύρια. Έτσι, η προσφυγική κρίση του 2015 μετατράπηκε σε ένα πρόγραμμα τόνωσης της Ακροδεξιάς, η οποία μέχρι τότε είχε πάρει την κατηφόρα. Ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ, συμπρόεδρος του ακροδεξιού Alternative für Deutschland (AfD), εύστοχα εξήρε την «προσφυγική κρίση» ως το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί σε αυτόν και στο κόμμα του, διότι είναι ευκολότερο να ευδοκιμήσει η Δεξιά αυταρχική δημαγωγία από ό,τι μια κριτική του Target 2 και των Ευρωομολόγων.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η οικονομική πολιτική της Μέρκελ και ο χειρισμός της λεγόμενης «προσφυγικής κρίσης» που προωθούσαν την Άκρα Δεξιά. Είναι επίσης το προεδρικό στυλ της πολιτικής της, επειδή αποπολιτικοποίησε την πολιτική και διέβρωσε τις διαφορές μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, τροφοδοτώντας την αντικαθεστωτική ρητορική τής μάλλον καθεστωτικής και χρηματοδοτούμενης από δισεκατομμυριούχους, ψευδο-επαναστατικής Άκρας Δεξιάς. Έτσι, το AfD είναι κατασκεύασμα της Μέρκελ. Και όλα αυτά είναι κληρονομιά της, η δηλητηριώδης σούπα που όλοι μας θα πρέπει να καταπιούμε τις επόμενες δεκαετίες.
Ερ: Σύμφωνα με ορισμένους, η αποχώρηση της Μέρκελ προμηνύει το τέλος της σταθερής φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης. Ωστόσο, το CDU επέλεξε τη συνέχεια, προσωποποιημένη από την Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ. Τι σημαίνει η εκλογή της για τη Γερμανία;
Απ: Η Κραμπ-Κάρενμπαουερ είναι πράγματι πιο κοντά στη συνέχιση της κληρονομιάς της Μέρκελ. Οι άλλοι υποψήφιοι Γενς Σπαν και Φρίντριχ Μερτς επέδειξαν ισχυρούς αντιμερκελικούς προσανατολισμούς, προσπαθώντας να απευθυνθούν σε μια θυμωμένη κομματική βάση.
Θεωρήθηκε ευρέως ότι τόσο ο Σπαν όσο και ο Μερτς αντιπροσωπεύουν μια μετατόπιση προς τα Δεξιά.
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ είναι εξίσου κοινωνικά συντηρητική, αντιτίθεται στα αναπαραγωγικά δικαιώματα και επίσης έχτισε την εκστρατεία της με τρόπο που να δείχνει πόσο κοντά βρίσκεται στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Κατέθεσε μια πλατφόρμα εταιρικών φορολογικών ελαφρύνσεων, κάτι που επεδίωκε ο Ντίτερ Κεμπφ, πρόεδρος του Γερμανικού Συνδέσμου Βιομηχάνων, καθώς και ολόκληρη η γερμανική καπιταλιστική τάξη από τότε που ήρθε στην εξουσία ο Ντόναλντ Τραμπ και ανακοίνωσε τις δικές του φορολογικές ελαφρύνσεις για το κεφάλαιο και τους πλούσιους.
Η Κραμπ-Κάρενμπαουερ θέλει να δεσμεύσει τη Γερμανία στην καταστροφική νέα κούρσα προς τον πάτο, προς όφελος μόνο του παγκόσμιου κεφαλαίου. Από την στιγμή της απόφασης του Τραμπ, έντεκα από τις τριάντα πέντε χώρες του ΟΟΣΑ μείωσαν παρομοίως τους συντελεστές φορολογίας εταιρειών, ενώ άλλες βρήκαν πιο πολλούς τρόπους για να μειώσουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, για παράδειγμα με τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας του Μακρόν στη Γαλλία ή με την απόφαση του συντηρητικού/ακροδεξιού συνασπισμού της Αυστρίας να επαναφέρει τη δωδεκάωρη ημέρα εργασίας ή το νέο «δουλεμπόριο» που επιτρέπει στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις να απαιτούν από τους εργαζόμενους έως και τετρακόσιες ώρες υπερωριών τον χρόνο.
Δεδομένου του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της Γερμανίας, η πρόταση της Κραμπ-Κάρενμπαουερ θα τροφοδοτήσει τις ανταγωνιστικές πιέσεις προς την περιφέρεια της ΕΕ, βυθίζοντας όλο και περισσότερο τους εργαζομένους της Νότιας Ευρώπης στην ανασφάλεια, τη φτώχεια και τη δυστυχία.
Εν ολίγοις, αναμένω ότι η Κραμπ-Κάρενμπαουερ θα ενισχύσει την τρέχουσα ταξική πάλη από τα πάνω. Ωστόσο, δεν θα το κάνει με τον κατάφωρο και επιθετικό τρόπο ενός εκπροσώπου του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου όπως ο Μερτς, ο γερμανός Mακρόν, ο οποίος βρίσκεται στο διοικητικό συμβούλιο του μεγαλύτερου ιδιοκτήτη περιουσιακών στοιχείων της Γερμανίας, αλλά μάλλον με το απολιτικοποιητικό προεδρικό στυλ «Mutti» [σ.σ. «Μαμά»] της Μέρκελ.
Ερ: Τι αντίκτυπο θα έχει η Κραμπ-Κάρενμπαουερ στο υπόλοιπο πολιτικό σύστημα; Μπορούμε να αναμένουμε ότι ο σημερινός μεγάλος συνασπισμός των CDU-SPD θα συνεχιστεί μέχρι τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021;
Απ: Η μεγαλύτερη επίδραση της Κραμπ-Κάρενμπαουερ μπορεί να είναι ότι θα βλάψει την Αριστερά. Αν κέρδιζε ο Μερτς, το πολιτικό φάσμα θα είχε σαφώς πολωθεί μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η ηγεσία του SPD δεν θα ήταν σε θέση να δικαιολογήσει τη συμμετοχή σε έναν άλλο μεγάλο συνασπισμό με τον Mερτς ως υποψήφιο καγκελάριο του CDU.
Επιπλέον, τα επόμενα χρόνια, το SPD θα είχε ευκολότερο έργο για την ανανέωσή του, εμφανιζόμενο ως κοινωνική συνείδηση αντίθετη με τον «φονταμενταλισμό των αγορών» του Mερτς, τον «τούρμπο καπιταλισμό» ή τον «καπιταλισμό των όρνεων» κ.λπ. Και αυτό θα ενίσχυε επίσης το Die Linke, επειδή η μετατόπιση του δημόσιου λόγου προς την οικονομία και το «κοινωνικό ζήτημα» θα έδινε αέρα στα πανιά του, για να χρησιμοποιήσουμε τη διάσημη μεταφορά του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αφού το Die Linke έχει την υψηλότερη αξιοπιστία σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης.
Φυσικά, πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι υπό τις σημερινές συνθήκες ένας μεγάλος συνασπισμός δεν θα έχει πια την απόλυτη πλειοψηφία, αφού λίγο πριν από την εκστρατεία για την ηγεσία το CDU βρισκόταν δημοσκοπικά στο 28% και το SPD στο ιστορικό χαμηλό 14%.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Μερτς σκόπευε σαφώς να δημιουργήσει έναν νεοφιλελεύθερο αστικό συνασπισμό με τους ανερχόμενους Πράσινους, επαινώντας συνεχώς την αστική «ευαισθησία» τους, ενώ κατήγγειλε το AfD ως «εθνικοσοσιαλιστικό», δηλαδή αναξιόπιστο για το κεφάλαιο και άχρηστο για πολιτικές προς το συμφέρον της κυρίαρχης διακρατικής καπιταλιστικής τάξης, όπως το αμοιβαίο κεφάλαιο Blackrock και η τράπεζα HSBC, για την οποία εργάζεται.
Πράγματι, για όσο διάστημα το AfD διατηρεί τη θέση του ενάντια στην ευρωζώνη, οι συνασπισμοί CDU / AfD σε ομοσπονδιακό επίπεδο είναι αδύνατοι, διότι γι’ αυτή την κυρίαρχη ομάδα στο γερμανικό μπλοκ ισχύος το ενιαίο νόμισμα και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απολύτως απαραίτητα σκαλοπάτια για την επιβολή των παγκόσμιων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων τους. Και αυτή είναι η αποφασιστική διαφορά μεταξύ του ναζιστικού κόμματος στη δεκαετία του 1930 και του AfD σήμερα.
Το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ και το πρόγραμμά του για την εξάλειψη του εργατικού κινήματος και της δημοκρατίας της Βαϊμάρης –προϋπόθεση για την αμφισβήτηση της αγγλοαμερικανικής ηγεμονίας μέσω του παγκόσμιου πολέμου– ήταν απόλυτα συμβατό και έδρασε υπέρ των σαφώς κατοχυρωμένων συμφερόντων της εθνικά οργανωμένης μπουρζουαζίας. Οι Ναζί ουσιαστικά έμειναν αλληλέγγυοι στην παραδοσιακή στρατηγική της γερμανικής άρχουσας τάξης για «θανάτωση της σοσιαλδημοκρατίας στο εσωτερικό, με αιματοχυσία αν αυτό ήταν αναγκαίο, και στη συνέχεια με πόλεμο στο εξωτερικό», όπως το περιέγραψε ο αυτοκράτορας Βίλχελμ Β’.
Ωστόσο, σήμερα, υπό τις συνθήκες του παγκόσμιου καπιταλισμού και της διεθνοποίησης της καπιταλιστικής τάξης, των παγκόσμιων αξιακών αλυσίδων, ο οικονομικός εθνικισμός του AfD είναι ασυμβίβαστος με τα συμφέροντα αυτής της κυρίαρχης φατρίας.
Είναι προφανές ότι πρέπει να διακρίνουμε τις διαφορές μεταξύ των προγραμμάτων των σημερινών λεγόμενων «δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων» – προτιμώ να μιλάω για δεξιά αυταρχικά εθνικιστικά κόμματα– και των πραγματικών πολιτικών που εφαρμόζουν αφού πάρουν την εξουσία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Tραμπ και ο συνασπισμός του Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος / Κόμματος της Ελευθερίας μάς έδωσαν άφθονες αποδείξεις για το πώς η «κανονιστική ισχύς των διακρατικοποιημένων παραγωγικών σχέσεων» χαλιναγωγεί οτιδήποτε είναι ασυμβίβαστο με τον νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο καπιταλισμό. Ο Τράμπ δεν είχε τη δυνατότητα να ακολουθήσει την κριτική του για το ελεύθερο εμπόριο και την αυτοκρατορία, ενώ το σχέδιο του Αυστριακού Κόμματος Ελευθερίας για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την ένταξη στην ΕΕ χρειάστηκε να ακυρωθεί και να αντικατασταθεί από μια δέσμευση για την παραμονή στην ΕΕ από τον συνασπισμό.
Αυτό που η Άκρα Δεξιά κερδίζει είναι η ελευθερία να εφαρμόσει αυταρχικές πολιτικές εναντίον των παραδοσιακών πολιτικών εχθρών της, δηλαδή των μουσουλμάνων και των ξένων μελών της εργατικής τάξης και της αντιφασιστικής Αριστεράς, επειδή αυτοί είναι και εχθροί της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης ή μικρής σημασίας για αυτούς.
Ερ: Λέτε, λοιπόν, ότι το CDU θα στραφεί προς τα δεξιά –όχι τόσο όσο θα συνέβαινε με τον Mερτς ή τον Σπαν– αλλά με πολιτικές πιο δεξιές από ό,τι κατά τη διάρκεια της εποχής της Μέρκελ ως αρχηγού;
Απ: Για την Κραμπ-Κάρενμπαουερ θα είναι πολύ δύσκολο να κρατήσει το κόμμα ενωμένο. Η χειρότερη δουλειά που θα μπορούσατε να έχετε σήμερα είναι να είστε υπεύθυνος στρατηγικού σχεδιασμού του CDU.
Το CDU ακολουθεί τα βήματα της εμπειρίας του SPD για να χάσει την ιδιότητά του ως Volkspartei. Διαλύεται, καθώς προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους σύγχρονους αστούς ψηφοφόρους των πόλεων, που τους στέλνει στο Κόμμα των Πράσινων –χαμηλής έντασης ενέργειας καπιταλιστές, εργαζόμενους επαγγελματίες, υψηλόβαθμους κρατικούς υπαλλήλους, όπως καθηγητές πανεπιστημίων και καθηγητές γυμνασίου με κοινωνικά φιλελεύθερες νοοτροπίες, οι οποίοι θέλουν τη χώρα να κυβερνάται σε νεοφιλελεύθερες γραμμές, αλλά με έναν ομαλό και πολιτισμένο τρόπο– και από την άλλη πλευρά τους συντηρητικούς ψηφοφόρους της υπαίθρου και των προαστίων που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί προς τα Δεξιά ως αποτέλεσμα των οικονομικών και γεωγραφικών διαφορών που έχει δημιουργήσει ο νεοφιλελευθερισμός.
Το CDU και το CSU παραδίδουν αυτούς τους τελευταίους ψηφοφόρους στο AfD. Ο διορισμός του Πολ Ζιέμιακ ως γενικού γραμματέα του CDU –ένας άνθρωπος που έχει περάσει όλη τη ζωή του μέχρι στιγμής στην πολιτική και δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του– είναι μια προσπάθεια να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, ένα μήνυμα προς τη Δεξιά δυσαρέσκεια στο εσωτερικό CDU.
Ωστόσο, δεδομένων των φυγόκεντρων τάσεων εντός της κοινωνίας και εντός του κομματικού πολιτικού περιβάλλοντος, είναι απίθανο να πετύχει αυτή η επιχείρηση. Και οι φήμες για μια σημαντική έξοδο από το κόμμα μετά από φερόμενες μηχανορραφίες που κρύβονται πίσω από την ήττα του Mερτς – δηλαδή ότι η Κραμπ-Κάρενμπαουερ υποσχέθηκε στον Σπαν ότι ο Ζιέμιακ θα διοριζόταν για να κερδίσει τους αντιπροσώπους του– είναι ένα σύμπτωμα αυτής της αποτυχίας.
Ερ: Η Σάρα Βάγκενκνεχτ, συνπρόεδρος του Die Linke στην Bundestag, υποστήριξε ότι η “Μέρκελ 2.0” δεν είναι λύση, διότι θα συνεχίσει τις ίδιες πολιτικές που οδήγησαν στην άνοδο του AfD.
Απ: Όλες οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 τροφοδότησαν μια κοινωνική και οικονομική πόλωση στην κοινωνία, με επίπεδα ρεκόρ στην ανισότητα κατανομής του πλούτου.
Ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων διπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης – αυξήθηκε από 102 σε 200 από το 2007– ενώ οι μισθοί συνέχισαν να μειώνονται σε σχέση με τα κέρδη.
Η Agenda 2010 των SPD /Πρασίνων για την κοινωνική πρόνοια και τις μεταρρυθμίσεις στην εργασία –προσανατολισμένη προς την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας («ο άρρωστος της Ευρώπης») με την απορρύθμιση των νόμων για την ασφάλεια της εργασίας και την καθιέρωση επισφαλών/άτυπων συμβάσεων απασχόλησης– και η συνέχιση αυτών των «μεταρρυθμίσεων» από όλες τις επόμενες κυβερνήσεις δημιούργησαν μια κατάσταση στην οποία το ένα τέταρτο όλων των εργαζομένων απασχολούνται στον τομέα των χαμηλών μισθών. Και φέρουν το κύριο βάρος του εξαγωγικού μοντέλου ανάπτυξης της Γερμανίας.
Την ίδια στιγμή, οι ταυτόχρονες μεταρρυθμίσεις Hartz στην κοινωνική πρόνοια, παρόμοιες με την Προσωρινή Βοήθεια για Άπορες Οικογένειες (Temporary Assistance for Needy Families) που θέσπισε ο Κλίντον, δημιούργησαν μια βαθιά ανασφάλεια στις μεσαίες τάξεις που απασχολούνται στις βασικές εξαγωγικές βιομηχανίες.
Διότι, ενόψει της ψηφιοποίησης, της επισφαλούς εργασίας και της αυξανόμενης αστάθειας στην σταδιοδρομία, ακόμη και αυτοί που απολαμβάνουν υψηλούς μισθούς μπορούν εύκολα να εκβιαστούν ώστε να εργάζονται σκληρότερα και να προβούν σε παραχωρήσεις.
Μέσω της μετεγκατάστασης κεφαλαίων, των αυτοματισμών και των μαζικών απολύσεων, μπορούν τώρα να υποβαθμιστούν στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό: και αυτό μέσα σε μόλις ένα έτος ανεργίας, για τους νεότερους εργαζομένους και μέσα σε δεκαοκτώ μήνες για τους παλαιότερους ομολόγους τους.
Όπως έδειξαν οι μελέτες περί της συνείδησης της εργατικής τάξης από τον Klaus Dörre και τους κοινωνιολόγους του πανεπιστημίου της Ιένας, καθώς και ερευνητών του WissenTransfer του Αμβούργου, η φτώχεια, η ανασφάλεια, η μόνιμη εξοικονόμηση, η σωματική/ψυχική εξάντληση και ο φόβος προκαλούν τεράστιο θυμό, τον οποίο η ακροδεξιά καταφέρνει να στρέψει κατά των αλλοδαπών.
Η κοινωνική πόλωση στο εσωτερικό και η απογοήτευση των εργαζομένων με το νεοφιλελεύθερο SPD μετατόπισε πολλά εκατομμύρια ψηφοφόρους του SPD πρώτα στην αποχή –το SPD έχασε περισσότερες από δέκα εκατομμύρια ψήφους από το 1998 – και από εκεί στην Ακροδεξιά. Η γερμανική Αριστερά κατάφερε μόνο εν μέρει να εκμεταλλευτεί αυτή την αιμορραγία. Και από την άποψη αυτή, παρόλο που μπορεί να φανεί ότι η άνοδος του δεξιού αυταρχικού εθνικισμού ξεκίνησε με την «κρίση της ευρωζώνης» και την «προσφυγική κρίση», στην πραγματικότητα πρόκειται για την καθυστερημένη συγκομιδή των σπόρων που έσπειρε η Agenda 2010.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι ακριβές να πούμε ότι το πολιτικό φάσμα αντιμετωπίζει μια μετατόπιση προς τα Δεξιά με την Κραμπ-Κάρενμπαουερ. Είδαμε ήδη μια σημαντική στροφή προς τα Δεξιά υπό την Μέρκελ.
Το διαβρωτικό νεοφιλελεύθερο κέντρο προσπαθεί να «ανατρέψει» την άνοδο της Άκρας Δεξιάς, υιοθετώντας μεγάλο μέρος της αυταρχικής πολιτικής και ρητορικής της, και δεν συνειδητοποιεί ότι το μόνο που κάνει με αυτόν τον τρόπο είναι να κανονικοποιεί και να ενισχύει το «αυθεντικό πράγμα».
Και παρά τις δημοσκοπήσεις εξόδου από τις πρόσφατες τοπικές εκλογές, για παράδειγμα, οι οποίες δείχνουν ότι η κοινωνική δικαιοσύνη, η εκπαίδευση και τα συναφή εξακολουθούν να κατέχουν την υψηλότερη θέση όσον αφορά τις ανησυχίες των εκλογέων, ολόκληρος ο πολιτικός λόγος κυριαρχείται από το ζήτημα της μετανάστευσης. Με δεδομένο και τον εξαιρετικά τοξικό τρόπο με τον οποίο το AfD προωθεί το ζήτημα της μετανάστευσης και ενθαρρύνει τις επιθέσεις, αν συνεχίσει η Γερμανία στη συγκεκριμένη πορεία, σίγουρα θα δούμε όλο και χειρότερα πογκρόμ, όπως το φετινό στο Chemnitz.
Ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η μετανάστευση είναι ένα τόσο κυρίαρχο ζήτημα είναι ότι οι σοσιαλδημοκράτες, που εξακολουθούν να έχουν μια βάση εργατικής τάξης –ειδικά στις βιομηχανικές περιοχές στα νοτιοδυτικά, όπου η Die Linke εξακολουθεί να είναι σχετικά αδύναμη– μπήκαν στον μεγάλο συνασπισμό. Ως αποτέλεσμα, το SPD δεν μπορεί να προσπαθήσει να επανα-σοσιαλδημοκρατικοποιήσει τον εαυτό του μέσω μιας αντι-νεοφιλελεύθερης ρητορικής.
Αυτό σημαίνει ότι το Die Linke είναι το μοναδικό κόμμα της Ομοσπονδιακής Βουλής, που βλέπει και αναζητά εναλλακτικές λύσεις έναντι μιας οικονομίας που θέτει το ιδιωτικό μπροστά από το δημόσιο, που άγεται από τις αγορές και έχει εξαγωγικό προσανατολισμό. Όλα τα άλλα κόμματα της Ομοσπονδιακής Βουλής, από τους Πράσινους έως το AfD, δεν βλέπουν ουσιαστικά καμία εναλλακτική λύση σε αυτό το είδος νεοφιλελευθερισμού, πόσο μάλλον στον καπιταλισμό.
Και ως εκ τούτου, ολόκληρος ο πολιτικός λόγος λαμβάνει χώρα κυρίως στο επίπεδο των πολιτισμικών πολέμων, γεγονός που είναι έκφραση της αποσύνθεσης της κοινωνίας από τον νεοφιλελευθερισμό και της κοινωνικής ανάπτυξης που αφέθηκε στις δυνάμεις της αγοράς.
Τα ζητήματα που επηρεάζουν πραγματικά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, τα εκατομμύρια των εργαζομένων –η φτώχεια σε προχωρημένη ηλικία, η εργασιακή ανασφάλεια, η εξάντληση των εργαζομένων, το ζήτημα της στέγασης– είναι πανταχού παρόντα, αλλά δεν αντιμετωπίζονται. Γιατί πώς μπορείτε να τα αντιμετωπίσετε, αν δεν μπορείτε καν να σκεφτείτε ότι ίσως η καπιταλιστική αγορά είναι το πρόβλημα και όχι η λύση;
Αυτό που καθιστά αυτή την απομάκρυνση της οικονομίας και του κοινωνικού ζητήματος από την πολιτική συζήτηση τόσο επικίνδυνη είναι το γεγονός ότι η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν μπορεί και δεν θα σταματήσει μέχρι να υπάρξει μια ρήξη με τις προσανατολισμένες στην αγορά πολιτικές που, όπως θα έλεγε ο Kαρλ Πολάνυι, καταστρέφουν την κοινωνία.
Κοινωνία και φύση επίσης. Η Άκρα Δεξιά διοχετεύει θυμό και ανασφάλειες στην κατεύθυνση της βαρβαρότητας, προκαλώντας σκάνδαλο εάν ένας μόνο πρόσφυγας από τα δύο εκατομμύρια που βρίσκονται στη χώρα ή από τα εκατομμύρια Γερμανών απογόνων μεταναστών διαπράξει ένα βίαιο έγκλημα. Η στρατηγική αυτή θα συνεχίσει να είναι επιτυχής έως ότου αρχίσουμε να μιλάμε ξανά για αυτά τα θέματα και επιμείνουμε ότι η ανάπτυξη που βασίζεται στις αγορές είναι η ρίζα της κοινωνικής και πολιτικής αποσύνθεσης της Γερμανίας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Jacobin, στις 28 Δεκεμβρίου 2018.
Ο Ingar Solty είναι συνεργάτης ερευνητής στο Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ για την Κριτική Κοινωνική Ανάλυση, στο Βερολίνο.