Η υπέρβαση της παρούσας κατάστασης στη Βραζιλία απαιτεί ένα νέο πολιτικό παράδειγμα: ένα σύστημα που δεν προϋποθέτει τη διαφθορά για τη διακυβέρνησή του. Η κρίση που περνά η Βραζιλία είναι περίπλοκη για τους γνώστες και μη. Μέχρι πρόσφατα, η χώρα έμοιαζε να οδεύει με σιγουριά προς τη διάψευση της ειρωνείας του Σαρλ ντε Γκωλ ότι η «Βραζιλία είναι η χώρα του μέλλοντος, αλλά θα παραμείνει για πάντα τέτοια».
Του Matías Bianchi
Την τελευταία δεκαετία, η Βραζιλία έγινε μια από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, οι επιχειρήσεις της παγκοσμιοποιήθηκαν, εξελίχθηκε σε οργανωτικό παράγοντα των BRICS, σε συνομιλητή της περιοχής με τις ΗΠΑ, σε μια κατοχυρωμένη υποψηφιότητα για ένταξη ως μόνιμο μέλος στο Συνβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, και ακόμα σε μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης με κοινωνικό πρόσωπο. Και σχεδόν όλα τα εύσημα για αυτή την πορεία δόθηκαν στο κυβερνών κόμμα – και ειδικά στον ηγέτη του, τον Λούλα, ο οποίος αναδείχθηκε σε σύμβολο ενός σύγχρονου, πραγματιστή Αριστερού που έμοιαζε ικανός να δαμάσει το τέρας.
Επόμενη σκηνή: Μια χώρα διχασμένη, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να διαδηλώνουν στους δρόμους, με την οικονομία να βρίσκεται βυθισμένη στη χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της χώρας και με τη Ντίλμα Ρούσεφ να κατηγορείται ότι ηγείται ενός ανίκανου και κυρίως διεφθαρμένου μηχανισμού.
Διαφθορά: Υποκρισία ή πολιτική στρατηγική;
Μέσα σε αυτό το σύνθετο και περίεργο τοπίο, οι αιτίες είναι πολλές, αλλά η διαφθορά εμφανίζεται ως κυρίαρχος παράγοντας που εξηγεί σχεδόν τα πάντα. Αυτή η εστίαση στο ζήτημα είναι αξιοσημείωτη, καθώς το φαινόμενο επαναλαμβάνεται σε αρκετές χώρες της περιοχής: η ανάγκη για δίωξη των διεφθαρμένων και για ηθική κάθαρση της πολιτικής.
Από μια απλή συζήτηση με τους γείτονες ή ξεφυλλίζοντας οποιαδήποτε μεγάλη εφημερίδα, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τη δύναμη και την εμβέλεια αυτού του επιχειρήματος. Στη Βραζιλία παίρνει τη μορφή μεγάλων σκανδάλων, όπως το mensalão και το Lava Jato, με έναν δικαστή υπερήρωα που έχει το «κουράγιο» να καθαρίσει την πολιτική (1).
Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι η Ρούσεφ δεν αντιμετωπίζει κάποια κατηγορία για διαφθορά. Αυτό για το οποίο ελέγχεται είναι «διοικητικές παρατυπίες στον προϋπολογισμό».
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο γελοία αν δει κανείς ποιος βρίσκεται πίσω από τις διαδικασίες της καθαίρεσής της. Βασικοί πρωταγωνιστές είναι ο Εντουάρντο Κούνα –ο οποίος διώκεται από το Ανώτατο Δικαστήριο για τραπεζικούς λογαριασμούς που έχει στην Ελβετία, ενώ εμφανίζεται επίσης στα Panama Papers– και το Βραζιλιάνικο Δημοκρατικό Κίνημα (PMDB), ένα κόμμα που συμμετείχε σε όλα τα επίπεδα της εξουσίας από την εποχή της επιστροφής της χώρας στη δημοκρατία μέχρι σήμερα. Πίσω από αυτούς, βρίσκονται τα συστημικά μέσα, οι αγρο-βιομηχανίες καθώς και συγκεκριμένοι επιχειρηματικοί τομείς.
Ο λόγος περί διαφθοράς είναι απλός και αρκετά ισχυρός ώστε να παρουσιάζεται ως εξήγηση για όλα τα προβλήματα της χώρας. Πρόκειται για υποκρισία ή για πολιτική στρατηγική; Ορισμένες απαντήσεις μπορούν να βρεθούν στο πρόσφατο βιβλίο του κοινωνιολόγου Σεμπαστιάν Περέιρα, με τίτλο Πολιτική και Διαφάνεια, στο οποίο σημειώνει ότι η εμμονή στη διαφθορά συνιστά συχνά προκάλυμμα για την απαξίωση της πολιτικής και ιδιαίτερα της ιδεολογικής πάλης. Στόχος είναι η ηθικοποίηση και η από-ιδεολογικοποίηση της πολιτικής και κατά συνέπεια η λείανση των ανταγωνισμών διαφορετικών συμφερόντων.
Το σχήμα της διαφθοράς καθιστά εύκολο το να βάλεις όλους τους πολιτικούς στο ίδιο τσουβάλι. Η αντιμετώπισή τους αφορά την κοινωνία των πολιτών, η οποία επί της αρχής είναι έντιμη. Οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο μοντέλο και τον ρόλο του κράτους, την κοινωνική ενσωμάτωση, τη φορολογική πολιτική θεωρούνται θέματα περιφερειακά. Η πολιτική είναι ζήτημα διαχείρισης και όλα θα λειτουργήσουν καλά αν υπάρχει αποτελεσματικός έλεγχος.
Ο Περέιρα αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο η ρητορική περί διαφθοράς ενισχύθηκε στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1990, όταν θεωρήθηκε αναγκαίο να ιδιωτικοποιηθούν οι κρατικές επιχειρήσεις, προκειμένου να πάψουν να ελέγχονται από διεφθαρμένους πολιτικούς. Αυτό το επιχείρημα δεν αναιρεί την ύπαρξη της διαφθοράς, ούτε το γεγονός ότι αυτή πρέπει να διώκεται, αλλά δείχνει το πόσο λειτουργική είναι για ιδιωτικούς παράγοντες.
Η συγκεκριμένη στρατηγική δεν είναι καινούργια: η ανατροπή του δικτάτορα της Βραζιλίας Ζετούλιο Βάργκας (1930-1945), όταν αργότερα εξελέγη πρόεδρος (1951-1954), με κατηγορίες για διαφθορά, είναι ένα παράδειγμα, καθώς ο στρατός δεν έκανε τίποτε στη συνέχεια για την καταπολέμησή της.
Ο Τόμας Κουν και η αλλαγή παραδείγματος
Όπως σημειώνει ο Μπερνάντο Γκουτιέρες, το Εργατικό Κόμμα και η Ρούσεφ δεν είναι πολύ μακριά από αυτούς που τώρα τους κρίνουν.
Ο παλιός καλός «πραγματισμός» οδήγησε τελικά το Εργατικό Κόμμα να συμμετάσχει σε όλο το μηχανισμό της βραζιλιάνικης πολιτικής και να συνάψει συμφωνίες με παραδοσιακά κόμματα και δυνάμεις που στηρίζουν αυτόν τον μηχανισμό. Ο Σαλβαντόρ Σαβελσόν αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν το Εργατικό Κόμμα να περιμένει στήριξη από φοιτητές που διεκδικούν καλύτερες δημόσιες συγκοινωνίες, από μια μεσαία τάξη που πλήττεται από νεοφιλελεύθερα μέτρα και από οικογένειες που είναι θύματα αστυνομικής βίας. Η Ρούσεφ, ο Λούλα και το Εργατικό Κόμμα πιάστηκαν στην παγίδα του «κυβερνητισμού» με την οποία έπαιζαν.
Το PMDB, ο Τεμέρ και οι υπόλοιποι ήταν οι πολιτικοί σύμμαχοί τους. Η κατάληξη θυμίζει την ιστορία με τον βάτραχο και τον σκορπιό.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πυρήνας της κρίσης είναι πολιτικός. Η ρητορική περί διαφθοράς απευθύνεται στον θυμό της κοινωνίας απέναντι στην πολιτική της τάξη που είναι χωρίς νομιμοποίηση. Αλλά, όπως σημειώνει και ο κορεάτης φιλόσοφος Byung-Chul Han, η ρητορική περί διαφάνειας είναι o αντι-πολιτικός λόγος του «σκανδαλισμένου παρατηρητή». Μέσα στη σύγχυση οι ισχυροί έχουν το πάνω χέρι. Ποιος άραγε θα αναλάβει μετά την καθαίρεση της Ντίλμα;
Ποια είναι η έξοδος από αυτή την κατάσταση; Σίγουρα όχι η καθαίρεση από μια συντηρητική και σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένη Βουλή, όπου οι αντιπρόσωποι ψήφισαν στο όνομα του Θεού, της οικογένειας, και ένας από αυτούς στο όνομα του βασανιστή της Ρούσεφ την εποχή του στρατιωτικού καθεστώτος.
Αυτό που θα έπρεπε να σκεφτούμε είναι η αλλαγή πολιτικού παραδείγματος. Σε μια συζήτηση με βραζιλιάνους συναδέλφους, αναφέρθηκε το όνομα του Τόμας Κουν. Στο έργο του που άσκησε σημαντική επίδραση, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, ο Κουν εξηγεί το πώς η επιστήμη λειτουργεί με παραδείγματα: η επιστήμη αναπτύσσεται μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο συμφωνημένων κανόνων, αλλά συχνά μια επανάσταση ανοίγει νέους ορίζοντες, με αποτέλεσμα η επιστήμη να αρχίζει να λειτουργεί μέσα σε ένα νέο παράδειγμα.
Ας μας επιτραπεί να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έννοια ως μια μεταφορά για την πολιτική.
Η κοινωνία της Βραζιλίας έχει αλλάξει δομικά τις τελευταίες δεκαετίες: έχει μια πιο ισχυρή μεσαία τάξη, καλύτερα μορφωμένους πολίτες με διευρυμένα πια δικαιώματα, και μια αναδυόμενη γενιά ενηλίκων που μεγάλωσαν σε καθεστώς δημοκρατίας. Σε ομάδες εργασίας που οργάνωσα την περσινή χρονιά, ήταν πάρα πολύ μεγάλη η αντίθεση ανάμεσα στην παρούσα θεσμική πολιτική και σε αναδυόμενους κοινωνικούς φορείς που εξερευνούν νέα σύνορα, που σχεδιάζουν συνεργατικές λογικές, που απευθύνουν καινούργια ζητήματα στη δημόσια συζήτηση, που εφαρμόζουν καινοτόμες δημοκρατικές πρακτικές. Αυτοί οι φορείς προτείνουν ένα νέο παράδειγμα.
Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα παραμένει αναλλοίωτο. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι 80% των Βραζιλιάνων δεν εμπιστεύονται ούτε τη Ρούσεφ ούτε τον Κούνα. Η παρούσα πολιτική τάξη δεν εκφράζει τις νέο-αναδυόμενες πολιτικές που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το κοινοβουλευτικό σώμα που ψήφισε για την καθαίρεση της Ρούσεφ αποτελείται κυρίως από λευκούς, μεγάλους σε ηλικία και πλούσιους άνδρες, που συνδέονται με τοπικές κρατικές ελίτ. Δεν έχουν δεσμούς, όμως, με την πολύχρωμη κοινωνία της Βραζιλίας που στην πλειοψηφία της αποτελείται από φτωχούς ανθρώπους, φοιτητές, αγρότες, εργάτες, ιθαγενείς και άλλους, τα συμφέροντα των οποίων δεν εκπροσωπούνται στο παρόν πολιτικό σύστημα.
Είμαι ανάμεσα σε αυτούς που θεωρούν το Εργατικό Κόμμα τη σημαντικότερη πολιτική καινοτομία στην ιστορία της Βραζιλίας και σίγουρα ένα πολιτικό σημείο αναφοράς για την περιοχή. Ωστόσο, εγκλωβίστηκε στο ίδιο του το παιχνίδι.
Έχει έρθει η ώρα για την ανανέωση της πολιτικής και την αναδιανομή της εξουσίας, με τρόπο που να αντιπροσωπεύει νέους δρώντες και κοινωνικές πρακτικές. Αυτό είναι μια μεγάλη ευθύνη των οργανωμένων κοινωνικών φορέων. Θα πρέπει να είναι προσεκτικοί ώστε να μην πέσουν στην ομογενοποίηση της ρητορικής περί διαφθοράς που λέει «να τους ξεφορτωθούμε όλους» και που τελικά είναι λειτουργική μόνο για ορισμένους.
Πάνω από όλα, θα πρέπει να αναγνωρίσουν και να διεκδικήσουν τα συμφέροντά τους. Αντί για μια ηθική σταυροφορία ενάντια στην πολιτική, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για πολιτικά συστήματα που δεν προϋποθέτουν τη διαφθορά για τη διακυβέρνηση, καθώς και τη ρύθμιση του ρόλου των Μέσων και των επιχειρήσεων στην πολιτική ζωή.
(1) Το σκάνδαλο mensalão αφορούσε κατηγορίες για εξαγορά ψήφων βουλευτών από το Εργατικό Κόμμα, προκειμένου να ψηφιστεί νομοθεσία που προωθούσε. Η υπόθεση παραλίγο να οδηγήσει στην πτώση της κυβέρνησης του Λούλα ντα Σίλβα το 2005. Το σκάνδαλο Lava Jato αφορά την υπόθεση διαπλοκής ανώτατων στελεχών της κρατικής πετρελαϊκής εταιρίας Petrobras με καρτέλ κατασκευαστικών εταιριών για την εξασφάλιση απευθείας αναθέσεων, με υπερκοστολογημένα συμβόλαια, καθώς και ξέπλυμα χρήματος για το οποίο ελέγχονται πολλοί εν ενεργεία πολιτικοί. (Σ.τ.Μ.)
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο DemocraciaAbierta , στις 21 Απριλίου 2016 και στο Asuntos del Sur.
Για τον συγγραφέα
Ο Matías Bianchi είναι πολιτικός επιστήμονας, διδάκτωρ του Ιnstitut d´Études Politiques de Paris (Sciences Po) και υπεύθυνος Asuntos del Sur.