Ο Τραμπ, το Κρεμλίνο και η ρητορική της απεμπλοκής




Η νίκη του Ντ. Τραμπ στις Προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ θα απασχολεί για πολύ καιρό την επικαιρότητα. Καθοριστικοί αναμένεται να είναι οι πρώτοι μήνες του νέου αμερικανού προέδρου στον Λευκό Οίκο, περίοδο κατά την οποία οι διεθνείς αναλυτές θα επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τις στρατηγικές προθέσεις του Τραμπ τόσο στα θέματα εσωτερικής πολιτικής, όσο και στα ανοιχτά ζητήματα στο εξωτερικό.


του Βίκτωρα Χριστίδη


Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας υπήρξε εκτεταμένη αρθρογραφία για τις σχέσεις του Τραμπ με το Κρεμλίνο και τη διαφορετική προσέγγιση που είχε στα θέματα των σχέσεων με τη Μόσχα από την Χίλαρι Κλίντον. Αρκετοί αναλυτές προσέγγιζαν τις προεκλογικές τοποθετήσεις του ως προάγγελο ριζικών αλλαγών στα ζητήματα των διμερών σχέσεων αλλά και σε θέματα όπως το Συριακό, η Ουκρανία και το ΝΑΤΟ. Το προφίλ και η πολιτική ρητορική του Τραμπ είχε -κατά πολλούς- αρκετά κοινά σημεία με το «πρόσωπο» του ρώσου Προέδρου, γεγονός που σηματοδοτούσε μια υποστήριξη-επιστροφή στον εθνικό-πατριωτικό πόλο εξουσίας.  Με αυτή την έννοια, η νίκη Τραμπ αποτελεί για ορισμένους σημάδι επιστροφής σε σχετικές με τα παραπάνω αξίες, προκαλώντας κλίμα ανησυχία σε μειονοτικές ομάδες των δυτικών κοινωνιών.

Μπορεί ο Στίβεν Σιγκάλ να έλαβε ρωσικό διαβατήριο και να εξέφρασε ουκ ολίγες φορές τον θαυμασμό του -εκτός από τις πολεμικές τέχνες- στο πρόσωπο του Ρώσου Προέδρου, όμως στην πολιτική πραγματικότητα η κατάσταση είναι πιο πολύπλοκη. Τα κοινά σημεία αναφοράς και οι αναλύσεις «συμπάθειας» τελειώνουν κάπου εδώ και από εκεί και πέρα αρχίζει η στρατηγική της εκατέρωθεν αντιμετώπισης, με τις σχέσεις των δύο πλευρών να έχουν επιδεινωθεί σε όλα τα επίπεδα, κατά τα τελευταία χρόνια.

Είναι αρκετά αμφίβολο αν οι προεκλογικές δεσμεύσεις του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική θα εφαρμοστούν. Άλλωστε, η εμπειρία των τελευταίων χρόνων έχει δείξει το αντίθετο. Τόσο στην Ουκρανία, όσο και στη Συρία οι δύο πλευρές έχουν ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις και σε αρκετές περιπτώσεις συγκρουόμενα συμφέροντα.

Άλλωστε, η «μία πλευρά» δεν περιλαμβάνει μόνο τις ΗΠΑ, καθώς συμπεριλαμβάνονται και άλλες χώρες, χωρίς να σημαίνει ότι τα συμφέροντά τους ταυτίζονται πάντα. Αν το νέο στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ συνδεθεί με μια επιλογή «μερικού απομονωτισμού» ή απεμπλοκής από συγκεκριμένα διεθνή θέματα, αυτό θα συνιστούσε πράγματι μια αλλαγή εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον.

Σε επικοινωνιακό επίπεδο δεν θα ήταν απίθανο να υπάρξει μια ρητορική «απεμπλοκής και επαναπροσέγγισης», αλλά τα δομικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή καθώς και στην Ανατολική Ευρώπη, όπως προωθούνται μέσω του ΝΑΤΟ, παραμένουν πολύ ισχυρά και σε «σύγκρουση» με τα αντίστοιχα των υπόλοιπων δυτικών, όπως έχει φανεί τα τελευταία χρόνια. Σε αυτό το κλίμα, κατά την πρώτη του ομιλία μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, ο Ντ. Τραμπ τοποθετήθηκε σε χαμηλότερους τόνους από ό,τι στις προεκλογικές συγκεντρώσεις.

Επίσης, λίγα εικοσιτετράωρα μετά το αποτέλεσμα των Προεδρικών εκλογών, ο Ντ. Πεσκόφ ως εκπρόσωπος του Κρεμλίνου έσπευσε να δηλώσει ότι «είναι σημαντικό που [ο Τραμπ] έχει πει ότι είναι έτοιμος για συζήτηση», ενώ υποστήριξε πως ακόμα και αν οι διαφορές μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ είναι σημαντικές σε σημείο που είναι «αναπόφευκτο να υπάρχει αντιπαράθεση», αυτό που μετράει είναι η ύπαρξη πολιτικής θέλησης και επιθυμίας για την επίλυση των ζητημάτων μέσω διαλόγου.

Είναι σαφές ότι η εκλογή Τραμπ ανέδειξε μια επιστροφή στην πολιτική λήψης αποφάσεων σε εθνικό-κρατικό επίπεδο και σε μια ρητορική σύγκρουσης ακόμα και εντός της κοινωνίας (βλέπε εθνικές μειονότητες κ.λπ) γεγονός που φάνηκε από την ενθουσιώδη υποστήριξη ακροδεξιών στοιχείων αμέσως μετά τα αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει την αντίδραση μιας μερίδας της αμερικανικής κοινωνίας απέναντι στις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες που εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού. Εκεί θα πρέπει οι προοδευτικές και άλλες δυνάμεις να εστιάσουν την προσοχή τους και όχι σε μια αίσθηση τετελεσμένου των αναπόφευκτων αδιεξόδων.