Tο pass-world συζήτησε με τον καθηγητή πολιτικής θεωρίας Sandro Mezzadra για τα σύνορα, τη μετανάστευση, τους πολιτικούς μετασχηματισμούς της Ευρώπης, τη νίκη του Τραμπ και τον ρόλο των κινημάτων, με αφορμή την επίσκεψή του στο City Plaza και τη συμμετοχή του στις εκδηλώσεις για τους έξι μήνες λειτουργίας του χώρου.
Συνέντευξη στη Βασιάννα Κωνσταντοπούλου και τον Αδάμο Ζαχαριάδη
Η φετινή χρονιά ήταν μια χρονιά τεράστιων προσφυγικών μετακινήσεων, απέναντι στις οποίες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εφάρμοσαν νέες στρατηγικές και τεχνολογίες ελέγχου των συνόρων και των πληθυσμιακών ροών. Πώς αυτή η πραγματικότητα μετασχηματίζει την έννοια της πολιτικής σε μια μεταποικιακή Ευρώπη;
Είναι μια δύσκολη ερώτηση, αλλά ταυτόχρονα μια πολύ σημαντική ερώτηση. Να πω καταρχάς μερικά λόγια για τη λεγόμενη «προσφυγική κρίση» στην Ευρώπη, την οποία κάλλιστα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε και ως κρίση του ευρωπαϊκού καθεστώτος των συνόρων. Η πίεση που άσκησαν οι προσφυγικοί και μεταναστευτικοί πληθυσμοί συνέβαλε αποφασιστικά στην κλιμάκωση της κρίσης του ευρωπαϊκού καθεστώτος των συνόρων, ειδικά το καλοκαίρι του 2015, που έχει ονομαστεί και «καλοκαίρι της μετανάστευσης».
Ήρθαμε αντιμέτωποι με τη δύναμη της μετανάστευσης, καθώς οι πρόσφυγες και οι μετανάστες προκάλεσαν, εν μέρει επιτυχώς, τα πολλαπλά επίπεδα διάρθρωσης των συνόρων της Ευρώπης. Όμως, το ευρωπαϊκό καθεστώς των συνόρων ήταν ήδη σε κρίση εκείνη την εποχή. Και αυτή η κρίση είναι στενά συνδεδεμένη –αν και όχι γραμμικά– με την ευρωπαϊκή οικονομική κρίση.
Ας σκεφτούμε την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, και τη θέση των μεταναστών στην αγορά εργασίας. Αυτές οι τρεις χώρες έχουν δεχτεί και απορροφήσει μεγάλους αριθμούς μεταναστών –συχνά διατηρώντας τους σε καθεστώς παρανομίας– οι οποίοι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία των εγχώριων οικονομικών τους συστημάτων. Όμως, η οικονομική κρίση έχει βαθύτατες συνέπειες για αυτές τις χώρες αλλά και για τη θέση των προσφύγων και των μεταναστών στην εγχώρια αγορά εργασίας. Συνδέω λοιπόν το ζήτημα της αγοράς εργασίας αυτών των χωρών με το συνοριακό καθεστώς καθώς είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι το ευρωπαϊκό συνοριακό καθεστώς δεν στόχευε ποτέ αποκλειστικά στο να δημιουργήσει αυτό που ονομάζουμε «Ευρώπη-φρούριο».
Το ευρωπαϊκό σύστημα των συνόρων υπήρξε ταυτόχρονα ένα καθεστώς πληθυσμιακής κινητικότητας, που επέτρεπε διαφοροποιημένες και ιεραρχικές μορφές ένταξης των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και στην αγορά εργασίας. Πρόκειται, φυσικά, για μορφές εκμετάλλευσης. Συνηθίζω να λέω ότι αυτές οι μορφές συμπερίληψης συχνά δεν είναι λιγότερο βίαιες από τον αποκλεισμό που επιβάλλουν τα σύνορα.
Για να έχουμε, λοιπόν, τη συνολική εικόνα του συνοριακού καθεστώτος στην Ευρώπη δεν πρέπει να εστιάζουμε αποκλειστικά στον αποκλεισμό, στην απόπειρα σφράγισης των συνόρων, στα τείχη και τους φράχτες.
Πρέπει να δούμε και τον τρόπο με τον οποίο αυτό το καθεστώς επέτρεψε τη διαφορική και ιεραρχική συμπερίληψη και την εκμετάλλευση των μεταναστών στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας.
Με αυτή την έννοια, η οικονομική κρίση επηρεάζει βαθιά και τον τρόπο λειτουργίας του συνοριακού καθεστώτος. Και μπορούμε να δούμε καθαρά το πώς οι νέες τεχνολογίες συνοριακού ελέγχου και απώθησης που εφαρμόστηκαν δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν την κρίση του συνοριακού καθεστώτος. Το υπάρχον συνοριακό καθεστώς είναι δυσλειτουργικό αυτή τη στιγμή για την Ευρώπη, ακόμα και από τη σκοπιά συγκεκριμένων ευρωπαϊκών ελίτ. Είναι σημαντικό να καταδικάζουμε κάθε μέρα τα τεράστια ποσά βίας αυτού του καθεστώτος, τους θανάτους στο Αιγαίο, τον εγκλωβισμό των ανθρώπων στην Ελλάδα που έχει γίνει ένα τεράστιο hot spot, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αλλά την ίδια στιγμή είναι σημαντικό να δούμε και την ευρύτερη εικόνα, σύμφωνα με την οποία το παρόν συνοριακό καθεστώς είναι δυσλειτουργικό για τις ευρωπαϊκές ελίτ. Μια κοινή θέση κυβερνητικών παραγόντων, βιομηχανικών συνδέσμων και οικονομικών φορέων είναι ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη τη μετανάστευση. Κι έτσι θα ψάξουν να βρουν έναν τρόπο να καταστήσουν εφικτό ένα μοντέλο μετανάστευσης επιλεκτικό και ιεραρχικό.
Αυτό είναι το θέμα που απασχολεί αυτή τη στιγμή τις ευρωπαϊκές ελίτ και νομίζω ότι είναι σημαντικό να δούμε τον τρόπο με τον οποίο επιχειρούν να το διαχειριστούν. Δεν έχουν ένα Plan A για τη διαχείριση αυτού του ζητήματος και φυσικά υπάρχουν εσωτερικές διαφοροποιήσεις στην Ευρώπη. Η άνοδος της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη είναι επίσης ένα σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση των εξελίξεων.
Με ποιους τρόπους η άνοδος των εθνικιστικών κινημάτων στην Ευρώπη και η επιστροφή στην ιδέα του έθνους-κράτους, όπως εκφράστηκε για παράδειγμα στην περίπτωση του Brexit, ανανεώνει την έννοια των συνόρων;
Καταρχάς, η ιδέα των συνόρων επιστρέφει σε επίπεδο ρητορικής με έναν πολύ παραδοσιακό τρόπο. Στην καμπάνια του Brexit, ένα από τα βασικά συνθήματα ήταν «πρέπει να ανακτήσουμε τον έλεγχο των συνόρων μας». Και ήταν ένα σύνθημα που λειτούργησε πολύ αποτελεσματικά. Υπάρχει όμως το εξής σημαντικό ερώτημα: μπορεί πράγματι να υπάρξει μια επιστροφή στις παραδοσιακές μορφές ελέγχου των συνόρων με τους όρους της εθνικής κυριαρχίας, η οποία να πηγαίνει πέρα από το επίπεδο της ρητορικής;
Θεωρώ ότι στη σημερινή ευρωπαϊκή συνθήκη εκφράζεται ένας πολύπλοκος συνδυασμός εθνικισμού, «επανεθνικοποίησης» του πολιτικού λόγου και νεοφιλελευθερισμού. Δεν νομίζω ότι μιλάμε για ένα νέο είδος άκρας Δεξιάς που αμφισβητεί τον νεοφιλελευθερισμό. Η τάση που παρατηρώ σε πολλές ευρωπαϊκές περιπτώσεις, όπως και αλλού στον κόσμο, είναι αυτός ο τερατόμορφος συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού και εθνικισμού. Είναι το χειρότερο σενάριο. Αυτή είναι, άλλωστε, και η περίπτωση του Τραμπ.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα των συνόρων, αυτός ο συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού και εθνικισμού δεν νομίζω ότι επιτρέπει μια πραγματική επιστροφή στην παραδοσιακή έννοια των συνόρων του έθνους-κράτους.
Συνήθως όταν μιλάμε για το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μάς έρχονται στον νου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Υπάρχει, όμως, και ο παράγοντας της υλικοτεχνικής και διοικητικής ολοκλήρωσης, στους τομείς της παραγωγής και της διανομής των αγαθών και των υπηρεσιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η υποδομή, δηλαδή.
Οι αλυσίδες προμηθειών είναι κομμάτι του σύγχρονου καπιταλισμού παγκοσμίως και ειδικά στην Ευρώπη. Δεν πιστεύω, λοιπόν, ότι οι νέες Δεξιές δυνάμεις στην ήπειρο επιθυμούν να αμφισβητήσουν αυτό το είδος οικονομικής ολοκλήρωσης. Σε αυτό το επίπεδο, μια παραδοσιακή οπτική των γεωπολιτικών συνόρων γίνεται προβληματική.
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, το πέρασμα Μπρένερ, στα σύνορα της Ιταλίας με την Αυστρία. Την άνοιξη υπήρξε μεγάλη ρητορική από την πλευρά της Αυστρίας, ακόμα και για την κατασκευή ενός τείχους. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Γιατί; Θα ήταν καταστροφή για πολλούς τομείς του καπιταλισμού στην Ευρώπη. Αυτός νομίζω ότι ήταν ο κύριος παράγοντας, μαζί φυσικά και με τους πολιτικούς παράγοντες που αφορούν τις σχέσεις Ιταλίας και Ρωσίας. Το μέγεθος των απωλειών που θα σήμαινε κάτι τέτοιο για τον καπιταλισμό θα ήταν δυσβάσταχτο.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες συντηρητικές εθνικιστικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη, που είναι πιο παραδοσιακές από άλλες, όπως για παράδειγμα η Πολωνία ή η Ουγγαρία. Βλέπετε πιθανό το ενδεχόμενο διαμόρφωσης μιας Ευρώπης πολλαπλών ταχυτήτων όσον αφορά το ζήτημα των συνόρων;
Ίσως είναι ένα πιθανό σενάριο. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρώπη δεν υπήρξε ποτέ ένας απολύτως ομοιογενής χώρος. Για παράδειγμα, η γεωγραφία της Ευρώπης δεν συμβαδίζει με τη γεωγραφία της Σένγκεν. Υπάρχουν γεωγραφικές, χωρικές, οικονομικές και πολιτικές ασυνέχειες και ετερογένειες. Η οικονομική κρίση σηματοδότησε αυτήν την τεράστια τομή ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Νότο και τον Βορρά. Μετά, η λεγόμενη «μεταναστευτική κρίση» δημιούργησε αυτόν τον διαχωρισμό Δύσης και Ανατολής. Είναι δύσκολο να προβλέψουμε ποια θα είναι η εξέλιξη, γιατί ακόμα και στην περίπτωση της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας, αν κοιτάξουμε το επίπεδο της οικονομικής ολοκλήρωσης, οι αλυσίδες προμηθειών είναι κρίσιμος παράγοντας.
Η Πολωνία έχει τεράστια συμφέροντα από την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών προς τη Γερμανία. H πολυεθνική εταιρία η Amazon άνοιξε πριν λίγα χρόνια μια μεγάλη αποθήκη στην Πολωνία και υπάρχει τεράστια κινητικότητα αγαθών ανάμεσα στα πολωνικά και τα γερμανικά παραρτήματα της εταιρίας. Μιλάμε για μια απολύτως υλική πραγματικότητα και αν κλείσουν τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες, τότε και η κινητικότητα των αγαθών αρχίζει να γίνεται δυσχερής. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να έχουμε υπόψη μας και αυτόν τον παράγοντα, χωρίς να σημαίνει ότι οι αντιθέσεις και οι εντάσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης δεν είναι σημαντικοί παράγοντες.
Η πολιτική ατζέντα του Τραμπ είναι κυρίως αντι-μεταναστευτική. Ποιους κινδύνους εντοπίζετε στην πρόσφατη νίκη του σχετικά με αυτό το θέμα;
Είμαι πάρα πολύ ανήσυχος από αυτήν την εξέλιξη. Η ατζέντα του Τραμπ είναι ενάντια στους μετανάστες, ενάντια στις μειονότητες, ενάντια στους μαύρους, ενάντια στις γυναίκες, ενάντια στους lgbt, και ο κατάλογος είναι ακόμα μακρύτερος.
Το ερώτημα είναι τι είδους αλλαγές στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο θα φέρει η πολιτική του Τραμπ. Θα είναι, όπως είπα και πριν, ένας συνδυασμός εθνικισμού και νεοφιλελευθερισμού; Αυτή μοιάζει να είναι μια παγκόσμια τάση, μετά την οικονομική κρίση του 2007-2008.
Αυτή είναι και η περίπτωση του Μόντι στην Ινδία. Στην Τουρκία του Ερντογάν, επίσης, μπορούμε να εντοπίσουμε έναν τέτοιου είδους συνδυασμό εθνικισμού και νεοφιλελευθερισμού. Ο Ερντογάν προώθησε τον νεοφιλελευθερισμό στην Τουρκία και την ίδια στιγμή το καθεστώς του γίνεται ολοένα και πιο επιθετικά εθνικιστικό. Πρόκειται, λοιπόν, για μια παγκόσμια τάση. Μένει να δούμε αν ο Τραμπ θα είναι μια ακόμα εκδοχή αυτής της τάσης.
Όσον αφορά το ζήτημα της μετανάστευσης υπάρχουν ζητήματα που αφορούν το Μεξικό αλλά και τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ.
Ο Νιούτον Τσίνγκριτζ (Newton Gingrich), πολιτικός συνεργάτης του Τραμπ που θα έχει πιθανότατα ρόλο στη νέα διοίκηση, είπε ήδη ξεκάθαρα: «Αυτή η ιδέα του τείχους από τον Ειρηνικό ως τον Ατλαντικό ήταν ένα είδος πολιτικού εργαλείου κατά την διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας. Δεν είναι δυνατόν να φτιαχτεί ένα τέτοιο τείχος». Όλοι το γνωρίζουν. Αλλά σίγουρα θα υπάρξουν προσπάθειες, ειδικά το πρώτο διάστημα της διακυβέρνησης του Τραμπ, να γίνει το πέρασμα των συνόρων όλο και πιο δύσκολο, που σημαίνει ολοένα και πιο επικίνδυνο.
Το άλλο ζήτημα είναι η απέλαση «παράνομων» μεταναστών προς το Μεξικό. Σύμφωνα με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς, υπάρχουν 11 με 13 εκατομμύρια «παράνομοι» μετανάστες αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ. Μπορείτε να φανταστείτε μια τέτοιας κλίμακας επιχείρηση απελάσεων;
Είναι ανέφικτο για τον Τραμπ και φυσικά αυτό που τον απασχολεί δεν είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρόκειται και πάλι για υλικοτεχνικό επίπεδο. Μολονότι, λοιπόν, δεν θα υλοποιηθεί σε μια τέτoια κλίμακα, οι απελάσεις θα αυξηθούν. Και αυτό σημαίνει ότι οι μετανάστες που ζουν στις ΗΠΑ, και ιδιαίτερα οι Μεξικανοί, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον φόβο. Ο φόβος θα εμποτίσει κάθε πτυχή της καθημερινότητας των μεταναστών στις ΗΠΑ.
Και ένα ακόμα σημείο αφορά το πώς θα αλλάξει γενικότερα τη ζωή των «μειονοτήτων», οι οποίες βέβαια αν τις αθροίσουμε συνιστούν την πλειοψηφία στις ΗΠΑ. Για τις μειονότητες η κατάσταση θα χειροτερεύσει επίσης, με τον φόβο να διαχέεται στην κοινωνική τους ζωή. Επομένως, ακόμα κι αν οι πομπώδεις εξαγγελίες του Τραμπ δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, τα αποτελέσματα της εκλογής του θα είναι πολύ αρνητικά για τον μεταναστευτικό πληθυσμό και τις μειονότητες στις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα παρουσιάστηκε ως μια εναλλακτική για την Ευρώπη και έχετε συνυπογράψει αναλύσεις και κείμενα παρέμβασης κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης, το καλοκαίρι του 2015. Πώς κρίνετε τη σημερινή πολιτική της εικόνα;
Καταρχάς θέλω να πω ότι είμαι πάρα πολύ προσεκτικός, ώστε να μην παίρνω μια κάθετη θέση για την πολιτική κατάσταση σε μια χώρα στην οποία δεν ζω και εργάζομαι, ακόμα κι αν έχω πολλές σχέσεις σε αυτήν. Όμως, η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, υπήρξε κάτι παραπάνω από μια ακόμα χώρα. Μαζί με πολλούς άλλους, συμμετείχα με πάρα πολύ μεγάλο ενθουσιασμό στο κίνημα αλληλεγγύης, υποστηρίζοντας την πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρώπη. Το ευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης ήταν πολύ σημαντικό, αλλά δεν ήταν όσο μεγάλο θα έπρεπε. Και με αυτή την έννοια αισθάνομαι ότι όλοι στην Ευρώπη μοιραζόμαστε ένα μερίδιο ευθύνης για την αποτυχία αυτής της κυβέρνησης.
Ήταν κρίσιμο να μεταφραστεί το ζήτημα της ελληνικής κρίσης σε όρους ευρωπαϊκούς από τη σκοπιά της Αριστεράς. Αυτό μάς ήταν ξεκάθαρο, όμως δεν υπήρξαμε ιδιαίτερα αποτελεσματικοί. Υπήρξαν όρια στη δυνατότητά μας να κινητοποιηθούμε, στο να εγκαλέσουμε άλλες κυβερνήσεις και να τις ωθήσουμε στο να λειτουργήσουν διαφορετικά. Υπήρχαν δυνατότητες οικοδόμησης συμμαχιών, οι οποίες όμως δεν ευοδώθηκαν.
Και φυσικά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει τεράστια ευθύνη για αυτό. Πιστεύω ότι αν είχαμε κατορθώσει μια πιο δυναμική κινητοποίηση στην Ευρώπη, ειδικά τις μέρες γύρω από το δημοψήφισμα, θα διαμορφώνονταν διαφορετικές δυνατότητες.
Αυτό που μου είναι ξεκάθαρο είναι ότι και εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχαν πιθανότητες επιτυχίας μιας Αριστερής πολιτικής περιορισμένης σε εθνικό επίπεδο, ενός είδους εθνικής απάντησης στο ζήτημα της κρίσης. Δεν υπήρχε χώρος για κάτι τέτοιο. Αυτό που θα άνοιγε δυνατότητες, θα ήταν η εμβάθυνση αυτού του αγώνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τους επόμενους μήνες μετά το δημοψήφισμα και τη συμφωνία, παρακολουθούσα τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα με αυξανόμενο άγχος και αίσθημα ματαίωσης. Παρακολουθούσα τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να μετατρέπεται σε μια ακόμα περίπτωση κυβέρνησης-διαχείρισης της κρίσης στην Ευρώπη. Κι αυτό με απογοητεύει βαθιά.
Γιατί μια πολιτική της Αριστεράς πρέπει να είναι μια πολιτική εναντίωσης σε αυτόν τον αυτοματισμό της εξουσίας. Αν δεν έχεις τη δυνατότητα να παλέψεις ενάντια σε αυτόν τον αυτοματισμό γίνεσαι μέρος του πολιτικού συστήματος. Και στην περίπτωση της προσφυγικής κρίσης, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε αυτόν τον αυτοματισμό. Αυτού του είδους η εικόνα ενδυναμώνει τη στάση που συμβατικά αποκαλούμε στην Αριστερά “TINA”, “There Is No Alternative”. Αν δεν μπορείς να αντιπαρατεθείς με αυτή τη λογική, κατά τη δική μου άποψη, καταργείς την έννοια της αριστερής πολιτικής.
Πείτε μας μερικά λόγια για την εμπειρία σας στο City Plaza;
Υποστηρίζω αυτήν την πρωτοβουλία από την αρχή της γέννησής της. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχομαι και θεωρώ ότι είναι μια μοναδική εμπειρία τόσο για την Ευρώπη, όσο και για την Ελλάδα.
Για την Ευρώπη έχει μια τεράστια συμβολική σημασία γιατί ενσαρκώνει αυτή τη συνάντηση ακτιβιστών, μεταναστών και προσφύγων που εκτυλίσσεται κάθε μέρα στο City Plaza. Kαι είναι ένα παράδειγμα που χρειάζεται επειγόντως να πολλαπλασιαστεί παντού στην Ευρώπη. Είναι κάτι που πράγματι συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Το City Plaza δείχνει με τρόπο πολύ συγκεκριμένο τις δυνατότητες και τη δυναμική μιας τέτοιας συνάντησης.
Στην Ελλάδα, τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Πρόκειται για ένα πολύ πλούσιο και ετερογενές κίνημα, σε μια χώρα που αντιμετωπίζει μια τόσο σκληρή και βαθιά κρίση. Και δεν μιλώ μόνο για τους ακτιβιστές, που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτές τις πρωτοβουλίες. Μιλώ και για τους ανθρώπους των νησιών και τους καθημερινούς ανθρώπους. Το παρατηρούμε και σε άλλες χώρες, ακόμα και στη Ουγγαρία αλλά και τη Γερμανία. Όμως η Ελλάδα έχει αυτή την ιδιαιτερότητα σύμπτωσης της οικονομικής κρίσης και της λεγόμενης «προσφυγικής κρίσης», η οποία εκδραματίστηκε πρωτίστως στην επικράτειά της.
Ο πολιτικός ακτιβισμός, όπως εκφράζεται στο City Plaza, δείχνει με πολύ υλικό και συγκεκριμένο τρόπο ότι υπάρχουν δυνατότητες πολιτικών αγώνων, παρά την πολιτική ήττα του Ιουλίου του 2015. Οι οργανώσεις που συντονίζουν αυτήν την πρωτοβουλία έχουν μακρά ιστορία και γνώση σε τέτοιους είδους εμπειρίες, πρακτικές και μορφές δικτύωσης, εδώ και μια εικοσαετία. Αυτή η ιστορική διάσταση, αυτό το παρελθόν των αγώνων για τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες, που είναι υπαρκτό στην Ευρώπη, είναι σημαντικό να συνδεθεί με τη νέα κατάσταση που αντιμετωπίζουμε, η οποία θέτει και καινούργιες προκλήσεις. Είναι σημαντικό λοιπόν να επανενεργοποιείται αυτό το κινηματικό αρχείο εμπειριών που ήδη υπάρχει, με μια θετική έννοια συνέχειας.
Στη δουλειά σας μιλάτε για την πολλαπλότητα των αγώνων που αμφισβητούν τον μεταποικιακό καπιταλισμό. Πώς ορίζετε αυτήν την πολλαπλότητα;
Πιστεύω ότι υπάρχει η ανάγκη να επινοήσουμε νέες μορφές και νέα εργαλεία οργάνωσης και δικτύωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένα σημαντικό στοιχείο που μας έδειξαν, άλλωστε, και τα γεγονότα του 2015, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ότι δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα για την Αριστερά να δράσει επιτυχώς, περιοριζόμενη αποκλειστικά στο εθνικό επίπεδο.
Το εύρος του εφικτού στο επίπεδο του έθνους-κράτους είναι πάρα πολύ περιορισμένο. Και με αυτή την έννοια, η Αριστερά χρειάζεται να επανεφεύρει τον εαυτό της πέρα από το επίπεδο της εθνικής διάστασης, η οποία στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών μονοπωλείται από τη Δεξιά.
Για αυτό είμαι αρκετά σκεπτικός και ανήσυχος απέναντι στην ξεκάθαρη τάση που υπάρχει σε ένα κομμάτι της ευρωπαϊκής Αριστεράς –έχουμε τέτοια παραδείγματα στη Γαλλία και τη Γερμανία–για επιστροφή σε ένα είδος εθνικά προσανατολισμένου πολιτικού λόγου. Υπάρχουν, βέβαια, και αντίθετες τάσεις. Υπάρχουν και δυνάμεις της Αριστεράς, κοινωνικές δυνάμεις και κοινωνικοί αγώνες που επιχειρούν να διανοίξουν έναν ευρωπαϊκό χώρο αγώνων μετασχηματισμού. Προσανατολίζονται σε αυτό που με μαρξικούς όρους θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «την πολιορκία της ευρωπαϊκής διάστασης». Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα πεδίο για την Αριστερά.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, χρειάζεται να υπερβούμε την αναπαράσταση του ευρωπαϊκού χώρου που κυριαρχούσε μέχρι πρόσφατα στην Αριστερά, όπως για παράδειγμα στα Ευρωπαϊκά Φόρουμ, ότι η Ευρώπη είναι ένας ομοιογενής χώρος – μια αναπαράσταση που βασίζεται στην εικόνα του εθνικού κράτους.
Η Ευρώπη έχει πάρα πολύ μεγάλες εσωτερικές διαφορές και για αυτό και όταν μιλώ για μια ευρωπαϊκή διάσταση των αγώνων δεν εννοώ να οργανώσουμε ευρωπαϊκές πορείες. Μιλώ περισσότερο για ένα πολυεπίπεδο πολιτικό πλαίσιο που μας επιτρέπει να δώσουμε έμφαση και να πολλαπλασιάσουμε την ευρωπαϊκή σημασία αγώνων και εμπειριών σε τοπικό επίπεδο.
Ο δήμος της Βαρκελώνης είναι ένα καλό παράδειγμα. Χρειάζεται να δημιουργούμε γέφυρες που επιτρέπουν τη διάχυση και τον πολλαπλασιασμό αυτών των εμπειριών και των κοινωνικών αγώνων. Είναι μια μεγάλη πολιτική πρόκληση με μεγάλο ορίζοντα για την οικοδόμησή της.
Ο Sandro Mezzadra είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, όπου διδάσκει σύγχρονη πολιτική θεωρία, με έμφαση στις μεταποικιακές σπουδές. Από το 2015 συνεργάζεται με το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Εθνολογίας και με το Ινστιτούτο Εμπειρικής Ενσωμάτωσης και Μεταναστευτικής Έρευνας του Βερολίνου (BIM) του Πανεπιστημίου Humboldt στο Βερολίνο. Η έρευνά του εστιάζει στα ζητήματα της μετανάστευσης, του σύγχρονου καπιταλισμού και του αυτονομιστικού μαρξισμού. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, που έχει συγγράψει με τον Brett Neilson, έχει τίτλο Το σύνορο ως μέθοδος (“Border as method”, Duke University Press, 2013). Είναι μέλος του δικτύου ΕuroNomade.