Στις 4 Απριλίου, το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας αρνήθηκε την αίτηση «habeas corpus» τού πρώην Προέδρου της χώρας Λουίς Ινάσιο ντα Σίλβα, η οποία αποτελεί ένα συνταγματικό μέσο για την αναστολή της φυλάκισής του πριν την τελική καταδίκη του.
Των Nathália Sanglard και Katarina Pitasse Fragoso
Ο Λούλα καταδικάστηκε σε πρώτο, και στη συνέχεια σε δεύτερο βαθμό, σε 12 χρόνια φυλάκισης για διαφθορά, απόφαση η οποία βασίστηκε κυρίως σε κατηγορίες ότι δωροδοκήθηκε με ένα διαμέρισμα, προκειμένου να διευκολύνει ύποπτα συμβόλαια της κρατικής εταιρίας πετρελαίου Petrobras.
To πρόβλημα με την καταδίκη του Λούλα είναι η χρήση των ποινικών διαδικασιών ως πολιτικών εργαλείων που συνεπικουρούν μια μακρά αυταρχική ατζέντα.
Ο επίσημος λόγος κινείται γύρω από επιχειρήματα για την αποκατάσταση και την κάθαρση της πολιτικής, όμως οι μηχανισμοί του παραβιάζουν θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα, στρεβλώνοντας τη διαδικασία της απόδειξης και αλλοιώνοντας την ίδια την αρχή της δίκαιης δίκης.
Για να αναλύσουμε τη θέση μας, το επιχείρημά μας θα στηριχτεί στα ακόλουθα σημεία.
Πρώτον, καταληκτικές αποδείξεις, που θα επιβεβαίωναν τα εγκλήματα διαφθοράς και ξεπλύματος χρήματος από την πλευρά του Λούλα, δεν παρουσιάζονται στην απόφαση του δικαστή Σέρτζιο Μόρο.
Δεύτερον, η υπόθεση Λούλα πέρασε από τα δικαστήρια σε χρόνο ρεκόρ, και οι νομικές εγγυήσεις που προσφέρονται στον κατηγορούμενο δεν έγιναν σεβαστές.
Τέλος, όπως φαίνεται από την περίπτωση απόρριψης του «habeas corpus», επιστρατεύτηκε μια περιοριστική ερμηνεία του νόμου εις βάρος του Λούλα.
Ο δικαστής Σέρτζιο Μόρο αποφάσισε τη φυλάκιση του Λούλα, με τις κατηγορίες της διαφθοράς και του ξεπλύματος χρήματος. Στην απόφασή του, ο δικαστής παρέχει μόνο ορισμένες ενδείξεις ότι μια ιδιοκτησία στην πολιτεία του Σάο Πάολο –γνωστή ως τριώροφη κατοικία της Γκουαρούχα– ανήκε στον Λούλα.
Η απόφαση του Μόρο βασίστηκε στα εξής αποδεικτικά στοιχεία: ένα πρόχειρο προσχέδιο αγοράς της κατοικίας υπογεγραμμένο από τη σύζυγο του Λούλα, μαρτυρίες ανθρώπων που εργάζονται στο κτίριο ότι είδαν τον Λούλα να επισκέπτεται την κατοικία, και μηνύματα που ανταλλάχθηκαν ανάμεσα στον κατασκευαστή του κτιρίου και έναν γνωστό του Λούλα, χωρίς να υπάρχει σαφής αποδεικτική συσχέτιση.
Εξετάζοντας την απόφαση του Μόρο, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι οι ενδείξεις στις οποίες βασίστηκε δεν επαρκείς για να αποδείξουν ότι η κατοικία ανήκει στον Λούλα ή ότι υπάρχει καν κάποια σύνδεση ανάμεσα στον κατασκευαστή του κτιρίου και στην Petrobras.
Μολονότι, η απόφαση Μόρο πάσχει από αποσπασματικότητα και έλλειψη στοιχείων, οι δικαστές του Ομοσπονδιακού Τοπικού Δικαστηρίου της Τέταρτης Περιοχής (ΤRF-4) την έκαναν αποδεκτή, σε δεύτερο βαθμό, αυξάνοντας μάλιστα την ποινή του Λούλα.
Επιπλέον, η υπόθεση του Λούλα ήταν στρεβλή και εξαιτίας μιας άνευ προηγουμένου επιτάχυνσης της εκδίκασής της, με διάφορα νομικά τεχνάσματα. H εκδίκαση διήρκεσε 9 μήνες, για μια διαδικασία όπου κανονικά ο κατηγορούμενος έχει στη διάθεσή του 18 με 30 μήνες.
Επίσης μοναδική ως προς την ταχύτητα ήταν η έκδοση της απόφασης, με τον Μόρο να θέτει σε εφαρμογή το ένταλμα σύλληψης του Λούλα 22 λεπτά μετά την ετυμηγορία του TRF-4, η οποία απέρριπτε την έφεση του Λούλα. Το ένταλμα σύλληψης συνοδεύτηκε από το αίτημα του Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα να περιοριστεί το αυξανόμενο κίνημα υποστήριξης στον Λούλα και να αποτραπεί ο ίδιος από το να υποκινήσει «μια κατευθυνόμενη ενεργοποίηση των μαζών», όπως αναφέρει η El País.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας για το «habeas corpus» του Λούλα είναι εμβληματική ως προς τη χρήση μιας περιοριστικής ερμηνείας. Αρνούμενο το «habeas corpus» στον Λούλα, το Δικαστήριο επέβαλε την άμεση έναρξη εφαρμογής της ποινής, χωρίς να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες έφεσης.
Με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της ατιμωρησίας και της διαφθοράς, το τεκμήριο της αθωότητας καταργήθηκε μαζί με τη δυνατότητα για μια διευρυμένη υπεράσπιση. Έτσι, το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας, ενώ θα έπρεπε να εκπροσωπεί μια δημοκρατική λειτουργία, μετατρέπεται σε αντι-δημοκρατική δύναμη.
Τέλος, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η αναγνώριση αυτής της κατάχρησης δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να διεξάγονται έρευνες όταν υπάρχουν υπόνοιες διαφθοράς ή ότι ο Λούλα είναι υπεράνω του νόμου.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η δικαστική διαδικασία σε αυτή την περίπτωση υπονομεύει τον νόμο και πολλές από τις εγγυήσεις και τα δικαιώματα των πολιτών σε μια ανοικτή και δίκαιη κοινωνία, παραπέμποντας περισσότερο σε πολιτική δίωξη.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 16 Απριλίου 2018.
Μετάφραση: Συντακτική Ομάδα pass-world.gr
Για τις συγγραφείς
Η Nathália Sanglard είναι Λέκτορας στο Federal Rural University του Ρίο ντε Τζανέιρο. Έχει διδακτορικό στην Ιστορία από το Πανεπιστήμιο Federal Fluminense University της Βραζιλίας. Εργάζεται σε θέματα που αφορούν την ιστορία της Βραζιλίας, με έμφαση στην ιστοριογραφία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, την ιστορία των ιδεών και την εθνογραφία.
Η Katarina Pitasse Fragoso είναι υποψήφια διδάκτορας Πολιτικής και Ηθικής Φιλοσοφίας στο Catholic University of Louvain του Βελγίου, όπου είναι μέλος της Hoover Chair of Economic and Social Ethics. Για την εκπόνηση του διδακτορικού της έχει λάβει υποτροφία από το Υπουργείο Παιδείας της Βραζιλίας (CAPES). Τα ερευνητικά της ενδιαφέρονται αφορούν τη φτώχεια, τα προγράμματα συμμετοχής και τη θεωρία ικανοτήτων.