«Tο συγκεκριμένο προηγούμενο σημαίνει ότι οποιοσδήποτε δημοσιογράφος μπορεί να εκδοθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και να διωχθεί, επειδή δημοσίευσε αληθινές πληροφορίες για τις ΗΠΑ», υποστήριξε η δικηγόρος του Τζούλιαν Ασάνζ, Τζένιφερ Ρόμπινσον, σε δηλώσεις της σε δημοσιογράφους, μετά από τη σύλληψή του από τις βρετανικές Αρχές.
Του Jake Johnson
Το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης άσκησε δίωξη, την Πέμπτη 11 Απριλίου, εναντίον του ιδρυτή των WikiLeaks, με την κατηγορία της «συνωμοσίας σε ηλεκτρονική πειρατεία», μια κατηγορία την οποία πολλοί δημοσιογράφοι και εταιρίες ειδησεογραφικών μέσων ερμήνευσαν ως απόδειξη ότι η δημοσιογραφία δεν απειλείται.
«Η δίωξη εναντίον του Ασάνζ αναφέρεται σε χάκινγκ και όχι σε δημοσίευση, γεγονός που αποτελεί μια κρίσιμη διαφορά σχετικά με τις ανησυχίες για παραβίαση των προβλέψεων της Πρώτης Τροπολογίας», σημείωσε σε tweet του o Ντέιβιντ Λάουτερ, επικεφαλής στη Ουάσιγκτον των Los Angeles Times.
Ωστόσο, ακτιβιστές υπέρ της ελευθερίας του Τύπου, οι δικηγόροι του Ασάνζ, το προσωπικό των WikiLeaks, καθώς και άλλες κριτικές φωνές, προειδοποιούν ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η έκδοση του Ασάνζ δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο για τους δημοσιογράφους σε όλες τις χώρες του πλανήτη.
«Δεν υπάρχει καμία διασφάλιση ότι όταν φτάσει στο αμερικανικό έδαφος δεν θα του αποδοθούν πρόσθετες κατηγορίες. Και αυτή η κατηγορία ήταν ένας τρόπος για να αυξηθεί η πιθανότητα έκδοσής του. Αυτό είναι ξεκάθαρο», σημείωσε o Κρίστεν Χράφνσον, διευθυντής σύνταξης των WikiLeaks.
Όπως υποστήριξε ο ίδιος, η φαινομενικά περιορισμένη κατηγορία που αποδίδει το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης στον Ασάνζ για χακάρισμα, αντί μιας πιο σαρωτικής κατηγορίας για δημοσίευση απόρρητων πληροφοριών, είναι ένα «ολοφάνερο» τέχνασμα για να αυξηθούν οι πιθανότητες να τον εκδώσει η Μεγάλη Βρετανία στις ΗΠΑ.
«Είναι αρκετά εμφανές ότι οι αμερικανικές Αρχές διάλεξαν ένα μόνο στοιχείο από αυτά που επεξεργάζονται εδώ και πολύ καιρό», συμπλήρωσε ο Χράφνσον.
Το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης υποστηρίζει στη δίωξή του ότι Ασάνζ συνωμότησε με την πληροφοριοδότη, μέλος του Αμερικανικού Στρατού, Τσέλσι Μάνινγκ να χακάρουν το σύστημα υπολογιστών του Πενταγώνου.
Η δίωξη επίσης αναφέρει ότι ο Ασάνζ «ενθάρρυνε τη Μάνινγκ να δώσει πληροφορίες και αρχεία» από αμερικανικές υπηρεσίες, ότι επιχείρησε να «αποκρύψει την ταυτότητα της Μάνινγκ ως πηγής της διαρροής» και ότι χρησιμοποίησε μια κρυπτογραφημένη υπηρεσία συνομιλίας για να «συνεργαστεί» στη διαρροή απόρρητων πληροφοριών σχετικά με το Γκουαντάναμο και τους αμερικανικούς πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Σε μια δήλωσή του, ο Τρέβορ Τιμ, επικεφαλής του οργανισμού «Ελευθερία για τον Τύπο» [Freedom of the Press Foundation], σημείωσε ότι μολονότι «μέχρι στιγμής το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν έχει επιχειρήσει να δηλώσει ρητά ως παράνομη την πράξη της δημοσίευσης, ο κεντρικός πυρήνας των επιχειρημάτων του θα μπορούσε να ποινικοποιήσει πολλές συνήθεις επαφές των δημοσιογράφων με τις πηγές στις οποίες βασίζονται».
«Το να ζητάς περισσότερα έγγραφα από μια πηγή, να χρησιμοποιείς κρυπτογραφημένο σύστημα συνομιλίας ή να προσπαθείς να προστατεύσεις την ταυτότητα της πηγής σου, δεν είναι έγκλημα. Είναι ζωτικά στοιχεία της δημοσιογραφικής διαδικασίας», πρόσθεσε ο Τιμ. «Είτε μας αρέσει ο Ασάνζ είτε όχι, η δίωξή του είναι μια σοβαρή απειλή για τον Τύπο και θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο διαμαρτυρίας από όλους όσοι ενδιαφέρονται για την Πρώτη Τροπολογία», ανέφερε ο ίδιος.
[…]
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Common Dreams, στις 11 Απριλίου 2019.