Ο Νίκος Μούδουρος, Λέκτορας Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών, αναλύει την άνοδο ενός ανανεωμένου ρεύματος εθνικισμού που σαρώνει την πολιτική σκηνή της Τουρκίας, το οποίο αποτυπώνει κοινωνικές διεκδικήσεις για ένα ένδοξο παρελθόν, που είναι ανταγωνιστικές του εκδημοκρατισμού και του πλουραλισμού. “Για αυτά τα μέρη της κοινωνίας, η αντιμετώπιση των πραγματικών ή κατασκευασμένων απειλών βρίσκεται σε ισχυρές ηγεσίες που παρακάμπτουν τις ατέρμονες συζητήσεις, θυσιάζουν τη (δημοκρατική) συμμετοχή και παράγουν άμεσα – απτά αποτελέσματα“, λέει ο ίδιος.
Του Νίκου Μούδουρου
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ξεκίνησε στις 17 Μαΐου 2023 την προεκλογική του καμπάνια για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών με μια από τις γνωστές πλέον τοποθετήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η μεγαλύτερη διαφορά του συγκεκριμένου βίντεο από τα προηγούμενα, ήταν το ξεκάθαρα ρατσιστικό του περιεχόμενο. Ένα από τα κεντρικά θέματα ήταν οι μετανάστες, των οποίων η παρουσία στην Τουρκία «απειλεί την επιβίωση του έθνους».
Σε κάποια στιγμή μάλιστα ο υποψήφιος πρόεδρος της αντιπολίτευσης ισχυρίστηκε ότι είναι ορατός ο κίνδυνος «αυτοί με τα χαλασμένα κεφάλια να γίνουν 30 εκατομμύρια», ενώ επανάφερε το παραδοσιακό εθνικιστικό κλισέ περί των «συνόρων που αποτελούν την τιμή και την αξιοπρέπεια» του έθνους.
Αυτή τη φορά, ο Κιλιτσντάρογλου δεν μιλούσε από την χαρακτηριστική κουζίνα του σπιτιού του. Ούτε προσπάθησε να δώσει ελπίδα στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού μέσα από προτάσεις για άμβλυνση της κοινωνικής ανισότητας, όπως αρκετά πετυχημένα έπραξε το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, στην πρώτη δημόσια εμφάνιση του μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών, επέλεξε να απευθυνθεί στα αισθήματα της ανασφάλειας. Επέλεξε να τοποθετηθεί εντός της γενικής τάσης εσωστρέφειας που χαρακτηρίζει την κοινωνία και όχι να την αμφισβητήσει. Η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να μας πει αρκετά για την προεκλογική σκοπιμότητα της αντιπολίτευσης, αλλά μπορεί να φωτίσει ακόμα περισσότερα για την γενική «διάθεση» της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος στην Τουρκία.
Εθνοσυνέλευση συντηρητικών προσανατολισμών
Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της 14ης Μαΐου δεν απέδειξε την αποτυχία των δημοσκοπήσεων από την άποψη ότι κανένας από τους δύο κύριους υποψήφιους δεν κατάφερε να επικρατήσει. Ήταν πάρα πολλές οι έρευνες που κατέγραψαν την πιθανότητα δύο γύρων προεδρικών εκλογών. Τα στοιχεία όμως που διέψευσαν πανηγυρικά πολλές εταιρείες δημοσκοπήσεων ήταν η ποσοστιαία διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου (Ερντογάν – Κιλιτσντάρογλου), το ποσοστό που κέρδισε ο τρίτος προεδρικός υποψήφιος (Σινάν Ογάν), αλλά και συνολικά το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών. Μάλιστα θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο βασικός λόγος αποτυχίας τόσων δημοσκοπήσεων στα προαναφερθέντα, είναι ο ίδιος με αυτόν που εξανάγκασε τον Κιλιτσντάρογλου να «καταστρέψει» ό,τι έχτισε τον προηγούμενο χρόνο.
Δηλαδή, το ανανεωμένο κύμα εθνικισμού, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από την παραδοσιακή ομοιογένεια, δεν εκφράζεται περιστασιακά, αλλά μετατρέπεται σταδιακά σε στάση ζωής απέναντι στα βασικά διλήμματα της δύσκολης καθημερινότητας.
Το πιο πάνω επιβεβαιώνεται από το εξής απλό στοιχείο: Τα πολιτικά κόμματα που τοποθετούνται στον εθνικιστικό και στον ευρύτερο συντηρητικό χώρο της Τουρκίας και βρίσκονται τόσο στη συμμαχία υπό τον Ερντογάν, όσο και στη συμμαχία υπό τον Κιλιτσντάρογλου κατάφεραν να κερδίσουν την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των τελευταίων 30 χρόνων.
Εάν αφαιρεθούν από τις 600 έδρες της Εθνοσυνέλευσης οι 169 έδρες του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, οι 61 έδρες του Κόμματος της Πράσινης Αριστεράς και οι 4 του Εργατικού Κόμματος Τουρκίας, τότε οι υπόλοιπες 366 ανήκουν σε όλα ανεξαιρέτως τα ρεύματα της τουρκικής Δεξιάς. Επιπλέον θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αυτός ο υπολογισμός είναι πρόχειρος αφού όπως είναι γνωστό το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα διαθέτει επίσης μια αρκετά ισχυρή εθνικιστική πτέρυγα. Παρόλο που είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η τουρκική Δεξιά ιστορικά δεν ήταν ποτέ μια ομοιογενής ιδεολογική πτέρυγα, εντούτοις η προαναφερθείσα τάση καταγράφει μια πιο ξεκάθαρη συντηρητική στροφή, χωρίς απαραίτητα να πρέπει να θεωρηθεί ως πρόσφατο φαινόμενο.
Η εκπροσώπηση της παγκόσμιας πραγματικότητας στην Τουρκία
Αντίθετα, το αποτέλεσμα των δύο καλπών της 14ης Μαΐου 2023, επιβεβαιώνει μεταξύ άλλων δύο βασικά στοιχεία με ιστορικό υπόβαθρο. Το πρώτο στοιχείο είναι η προσαρμογή της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας της Τουρκίας στο παγκόσμιο παράδειγμα των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα.
Αυτή η παγκόσμια πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση της ουτοπίας των κοινωνιών σε ένα «ένδοξο παρελθόν» και όχι σε στις προσδοκίες για το μέλλον. Οι κοινωνίες της αποσταθεροποίησης αναζητούν ασφάλεια και σταθερότητα.
Αυτές οι διεκδικήσεις ωστόσο καταγράφονται ως ανταγωνιστικές της εκδημοκρατιποίησης και του πλουραλισμού. Σε αυτό το επίπεδο, η σύντομη ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στην Τουρκία την τελευταία δεκαετία ήταν αρκετά ενδεικτική. Η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν αναγνωρίζει εύκολα στην δημοκρατία την διασφάλιση των απαραίτητων εργαλείων για την καθημερινή επιβίωση.
Για αυτά τα μέρη της κοινωνίας, η αντιμετώπιση των πραγματικών ή κατασκευασμένων απειλών βρίσκεται σε ισχυρές ηγεσίες που παρακάμπτουν τις ατέρμονες συζητήσεις, θυσιάζουν τη (δημοκρατική) συμμετοχή και παράγουν άμεσα – απτά αποτελέσματα.
Ποιος θα πίστευε ότι σε μια κοινωνία στην οποία το 65% των μισθωτών αμείβεται πλέον με μισθούς πέριξ του κατώτατου (περίπου 450 ευρώ) θα μπορούσε να κινητοποιηθεί πολιτικά από μια προεκλογική εκστρατεία προώθησης πολεμικών αεροπλάνων, αεροπλανοφόρων και όλων των νέων στρατιωτικών τεχνολογιών; Κι όμως, μέσα από μια τέτοια προεκλογική καμπάνια σε συνδυασμό με την καθημερινή δαιμονοποίηση όσων δεν εντάσσονται στον ευρύτερο συντηρητικό χώρο, ο Ερντογάν κατάφερε να αγγίξει το 49,5% και να θεωρείται πλέον το φαβορί για ανανέωση της προεδρικής του θητείας [σημ. το κείμενο είναι γραμμένο πριν από τον 2ο κύκλο των εκλογών στην Τουρκία].
Eνίσχυση της τουρκικής δεξιάς
Το δεύτερο βασικό στοιχείο του ιστορικού υπόβαθρου που αναπαράγει στο παρόν στάδιο τις τάσεις ενίσχυσης της τουρκικής Δεξιάς, ανιχνεύεται στα πολιτικά ένστικτα του ίδιου του Ερντογάν και του ισλαμικού κινήματος στην Τουρκία.
Ήδη από το 2015 και μετά, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης βρίσκεται σε καθοδική πορεία. Στις εκλογές της 14ης Μαΐου κέρδισε 35,6% σε σύγκριση με το 42,6% που πήρε το 2018. Σε σύγκριση με τις εκλογές του 2018, το κόμμα του Ερντογάν έχασε επίσης 27 έδρες στην Εθνοσυνέλευση. Από τις εκλογές του Νοεμβρίου 2015 μέχρι σήμερα, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχασε συνολικά 13,8% της εκλογικής του δύναμης. Επομένως δεν ήταν καθόλου τυχαίο, ότι μπροστά σε αυτή την δύσκολη για τον ίδιο πραγματικότητα, ο Ερντογάν επέλεξε τα τελευταία χρόνια να θεσμοθετήσει τις συμμαχίες του στα δεξιά του πολιτικού χάρτη. Σε συνδυασμό με την παραγωγή πόλωσης στην κοινωνία, εκείνο που πέτυχε ήταν να περιορίσει τις απώλειες από το δικό του κόμμα «εγκλωβίζοντας» την μετακίνηση των ψηφοφόρων σε άλλα κόμματα του δικού του συνασπισμού. Το απτό αποτέλεσμα των πιο πάνω κινήσεων ήταν η υποβάθμιση της σημασίας της απώλειας των κομματικών του ποσοστών μπροστά στην ενοποίηση ενός πολύ μεγάλου μέρους της Δεξιάς στη χώρα.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο Ερντογάν παρουσιάζεται πλέον ως ο βασικός ενοποιητικός παράγοντας των ρευμάτων του ισλαμισμού, εθνικισμού και συντηρητισμού, εμποδίζοντας παράλληλα τη μετακίνηση των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του προς τον αντιπολιτευτικό πόλο.
Εάν συνυπολογιστεί και η παρουσία του 5% του Σινάν Ογάν (επίσης εκπροσώπου της εθνικιστικής δεξιάς), τότε γίνεται κατανοητό πλέον ότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί ο Κιλιτσντάρογλου είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Προβλήματα και διλήμματα του Κιλιτσντάρογλου
Σε ό,τι αφορά στην αντιπολίτευση και κυρίως την προεδρική υποψηφιότητα Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, το αποτέλεσμα της 14ης Μαΐου είναι δυσάρεστο εξαιτίας δύο παράλληλων εξελίξεων. Είναι γεγονός ότι κατάφερε να φτάσει στα μεγαλύτερα ποσοστά που έφτασε ποτέ εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης στη διάρκεια της εποχής Ερντογάν.
Είναι επίσης αλήθεια ότι οι δικοί του χειρισμοί πέτυχαν μια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της χώρας διευρυμένη συμμαχία πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο απέτυχε παταγωδώς στην επιλογή της κεντρικής πλατφόρμας συνεργασίας που ήταν η κατάργηση του προεδρικού συστήματος. Η συνταγματική αλλαγή και η επιστροφή της χώρας σε ένα βελτιωμένο κοινοβουλευτικό σύστημα, στο παρόν στάδιο φαίνεται πλέον ως μια μακρινή ουτοπία.
Όμως το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ενόψει του δεύτερου γύρου, εδράζεται στις ανταγωνιστικές εκλογικές βάσεις που επιδιώκει να συσπειρώσει. Η μελέτη των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των προεδρικών δείχνουν ότι ψηφοφόροι που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της κουρδικής και τουρκικής Αριστεράς, στήριξαν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες την υποψηφιότητα Κιλιτσντάρογλου. Παρατηρητές σημειώνουν μάλιστα ότι σε πολλές περιπτώσεις οι εκπρόσωποι κομμάτων όπως το Εργατικό Κόμμα Τουρκίας και το φιλοκουρδικό Κόμμα της Πράσινης Αριστεράς ήταν πολύ πιο δραστήριοι στην προώθηση της υποψηφιότητας, παρά το Καλό Κόμμα της Μεράλ Άκσιενερ.
[….]
Απόσπασμα από το κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 21 Μαϊου 2023.
Ο Νίκος Μούδουρος είναι Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών Πανεπιστήμιο Κύπρου.