Ουκρανία: 25 χρόνια από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας




Τη στιγμή όπου ο Πρόεδρος της Ρωσίας ακυρώνει τη μετάβασή του στην Αττάλεια για την παρακολούθηση του ποδοσφαιρικού αγώνα Ρωσίας-Τουρκίας, όπως ανακοίνωσε ο Ντιμίτρι Πεσκόφ, και οι επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία συνεχίζονται, ένα άλλο μέτωπο παραμένει ανοιχτό χωρίς κανένα ίχνος αισιοδοξίας για άμεση επίλυση. Αυτό δεν είναι άλλο από την Ουκρανία, που πριν από λίγες μέρες, στις 24 Αυγούστου, έκλεισε 25 χρόνια από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της από την πρώην Σοβιετική Ένωση.


Του Βίκτωρα Χρηστίδη


Ο Αντιπρόεδρος της Ουκρανίας Πάβελ Ροζένκο ανακοίνωσε ότι οι συμφωνίες του Μινσκ συμβάλλουν στην παύση της κλιμάκωσης της κατάστασης στα νοτιοανατολικά της χώρας, ενώ θεωρεί ότι το Κίεβο θα πρέπει και το ίδιο από την πλευρά του να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις, καθώς δεν υπάρχει καμία εναλλακτική στις συμφωνίες αυτές.

Να υπενθυμίσουμε ότι κατά τη Σύνοδο στο Μινσκ, στις 11 Φεβρουαρίου του 2015, οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ουκρανίας συμφώνησαν σε ένα πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης στην περιοχή του Ντονμπάς που έχρηζε άμεσης διαχείρισης, μετά τις παραβιάσεις εκεχειρίας.

Τη συμφωνία επιβλέπει ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και τα σημαντικότερα μέτρα που περιλαμβάνει είναι η άμεση κατάπαυση του πυρός στις περιοχές Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ, καθώς και η απόσυρση βαρέων όπλων, η διεξαγωγή τοπικών εκλογών, ενώ εξίσου σημαντική είναι η επίβλεψη των όρων της συμφωνίας.

Ο επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι δεν έχει επιτευχθεί επαρκής πρόοδος στην εφαρμογή των ειρηνευτικών συμφωνιών του Μινσκ, καθώς και ότι όλες οι πλευρές θα πρέπει να εργαστούν για να υπάρξει αποκλιμάκωση της κατάστασης. Επιπλέον, ο Στάινμαγερ ανέφερε ότι οι Υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας συμφώνησαν την Κυριακή ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες διεθνείς προσπάθειες, ώστε να τερματιστούν οι εχθροπραξίες στην ανατολική Ουκρανία.

Από την άλλη πλευρά, μετά το ταξίδι του Προέδρου της Τουρκίας στη Ρωσία και τη συνάντησή του με τον Πούτιν, φάνηκε να υπάρχει κινητικότητα στις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις, με αφορμή την αποκάλυψη των Ρωσικών Μυστικών Υπηρεσιών για «σχέδιο» εισβολής στην Κριμαία.

Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε από την FSB ότι απετράπησαν «τρομοκρατικές ενέργειες» των ουκρανικών μυστικών υπηρεσιών σε υποδομές στην Κριμαία που είχαν ως στόχο να αποτρέψουν τις ρωσικές κοινοβουλευτικές εκλογές στις 18 Σεπτεμβρίου. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος της Ρωσίας «αποσύρθηκε» από τις διεθνείς ειρηνευτικές συνομιλίες.

Το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι οι προσπάθειες «αποσταθεροποίησης» της Κριμαίας είναι «καταδικασμένες σε αποτυχία», «θα εγγυηθούμε αναμφίβολα τη σταθερότητα και την ασφάλεια» στην Κριμαία, ενώ προειδοποίησε «το Κίεβο, και τους πάτρωνές του» ότι «η ζημιά που προκαλούν στη Ρωσία οι απώλειες ρωσικών στρατευμάτων δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες».

Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Πετρ Ποροσένκο διεμήνυσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο για την επιβολή στρατιωτικού νόμου και κινητοποίηση του στρατού σε περίπτωση που υπάρξει κλιμάκωση της κρίσης.

Μια σημαντική παράμετρος στο ζήτημα της σημερινής κατάστασης στην Ουκρανία αφορά το γεγονός ότι το Κίεβο, από τις πρώτες μέρες της ανεξαρτησίας και παρά τις τότε οικονομικές δυσκολίες, επένδυσε, ως ανεξάρτητο κράτος και παράλληλα με την ανάπτυξη των σχέσεων με το Κρεμλίνο, στη δημιουργία ισχυρών δεσμών με τη Δύση, καθώς και σε μια σταδιακή διαφοροποίηση των οικονομικών και κυρίως ενεργειακών δεσμών με τη Ρωσία, όχι πάντοτε με απτά αποτελέσματα.

Όμως από μόνη της αυτή η παράμετρος δεν επαρκεί για να αναλύσει κανείς όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία, ακόμα και αν αναλογιστούμε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις ανατολικές περιοχές.

Σοβαρά ζητήματα που συνδέονται με την χρηστή διαχείριση και την αντιμετώπιση της διαφθοράς θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Η μελέτη των οικονομικών στοιχείων του 1991 –από τη μέρα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της χώρας στις 24 Αυγούστου– σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2015 αναδεικνύει ότι σε 25 περίπου χρόνια δεν έγιναν σοβαρά βήματα στην οικονομία.

Δυτικοί αναλυτές έχουν ασκήσει ουκ ολίγες φορές κριτική στην κυβέρνηση του Κιέβου για το συγκεκριμένο ζήτημα, σημειώνοντας ότι ακόμα και η ιδιαιτερότητα στις νοτιοανατολικές περιοχές δεν αποτελεί δικαιολογία για την έλλειψη μεταρρυθμίσεων. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα της κυβέρνησης, γεγονός που προϋποθέτει τη σύγκρουση με φαινόμενα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης.

Να σημειωθεί, εδώ, ότι η εξέλιξη των ρωσο-ουκρανικών σχέσεων είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα τόσο για το Κρεμλίνο, όσο και για το Κίεβο. Το Κίεβο μπορεί να έχει ως στρατηγική την οικονομική «ανεξαρτησία» από τη Ρωσία, όμως μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει μέτρα λιτότητας και συμμετοχή του ΔΝΤ για την στήριξη της οικονομίας είναι επίσης ένα πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τα σχέδια για την κατασκευή του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου «Νότιος Διάδρομος», ο αγωγός δεν θα περνούσε από ουκρανικό έδαφος.

Αναφορικά με σενάρια στρατιωτικής κλιμάκωσης από την πλευρά της Ρωσίας, όπως σημειώνεται σε ανάλυση της βρετανικής εφημερίδας Guardian, αυτά δεν θα πρέπει να θεωρούνται πολύ πιθανά. Αν σημειωθεί ότι σε πολλές πρωτεύουσες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκούνται πιέσεις για χαλάρωση των κυρώσεων, ότι ο στρατός της Ουκρανίας έχει αυξήσει την αποτελεσματικότητά του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τότε το μόνο που θα κατάφερνε η Μόσχα σε μια τέτοια περίπτωση είναι η οριστική ρήξη με τη Δύση και η κλιμάκωση των επιχειρήσεων, αφού για την υποστήριξη του status quo θα έπρεπε να προσφέρει υποστήριξη.

Η Ρωσία δεν αναμένει σημαντική αλλαγή της πολιτικής του Κιέβου, ειδικά σε μια περίοδο ριζοσπαστικοποίησης των σχέσεων. Όμως, η μερική άρση των κυρώσεων από την Κομισιόν θα αποτελούσε σημαντική πρόοδο για μια εξομάλυνση, πολύ μεγαλύτερη από το ζήτημα της Κριμαίας που είναι αδιαπραγμάτευτο για τη Μόσχα. Για το Κίεβο τα προβλήματα δεν επικεντρώνονται μόνο στις ανατολικές περιοχές αλλά και στην οικονομική κατάσταση της χώρας. Αυτό που έδειξαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του ουκρανικού στρατού είναι η ύπαρξη υποστήριξης από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ωστόσο, η αποτυχία επαναφοράς της οικονομίας της χώρας σε θετικά επίπεδα και η καταπολέμηση της διαφθοράς θα πρέπει να θεωρείται ως μεγαλύτερη απειλή για την κυβέρνηση.