Ο Rajan Menon, ομότιμος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, σε άρθρο του στο ΤοmDispatch, αναλύει τις ευθύνες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για την τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία. Όπως υποστηρίζει, αυτή η κρίση δεν θα υπήρχε χωρίς την επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά και χωρίς τη διαρκή συζήτηση για την είσοδο της Ουκρανίας στη συμμαχία.
Του Rajan Menon
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Όπως είναι λογικό, οι αναλύσεις για την κρίση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης τείνουν να επικεντρώνονται στην Ουκρανία. Εξάλλου, περισσότεροι από 100.000 Ρώσοι στρατιώτες και μια τρομακτική παράταξη πολεμικού εξοπλισμού, έχουν πλέον αναπτυχθεί γύρω από τα ουκρανικά σύνορα. Παρ’ όλα αυτά, μια τόσο στενή επικέντρωση αποσπά την προσοχή από ένα αμερικανικό στρατηγικό λάθος που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1990, του οποίου οι συνέπειες διαρκούν μέχρι σήμερα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η Ρωσία ήταν γονατισμένη. Η οικονομία της είχε συρρικνωθεί κατά σχεδόν 40%, ενώ η ανεργία εκτινασσόταν και ο πληθωρισμός έφτανε σε επίπεδα ρεκόρ (έφτασε στο μνημειώδες 86% το 1999). Ο ρωσικός στρατός βρισκόταν σε χαοτική κατάσταση.
Όμως, ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον και η ομάδα εξωτερικής πολιτικής του, αντί να αδράξουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια νέα ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων που θα περιλάμβανε τη Ρωσία, την σπατάλησαν, αποφασίζοντας να επεκτείνουν απειλητικά το ΝΑΤΟ προς τα σύνορα της χώρας αυτής.
Μια τέτοια λανθασμένη πολιτική αποτελούσε εγγύηση ότι η Ευρώπη θα ήταν και πάλι διαιρεμένη, την ώρα που η Ουάσιγκτον δημιουργούσε μια νέα τάξη πραγμάτων που απέκλειε και σταδιακά αποξένωνε τη μετα-σοβιετική Ρωσία.
Οι Ρώσοι ήταν σαστισμένοι, όπως θα έπρεπε να είναι
Εκείνη την εποχή, ο Κλίντον και το επιτελείο του του εξυμνούσαν τον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν ως δημοκράτη. (Δεν πειράζει που είχε εκτοξεύσει οβίδες τανκς στο δικό του ανυπότακτο Κοινοβούλιο το 1993, ή που το 1996 επικράτησε σε διεφθαρμένες εκλογές, με την αρκετά περίεργη συνδρομή της Ουάσιγκτον).
Τον επαίνεσαν για την έναρξη μιας «μετάβασης» στην οικονομία της αγοράς, η οποία, όπως τόσο οδυνηρά περιέγραψε η βραβευμένη με Νόμπελ Σβετλάνα Αλεξίεβιτς στο βιβλίο της Μεταχειρισμένος χρόνος [1], θα βύθιζε εκατομμύρια Ρώσους στην εξαθλίωση με την «απορρύθμιση» των τιμών και την περικοπή των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών.
Και οι Ρώσοι αναρωτιούνταν: Γιατί η Ουάσιγκτον έσπρωχνε εμμονικά την ψυχροπολεμική συμμαχία του ΝΑΤΟ όλο και πιο κοντά στα σύνορά τους, ενώ γνώριζε ότι μια παραπαίουσα Ρωσία δεν ήταν σε θέση να θέσει σε κίνδυνο καμία ευρωπαϊκή χώρα;
Μια Συμμαχία που σώθηκε από τη λήθη
Δυστυχώς, εκείνοι που διηύθυναν ή επηρέαζαν την αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν βρήκαν χρόνο να αναλογιστούν ένα τόσο προφανές ερώτημα. Εξάλλου, η μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη ήθελε να ηγηθεί του κόσμου και αν οι ΗΠΑ σπαταλούσαν χρόνο στην εσωστρέφεια, «η ζούγκλα», όπως το έθεσε ο επιδραστικός νεοσυντηρητικός στοχαστής Ρόμπερτ Κέηγκαν, θα ξαναφύτρωνε και ο κόσμος θα «κινδύνευε».
Έτσι, το επιτελείο του Κλίντον και οι διάδοχοί του στον Λευκό Οίκο βρήκαν νέους λόγους για να ασκήσουν την αμερικανικής ισχύ – μια εμμονή που θα οδηγούσε σε κατά συρροή επεμβατικές εκστρατείες και παρεμβάσεις κοινωνικής μηχανικής.
Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν μια πρώιμη εκδήλωση αυτής της νοοτροπίας μιλλεναρισμού, για την οποία είχε προειδοποιήσει ο θεολόγος Ράινχολντ Νίμπουρ, στο κλασικό βιβλίο του Η ειρωνεία της αμερικανικής ιστορίας. Αλλά ποιος στην Ουάσιγκτον έδινε προσοχή, όταν η μοίρα του κόσμου και το μέλλον σχεδιάζονταν από εμάς, και μόνο από εμάς, σε αυτό που ο νεοσυντηρητικός αρθρογράφος της Washington Post Τσαρλς Κράουτχαμερ πανηγύριζε το 1990 ως την απόλυτη «μονοπολική στιγμή» – μια στιγμή στην οποία, για πρώτη φορά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κατείχαν απαράμιλλη δύναμη;
Παρ’ όλα αυτά, γιατί κρίθηκε αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί αυτή η ευκαιρία για να επεκταθεί το ΝΑΤΟ, το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1949 για να αποτρέψει το Σοβιετικό Σύμφωνο της Βαρσοβίας από το να εισβάλει στη Δυτική Ευρώπη, δεδομένου ότι τόσο η Σοβιετική Ένωση, όσο και η συμμαχία της είχαν πλέον εξαφανιστεί; Δεν ήταν κάτι παρόμοιο με το να εμφυσήσουμε ζωή σε μια μούμια;
Σε αυτό το ερώτημα, οι αρχιτέκτονες της επέκτασης του ΝΑΤΟ είχαν έτοιμες απαντήσεις, τις οποίες οι σημερινοί μαθητές τους εξακολουθούν να απαγγέλλουν.
Όπως υποστήριζαν, οι νεογέννητες μετα-σοβιετικές δημοκρατίες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και άλλα μέρη της ηπείρου, θα μπορούσαν να «εδραιωθούν» μέσα από την αποκλειστική σταθερότητα που θα τους παρείχε το ΝΑΤΟ, μόλις εισέρχονταν στις τάξεις του.
Το πώς ακριβώς υποτίθεται ότι μια στρατιωτική συμμαχία θα προωθούσε τη δημοκρατία φυσικά δεν εξηγήθηκε ποτέ, ιδίως με δεδομένες τις αμερικανικές συμμαχίες ανά τον κόσμο που περιλάμβαναν τον ισχυρό δικτάτορα των Φιλιππίνων Φερδινάντο Μάρκος, την Ελλάδα των συνταγματαρχών και τη στρατιωτικοκρατούμενη Τουρκία.
Και, φυσικά, αν οι κάτοικοι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ήθελαν τώρα να ενταχθούν στο κλαμπ, πώς θα μπορούσαν να τους το αρνηθούν; Δεν είχε σχεδόν καμία σημασία ότι ο Κλίντον και η ομάδα εξωτερικής πολιτικής του δεν είχαν επινοήσει αυτή την ιδέα ως απάντηση σε μια αυξανόμενη ζήτηση από αυτό το μέρος του κόσμου.
Ακριβώς το αντίθετο, θεωρήστε το ως το στρατηγικό ανάλογο του νόμου του Say στα οικονομικά: σχεδίασαν ένα προϊόν και η ζήτηση ακολούθησε.
Η εσωτερική πολιτική επηρέασε επίσης την απόφαση να προωθηθεί το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Ο πρόεδρος Κλίντον ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος για την έλλειψη πολεμικών διαπιστευτηρίων.
Όπως πολλοί Αμερικανοί πρόεδροι (31 για την ακρίβεια), δεν είχε υπηρετήσει στο στρατό, ενώ ο αντίπαλός του στις εκλογές του 1996, ο γερουσιαστής Μπομπ Ντόουλ, είχε τραυματιστεί βαριά πολεμώντας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακόμα χειρότερα, η αποφυγή της στράτευσής του την εποχή του Βιετνάμ είχε γίνει αντικείμενο επίθεσης από τους επικριτές του, οπότε αισθάνθηκε υποχρεωμένος να δείξει στους ισχυρούς της Ουάσιγκτον ότι είχε το στομάχι και την ιδιοσυγκρασία να διασφαλίσει την αμερικανική παγκόσμια ηγεσία και στρατιωτική υπεροχή.
Στην πραγματικότητα, επειδή οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονταν για την εξωτερική πολιτική, ούτε και ο Κλίντον ενδιαφερόταν. Το γεγονός αυτό στην ουσία έδωσε προβάδισμα σε όσους στην κυβέρνησή του ήταν βαθιά προσηλωμένοι στην επέκταση του ΝΑΤΟ.
Από το 1993, όταν άρχισαν στα σοβαρά οι συζητήσεις για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν υπήρχε καμία σημαίνουσα προσωπικότητα που να τους αντιτίθεται. Ακόμα χειρότερα, ο Πρόεδρος, ένας έμπειρος πολιτικός, διαισθάνθηκε ότι το σχέδιο θα μπορούσε και να τον βοηθήσει να προσελκύσει ψηφοφόρους στις προεδρικές εκλογές του 1996, ιδίως στις μεσοδυτικές πολιτείες, όπου ζουν εκατομμύρια Αμερικανοί με ρίζες στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη.
Επιπλέον, δεδομένης της υποστήριξης που είχε αποκτήσει το ΝΑΤΟ, κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης γενιάς, στο οικοσύστημα της εθνικής ασφάλειας και της αμυντικής βιομηχανίας της Ουάσιγκτον, η ιδέα της ναρκοθέτησής του ήταν αδιανόητη, καθώς θεωρούνταν απαραίτητο για τη συνέχιση της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεσίας.
Το να υπηρετεί ως κατ’ εξοχήν προστάτης παρείχε στις Ηνωμένες Πολιτείες τεράστια επιρροή στα κορυφαία κέντρα οικονομικής ισχύος του κόσμου εκείνη την εποχή. Και οι αξιωματούχοι, οι μελετητές, οι ακαδημαϊκοί και οι δημοσιογράφοι –όλοι τους ασκούσαν πολύ μεγαλύτερη επιρροή στην εξωτερική πολιτική και νοιάζονταν πολύ περισσότερο γι’ αυτήν απ’ ό,τι ο υπόλοιπος πληθυσμός– το έβρισκαν κολακευτικό να γίνονται δεκτοί σε τέτοια μέρη ως εκπρόσωποι της κορυφαίας δύναμης του κόσμου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αντιρρήσεις του Γέλτσιν για την προώθηση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά (παρά τις προφορικές υποσχέσεις που είχαν δοθεί στον τελευταίο επικεφαλής της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ότι μια τέτοια προώθηση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά δεν θα συμβεί) θα μπορούσαν εύκολα να αγνοηθούν.
Εξάλλου, η Ρωσία ήταν πολύ αδύναμη για να έχει σημασία. Και σε εκείνες τις τελευταίες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου, κανείς δεν φανταζόταν καν μια τέτοια επέκταση του ΝΑΤΟ.
Οπότε, προδοσία μιας συμφωνίας; Μακριά από εμάς τέτοιες σκέψεις! Δεν έχει σημασία ότι ο Γκορμπατσόφ κατήγγειλε σταθερά τέτοιες κινήσεις και το έκανε ξανά τον περασμένο Δεκέμβριο.
Ό,τι σπέρνει κανείς, θερίζει
Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν αντιδρά τώρα σκληρά. Έχοντας μετατρέψει τον ρωσικό στρατό σε μια τρομερή δύναμη, διαθέτει τη δύναμη που έλειπε από τον Γέλτσιν.
Αλλά στη Ουάσιγκτον επικρατεί η αντίληψη ότι τα παράπονά του Πούτιν για την επέκταση του ΝΑΤΟ δεν είναι παρά ένα τέχνασμα που σκοπό έχει να κρύψει την πραγματική του ανησυχία: μια δημοκρατική Ουκρανία. Είναι μια ερμηνεία που απαλλάσσει βολικά τις ΗΠΑ από κάθε ευθύνη για τα τρέχοντα γεγονότα.
Σήμερα, στην Ουάσιγκτον, δεν δίνουν σημασία στο γεγονός ότι οι αντιρρήσεις της Μόσχας προηγήθηκαν πολύ πριν από την εκλογή του Πούτιν ως προέδρου το 2000 ή ότι, κάποτε, δεν ήταν μόνο οι Ρώσοι ηγέτες που δεν τους άρεσε η ιδέα.
Στη δεκαετία του 1990, αρκετοί επιφανείς Αμερικανοί αντιτάχθηκαν σε αυτήν και κάθε άλλο παρά Αριστεροί ήταν.
Ανάμεσά τους ήταν μέλη του κατεστημένου με άψογα διαπιστευτήρια του Ψυχρού Πολέμου: Ο George Kennan, ο πατέρας του δόγματος της ανάσχεσης, ο Paul Nitze, ένα γεράκι που υπηρέτησε στην κυβέρνηση του Reagan, ο επίσης σκληροπυρηνικός ιστορικός της Ρωσίας στο Χάρβαρντ Richard Pipes, ο γερουσιαστής Sam Nunn που υπήρξε μια από τις πιο ισχυρές φωνές για την εθνική ασφάλεια στο Κογκρέσο, ο γερουσιαστής Daniel Patrick Moynihan, πρεσβευτής των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, και ο Robert McNamara, υπουργός Άμυνας του Λίντον Τζόνσον.
Οι προειδοποιήσεις τους ήταν όλες εντυπωσιακά παρόμοιες: η επέκταση του ΝΑΤΟ θα δηλητηρίαζε τις σχέσεις με τη Ρωσία, ενώ θα συνέβαλε στην ενίσχυση αυταρχικών και εθνικιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό της.
[….]
Γιατί λοιπόν η Ρωσία αντιδρά τώρα;
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν κάθε άλλο παρά δημοκράτης είναι. Παρόλα αυτά, αυτή η κρίση θα ήταν αδιανόητη χωρίς τη συνεχή συζήτηση για την είσοδο της Ουκρανίας κάποια μέρα στο ΝΑΤΟ και την εντατικοποίηση της στρατιωτικής συνεργασίας του Κιέβου με τη Δύση, ιδίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Μόσχα θεωρεί και τα δύο ως σημάδια ότι η Ουκρανία θα ενταχθεί τελικά στη συμμαχία, η οποία είναι αυτή που αντιπροσωπεύει –και όχι η δημοκρατία– τον μεγαλύτερο φόβο του Πούτιν.
Τώρα για τα ενθαρρυντικά νέα: η διαφαινόμενη καταστροφή έχει τελικά ενεργοποιήσει τη διπλωματία.
Γνωρίζουμε ότι τα γεράκια στην Ουάσιγκτον θα αποδοκιμάσουν κάθε πολιτική διευθέτηση που περιλαμβάνει συμβιβασμό με τη Ρωσία ως κατευνασμό. Θα παρομοιάσουν τον πρόεδρο Μπάιντεν με τον Νέβιλ Τσάμπερλεϊν, τον Βρετανό πρωθυπουργό που, το 1938, υποχώρησε στον Χίτλερ στο Μόναχο.
Κάποιοι από αυτούς υποστηρίζουν μια «μαζική αερομεταφορά όπλων» στην Ουκρανία, αλά Βερολίνο, όπως ξεκίνησε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Άλλοι πάνε παραπέρα, προτρέποντας τον Μπάιντεν να συγκεντρώσει έναν «διεθνή συνασπισμό των προθύμων, ετοιμάζοντας στρατιωτικές δυνάμεις για να αποτρέψουν τον Πούτιν και, αν χρειαστεί, να προετοιμαστούν για πόλεμο».
Η λογική, ωστόσο, μπορεί ακόμη να επικρατήσει μέσω ενός συμβιβασμού. Η Ρωσία θα μπορούσε να συμβιβαστεί με ένα μορατόριουμ για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ για δύο δεκαετίες, για παράδειγμα, κάτι που η συμμαχία θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδεχτεί, επειδή ούτως ή άλλως δεν σχεδιάζει να επιταχύνει την ένταξη του Κιέβου.
Για να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση της Ουκρανίας, θα πρέπει να υπάρχει η εγγύηση ότι η χώρα θα έχει την ελευθερία να εξασφαλίζει όπλα για αυτοάμυνα. Για να ικανοποιήσει τη Μόσχα, το Κίεβο θα πρέπει να συμφωνήσει να μην επιτρέψει ποτέ βάσεις του ΝΑΤΟ ή αεροσκάφη και πυραύλους, ικανά να πλήξουν τη Ρωσία στο έδαφός της.
Η συμφωνία θα πρέπει να επεκταθεί πέρα από την Ουκρανία, αν είναι να αποτρέψει κρίσεις και πόλεμο στην Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία θα πρέπει να επιστρατεύσουν τη βούληση να συζητήσουν, σε αυτό το πλαίσιο, τον έλεγχο των εξοπλισμών, συμπεριλαμβανομένης ίσως μιας βελτιωμένης εκδοχής της Συνθήκης του 1987 για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς, την οποία ο Πρόεδρος Τραμπ εγκατέλειψε το 2019.
Θα πρέπει επίσης να διερευνήσουν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, όπως ο αποκλεισμός στρατευμάτων και οπλισμού από καθορισμένες περιοχές κατά μήκος των συνόρων ΝΑΤΟ-Ρωσίας και μέτρα για την αποτροπή των (συχνών πλέον) στενών επαφών μεταξύ αμερικανικών και ρωσικών πολεμικών αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων που θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο.
Προς τους διπλωμάτες. Τους ευχόμαστε καλή τύχη.
[1] Το βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς Μεταχειρισμένος χρόνος κυκλοφορεί στα Ελληνικά, με τίτλο “Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου”, μτφρ. Α. Ιωαννίδου, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2016 (Σ.τ.Μ.)
Απόσπασμα του άρθρου του Rajan Menon που δημοσιεύτηκε στο Tom Dispatch, στις 8 Φεβρουαρίου 2022.
Για τον συγγραφέα
Ο Rajan Menon είναι Ομότιμος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο City College της Νέας Υόρκης, διευθυντής του Προγράμματος Υψηλής Στρατηγικής στο Defense Priorities και ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Saltzman για τον Πόλεμο και την Ειρήνη του Πανεπιστημίου Columbia. Είναι τακτικός συνεργάτης του TomDispatch.