Άνθρωποι εκτοπισμένοι από τις ξηρασίες, την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, πυρκαγιές και άλλες περιβαλλοντικές απειλές, δεν αναγνωρίζονται σήμερα ως πρόσφυγες, όπως εκείνοι που φεύγουν από τη χώρα τους εξαιτίας της βίας και της καταπίεσης. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει.
Της Luna Williams
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
«Ένας θεός ξέρει τι θα συμβεί. Γνωρίζουμε ότι το τέλος έρχεται». Αυτά είναι τα λόγια του Σάμπερ Σαλάντας, ενός Μπαγκλαντεσιανού ψαρά και αγρότη, αφότου το χωριό, το σπίτι και τα μέσα επιβίωσής του, καταστράφηκαν πέρυσι από πλημμύρες.
Ο Σαλάντας είναι ένας από τα 8 εκατομμύρια ανθρώπους στο Μπαγκλαντές που έχουν μετατραπεί σε περιβαλλοντικούς πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, εκτοπισμένοι βίαια από τις πλημμύρες, την διάβρωση των ποταμών και την εισβολή θαλασσινού νερού στο εσωτερικό τους.
«Κάποτε, το χωριό μου ήταν πράσινο, με μεγάλες εκτάσεις ορυζώνων», λέει ο ίδιος στο Environmental Justice Foundation από ένα καταφύγιο στο εσωτερικό της χώρας, όπου εκείνος και η οικογένειά του κατέφυγαν, αφότου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. «Αλλά σήμερα το νερό είναι αλμυρό και τα δέντρα πέθαναν. Το μόνο που μπορούμε να καλλιεργήσουμε είναι γαρίδες… Το μόνο που θέλουμε είναι να αναπνεύσουμε, να ζήσουμε μια μακρά ζωή».
Όπως είναι αυτή τη στιγμή τα πράγματα, δεν υπάρχει ξεκάθαρος νομικός προσδιορισμός για τους ανθρώπους σαν τον Σάμπερ Σαλάντας.
Μολονότι είναι αδύνατο για αυτούς να μείνουν στο σπίτι τους, εξαιτίας τόσο της ύπαρξης άμεσης απειλής, όσο και της αδυναμίας να επιβιώσουν εκεί (όπως συμβαίνει όταν οι πηγές τροφίμων και τα μέσα επιβίωσης καταστρέφονται από άγονες συνθήκες), δεν καλύπτονται από το παγκόσμιο σύστημα περί «παραδοσιακών προσφύγων».
Το υπάρχον μοντέλο κατοχυρώθηκε το 1951 από τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων, η οποία ορίζει ότι οι άνθρωποι μπορούν να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους σε άσυλο, αν έχουν «αυθεντικό και βάσιμο» φόβο δίωξης, σε βαθμό που κινδυνεύουν η ζωή και η ασφάλειά τους. Αυτή η δίωξη μπορεί να αφορά οποιαδήποτε αιτία, αλλά οι πιο συχνές περιπτώσεις αφορούν τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα, τις πολιτικές πεποιθήσεις ή την έμφυλη ταυτότητα.
Το ζήτημα με αυτόν τον μακροχρόνιο ορισμό της κατηγορίας του «πρόσφυγα» είναι ότι το περιβάλλον δεν διώκει ανθρώπους ή κοινότητες. Υπάρχουν ορισμένες ομάδες πληθυσμού, όπως οι εργατικές και οι φτωχότερες κοινότητες, που είναι πιο πιθανόν να εκτοπιστούν για περιβαλλοντικούς λόγους, αλλά η ίδια η φύση είναι αυθαίρετη. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο ορισμός των εκτοπισμένων αυτών ανθρώπων γίνεται δυσχερής.
Διαβάστε επίσης: “Οι φυσικές καταστροφές είναι κοινωνικά και ταξικά γεγονότα”
Κάποιοι επιχειρηματολογούν ότι ακόμα και ο όρος «περιβαλλοντικός πρόσφυγας» είναι αυθαίρετος. Η Ντίνα Ιονέσκο, επικεφαλής του Παραρτήματος Μετανάστευσης, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής της Υπηρεσίας Μετανάστευσης των Ηνωμένων Εθνών υποστήριξε, νωρίτερα μέσα στη χρονιά, ότι οι εκτοπισμένοι άνθρωποι θα έπρεπε να κατηγοριοποιούνται ως «περιβαλλοντικοί μετανάστες».
Όμως, ο όρος «μετανάστης» παραπέμπει σε κάποιου είδους ελευθερία επιλογής, την οποία οι βιαίως εκτοπισμένοι άνθρωποι δεν έχουν. Αυτοί που είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν το σπίτι τους εξαιτίας περιβαλλοντικών λόγων βρίσκονται σε πολύ παρόμοια θέση με αυτούς που φεύγουν λόγω δίωξης. Πολλοί από αυτούς αντιμετωπίζουν κίνδυνο ή αποστέρηση. Οι άνθρωποι που μεταναστεύουν οικειοθελώς δεν βρίσκονται συνήθως σε μια τέτοια θέση, αναζητώντας μια καλύτερη δουλειά, μια επαγγελματική ευκαιρία ή ακολουθώντας κάποιο σύντροφο ή συγγενή.
Ακόμη και η Ιονέσκο το αναγνωρίζει αυτό. Παρ΄ όλα αυτά υποστηρίζει ότι η επανεξέταση της Συνθήκης για το Καθεστώς των Προσφύγων, ώστε να περιλάβει ανθρώπους που εκτοπίζονται για περιβαλλοντικούς λόγους θα ήταν πιθανό να επιφέρει την «αποδυνάμωση του καθεστώτος των προσφύγων» υπό τη σημερινή του μορφή, ένα ενδεχόμενο που, όπως υποστηρίζει η ίδια, θα δημιουργούσε κινδύνους για όσους δικαιούνται σήμερα προστασία.
Όμως αυτή η δυσκολία ορισμού των εκτοπισμένων ανθρώπων έχει αποδυναμώσει και καθυστερήσει την απολύτως αναγκαία προστασία τους.
Κι ενώ έχουν γίνει βήματα από σώματα, όπως τα Ηνωμένα Έθνη και οι G7, που έχουν πραγματοποιήσει συζητήσεις επί του θέματος και χρηματοδοτήσει έρευνες για την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού εκτοπισμού, μια νομική κατηγορία θα πρέπει να δημιουργηθεί για τους ανθρώπους που πλήττονται.
Σύμφωνα με μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε πέρυσι, υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από το 2008 εκτοπίζονται κάθε χρόνο 26,4 εκατομμύρια άνθρωποι από πλημμύρες, θύελλες, ξηρασίες και σεισμούς.
Άλλωστε, πρόκειται για την περίοδο όπου έχει καταγραφεί η μεγαλύτερη αύξηση στις παγκόσμιες θερμοκρασίες, γεγονός που δημιουργεί μια ξεκάθαρη σύνδεση ανάμεσα στην κλιματική αλλαγή και τον περιβαλλοντικό εκτοπισμό.
Και η κατάσταση αναμένεται να χειροτερεύσει. Σύμφωνα με τη NASA, η παγκόσμια θερμοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί κατά 0,9 βαθμούς Κελσίου, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, κυρίως εξαιτίας των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Διαβάστε επίσης: “Όταν ένα ποτάμι γίνεται πρόσωπο”
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το λιώσιμο των πάγων στον Αρκτικό Ωκεανό και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, που με τη σειρά τους προκαλούν αυξημένες πλημμύρες, διαβρώσεις και είσοδο θαλασσινού νερού. Οι ξηρασίες, οι πυρκαγιές και οι θύελλες γίνονται επίσης ολοένα και συχνότερες, με χώρες και κοινότητες σε κάθε ήπειρο να βιώνουν τα αποτελέσματά τους.
Αυτές οι συνθήκες απειλούν τα σπίτια και τη ζωή των ανθρώπων άμεσα και έμμεσα. Πέρα από την ίδια την άμεση απειλή και τον κίνδυνο που δημιουργούν για τη ζωή, οι ισχυροί τυφώνες, οι σεισμοί και οι πλημμύρες, οι αρνητικές περιβαλλοντικές συνθήκες σηματοδοτούν και άλλους κινδύνους. Οι ξηρασίες καταστρέφουν τις σοδειές, η είσοδος θαλασσινού νερού αφανίζει τα είδη ψαριών που ζουν στο γλυκό νερό, οι πυρκαγιές καταστρέφουν τα τροπικά δάση.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συντείνουν στον εκτοπισμό εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
[…]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Revelator, στις 24 Σεπτεμβρίου 2019.
Για τη συγγραφέα
Η Luna Williams είναι πολιτική ανταποκρίτρια στην Immigration Advice Service, η οποία είναι μια οργάνωση δικηγόρων με ειδίκευση στη μετανάστευση που παρέχει νομική βοήθεια σε αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες.