Οι αραβικές εξεγέρσεις υπό το φως της ιστορίας

Από την Αλγερία ως το Ιράκ, για μια ακόμα φορά, οι λαοί του αραβικού κόσμου εξεγείρονται. Ποια είναι τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν ως προς τις επιδιώξεις τους; Πώς μπορεί η ιστορία να φωτίσει τη σημερινή κατάσταση;


Των Alain Gresh και Jean-Pierre Sereni

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Ζούμε το δεύτερο κύμα του κινήματος διαμαρτυρίας και εξέγερσης στον αραβικό κόσμο, το οποίο ξεκίνησε στην Τυνησία, τον Δεκέμβριο του 2010. Το πρώτο κύμα προκάλεσε την πτώση των δικτατοριών στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Υεμένη, και οδήγησε στον κλονισμό των καθεστώτων στο Μπαχρέιν και τη Συρία, για να μη μιλήσουμε για τις πολυάριθμες διαδηλώσεις στο Μαρόκο, την Αλγερία, το Ιράκ ή το Σουδάν.

Στη συνέχεια οι αντι-επαναστατικές δυνάμεις ξεδιπλώθηκαν, κυρίως με το πραξικόπημα στην Αίγυπτο, στις 3 Ιουλίου 2013, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Ένα κράμα καταστολής, εισροής φρέσκου χρήματος (προερχόμενου από τις χώρες του Κόλπου ή από το πετρελαϊκό ενοίκιο) και παραχωρήσεων, λιγότερο ή περισσότερο επίσημων, έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα της παλαιάς τάξης πραγμάτων, την ίδια ώρα που το ξέσπασμα εμφυλίων πολέμων ηχούσε σαν σειρήνα κινδύνου για όλους τους διαδηλωτές.

Παρόλα αυτά, όλοι εκείνοι που έτρεφαν αυταπάτες –για μια ακόμα φορά και κυρίως στη Δύση– αναφορικά με την ανακτημένη «σταθερότητα» υποχρεώθηκαν να διαψευστούν.

Και το 2019 δείχνει μια αναζωπύρωση του εξεγερσιακού κλίματος: η λαϊκή εξέγερση στο Σουδάν έριξε μια παλιά δικτατορία, διάρκειας σχεδόν τριάντα χρόνων, αυτή του στρατηγού Ομάρ ελ-Μπεσίρ. Ένα μαζικό κύμα διαδηλώσεων στην Αλγερία μπλόκαρε την πέμπτη θητεία ενός αποδυναμωμένου Προέδρου και διεκδικεί το τέλος του «συστήματος» που οδήγησε τη χώρα σε έκπτωση. Ο ιρακινός λαός εξεγείρεται, καταγγέλλοντας ένα σύστημα που εγκαθιδρύθηκε από τις ΗΠΑ το 2003, υποστηρίζεται από το Ιράν και βασίζεται στον κονφεσιοναλισμό [confessionnalisme] και τη διαφθορά. Και τέλος οι Λιβανέζοι, απηυδισμένοι από τα ίδια δεινά, κατέβηκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Να φύγουν όλοι» και «όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι».

Ακόμη και οι Αιγύπτιοι, μολονότι περιορισμένοι και εγκλωβισμένοι σε ένα κατασταλτικό σύστημα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της χώρας, διαδήλωσαν τον Σεπτέμβριο, σίγουρα όχι πολλοί σε αριθμό αλλά σε πολλές περιοχές, όπως το Κάιρο και το Σουέζ, την Αλεξάνδρεια και τη Μαχαλά ελ-Κούμπρα.

Ένα κράτος υπεράνω των πολιτών

Αυτό το δεύτερο κύμα τροφοδοτείται από τα ίδια καύσιμα με το πρώτο: αυταρχικές εξουσίες, εγκαθιδρυμένες υπεράνω των πολιτών, δημιουργούν μια συνθήκη όπου ο καθένας μπορεί να συλληφθεί –και όχι μόνο για λόγους πολιτικούς– να οδηγηθεί στη φυλακή, να υποστεί κακομεταχείριση ή βασανιστήρια.

Πρόκειται για μια αφόρητη κοινωνική κατάσταση, με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας, τα οποία πλήττουν πρώτα από όλους τους νέους, και με τρομερές ανισότητες που δεν σταματούν να αυξάνονται.

Η Μέση Ανατολή είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη ανισότητα στον κόσμο. Ακόμη περισσότερο από ό,τι το 2011, το ζήτημα της έλλειψης κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι στην καρδιά των εξεγέρσεων.

Ακόμα κι αν αυτά τα “hirak” –όπως ονομάζονται σήμερα όλα αυτά κινήματα– άντλησαν κάποια μαθήματα από το παρελθόν, αν αρνούνται τη στρατιωτικοποίηση παρά τη βία της καταστολής όπως στο Ιράκ ή στο Σουδάν, αν αρνούνται τόσο τις απόπειρες διαχωρισμού σε μια κονφεσιοναλιστική βάση όσο και τον εκφοβισμό περί «ξένων συνομωσιών», βρίσκονται ενώπιον μιας πολύ σημαντικής δυσκολίας, ενός εμποδίου που επιχείρησαν να υπερβούν και το 2011-2012: την επινόηση μιας καινούργιας οικονομικής και κοινωνικής τάξης πραγμάτων.

Όταν ο αραβικός κόσμος μετασχηματίζεται

Για να αποτυπώσουμε τη δυσκολία του εγχειρήματος, χρειάζεται να ανατρέξουμε στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνη η περίοδος σημαδεύτηκε από την από-αποικιοποίηση, τους αγώνες για πραγματική πολιτική κυριαρχία –με την απαίτηση για απόσυρση των στρατιωτικών βάσεων και της επιρροής της Δύσης– την ελπίδα για αποκατάσταση του φυσικού πλούτου και για μια εθνική οικονομία βασισμένη σε έναν ισχυρό δημόσιο τομέα και στην αγροτική μεταρρύθμιση.

Αυτό το σχέδιο πήρε συγκεκριμένη μορφή από την Αίγυπτο έως το Ιράκ, και από την Αλγερία έως τη Συρία. Μεταφράστηκε σε μια βελτίωση των συνθηκών ζωής για τις πιο φτωχές ομάδες πληθυσμού, καθώς και σε διεύρυνση της εκπαίδευσης και του συστήματος υγείας. Αυτές οι επιλογές συνοδεύτηκαν από μια εξωτερική πολιτική που επιδίωκε να είναι αδέσμευτη.

Παρά το τίμημα, το οποίο ήταν συχνά πολύ βαρύ –ένας αστυνομικός μηχανισμός πανταχού παρών και δραστικός περιορισμός των δημόσιων ελευθεριών– αυτό το πρόγραμμα γέννησε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, είτε αυτές βρέθηκαν στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση.

Αλλά η αραβική ήττα τον Ιούνιο του 1967 απέναντι στο Ισραήλ, ο θάνατος του Αιγύπτιου Προέδρου Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ το 1970, και εκείνος του Αλγερινού Προέδρου Χουαρί Μπουμεντιέν το 1978, καθώς και η αυξανόμενη κρίση του «σοσιαλιστικού συστήματος» που εκπροσωπούσε η ΕΣΣΔ, επρόκειτο να σηματοδοτήσουν μια καμπή. Η «πετρελαϊκή κρίση» του 1973 έδωσε στις μοναρχίες του Κόλπου έναν ρόλο ολοένα και πιο σημαντικό.

Στο διεθνές επίπεδο, η παγκοσμιοποίηση και ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού επέβαλαν τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» και τα σχέδια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ως μοναδικό μέσο ανάπτυξης. «There is no alternative!» [Δεν υπάρχει εναλλακτική], διακήρυττε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Τα σχέδια του ΔΝΤ, υιοθετήθηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα και την ΕΕ και εφαρμόστηκαν χωρίς ενδοιασμούς.

Με την πολιτική του, επονομαζόμενη «infitah» (οικονομικό άνοιγμα), ο Πρόεδρος της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ δέσμευσε τη χώρα του σε έναν δρόμο που σύντομα ακολούθησαν κι άλλοι.

Ο δημόσιος τομέας τέθηκε σε ύπνωση, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απλά εκποιήθηκε. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, οι ελίτ άρχισαν να κοιτούν προς τη Ουάσιγκτον, εγκαταλείποντας «τις παλιές» εθνικιστικές διεκδικήσεις, όπως η στήριξη στην Παλαιστίνη.

Στο θέμα των δημόσιων ελευθεριών δεν κερδήθηκε τίποτε, καθώς οι αστυνομικές δυνάμεις εξακολουθούσαν να κρατούν τον έλεγχο σε όλες τις πολιτικές δραστηριότητες.

Μια αλληλοβοηθούμενη πολιτική τάξη

Αυτό το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, βασισμένο στο ελεύθερο εμπόριο, αποδείχτηκε καταστροφικό για τους λαούς. O ιδιωτικός τομέας δεν υποκατέστησε τον δημόσιο, αλλά επένδυσε τους καρπούς της λεηλασίας του σε φορολογικούς παραδείσους.

Εκατομμύρια νέοι, υψηλά καταρτισμένοι δεν έβρισκαν ποιοτικές θέσεις εργασίας στην πατρίδα τους και πολλοί μετανάστευσαν, συχνά με κίνδυνο της ζωής τους. H χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 επιβεβαίωσε αυτή την κρίση, η οποία δεν περιορίζεται στον αραβικό κόσμο, όπως είδαμε και στις περιπτώσεις της Ελλάδας, της Χιλής ή ακόμα και του Ιράν. Κι ακόμα η κλιματική αποσάθρωση απειλεί ζώνες της περιοχής που κινδυνεύουν να γίνουν μη κατοικήσιμες.

Τη στιγμή που αναδύεται το δεύτερο κύμα αραβικών εξεγέρσεων, οι εγκαθιδρυμένες εξουσίες είναι ακόμα πιο αποδυναμωμένες.

Η πτώση της τιμής του πετρελαίου, το 2014, τους στέρησε ένα φιλέτο προστασίας: τα δώρα και τα δάνεια με χαμηλούς τόκους που πρόσφεραν σε ορισμένους, καθώς και ορισμένα κοινωνικά μέτρα.

Η δυσπιστία πλήττει το σύνολο της πολιτικής τάξης, που παραμένει ενωμένη, όπως είδαμε στο Λίβανο ή το Ιράκ, με τη συναίνεση κομμάτων, πατά τις φαινομενικές τους διαφορές.

Ένας στενός δρόμος

Μια νέα δημοκρατική πολιτική κουλτούρα τείνει να γεννηθεί, όμως χρειάζεται επίσης οικονομικά προγράμματα που δεν μπορεί να συμπυκνώνονται στην «πληρωμή των χρεών» και το «άνοιγμα των αγορών». Όμως κανένα εναλλακτικό μοντέλο δεν υφίσταται πλέον, πέρα από τον κρατικό καπιταλισμό που εφαρμόζει η Κίνα, ο οποίος συνεπάγεται απάνθρωπες συνθήκες, όπως η υπεργολαβία και η άγρια εκμετάλλευση της τοπικής εργατικής δύναμης, και ο οποίος πολύ δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί, καθώς η υπεργολαβία δεν είναι πλέον τόσο δημοφιλής, οι αγορές κλείνουν και η μετανάστευση γίνεται κάθε μέρα πιο επικίνδυνη.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει;

Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί δημόσιοι παράγοντες στη Δύση, δεν είναι εφικτή η επιστροφή στη σταθερότητα χωρίς βαθιές πολιτικές αλλαγές.

Η διατήρηση στην εξουσία των τωρινών ελίτ σημαίνει την παράταση του χάους, από το οποίο επωφελούνται ακραίες οργανώσεις, όπως η Αλ-Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος ή κάποιο άλλο κίνημα που δεν έχει ακόμα γεννηθεί.

Ο άλλος δρόμος, στενός, απότομος και ανηφορικός, είναι αυτή η καινούργια πλουραλιστική κουλτούρα που αναδύεται και μια εθνική οικονομική ανάπτυξη, βασισμένη στην ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού, κάτι που συνεπάγεται μια ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη λογική και το αχαλίνωτο ελεύθερο εμπόριο.

Και το ερώτημα που τίθεται τόσο για τη Γαλλία, όσο και για την ΕΕ, είναι να αποφασίσουν αν θα ακολουθήσουν αυτές τις επιλογές ή θα παραμείνουν προσκολλημένες σε ξεπερασμένα δόγματα, τα οποία διαχέουν σήμερα αυτή την αστάθεια της οποία το τίμημα πληρώνουμε.

To άρθρο δημοσιεύτηκε στο Orient XXI, στις 22 Νοεμβρίου 2019.

Για τους συγγραφείς

Ο Αlain Gresh είναι ειδικός στη Μέση Ανατολή, συγγραφέας πολλών βιβλίων μεταξύ των οποίων τα: “De quoi la Palestine est-elle le nom ? (Les Liens qui libèrent, 2010) και “Un chant d’amour. Israël-Palestine, une histoire française”, με την Hélène Aldeguer (La Découverte, 2017).

Ο Jean-Pierre Sereni είναι δημοσιογράφος, πρώην διευθυντής του Nouvel Économiste και πρώην αρθρογράφος της l’Express. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για το Μαγκρέμπ, τον Κόλπο, την ενέργεια και τη Γαλλική Δημοκρατία.