Ποια είναι πραγματικά η στάση της Τουρκίας;




Ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι είναι μέρος της λύσης στον αγώνα ενάντια στο ISIL. Συχνά, ο τούρκος ηγέτης μοιάζει να είναι μέρος του προβλήματος. Στα μάτια των Δυτικών, ο Βλαντιμίρ Πούτιν μπορεί και να υπερέβαλε στην οργή του, όταν μετά την κατάρριψη από ένα τουρκικό F16 ενός ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους, που φέρεται να παραβίασε τον τουρκικό εναέριο χώρο, αναφέρθηκε στην Άγκυρα ως «συνεργάτη των τρομοκρατών».


Του Steven A. Cook


Οι Αμερικανοί δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν την Τουρκία, που είναι σύμμαχός τους στο ΝΑΤΟ και ο πιο ισχυρός παράγοντας αναχαίτισης στον μουσουλμανικό κόσμο, με αυτόν τον τρόπο. Και ο Πούτιν απλώς εκτοξεύει απειλές. Ωστόσο, η αντιπαράθεση Τουρκίας-Ρωσίας για το περιστατικό ρίχνει φως σε μία από τις πιο ανησυχητικές εξελίξεις στη μάχη στη Μέση Ανατολή που βρίσκεται σε εξέλιξη: Όσον αφορά τον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους και του εξτρεμισμού γενικότερα, η Τουρκία και ο πρόεδρος Ερντογάν έχουν γίνει ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος, παρά της λύσης του.

Αυτό δεν είναι βέβαια εμφανές στην επίσημη ρητορική. Το ΝΑΤΟ υποστηρίζει σταθερά την Τουρκία μετά το περιστατικό με το ρωσικό αεροσκάφος. Και η κυβέρνηση Ομπάμα συχνά διακηρύσσει την καίρια σημασία της συμμετοχής της Τουρκίας στη διεθνή συμμαχία για την αντιμετώπιση του ISIL.


O Bret McGurk, ο ειδικός απεσταλμένος του προέδρου στη συμμαχία, ανάφερε στην τουρκική Hurriyet, το καλοκαίρι, πως οι ΗΠΑ «δεν μπορούν να τα καταφέρουν απέναντι στο Daesh [το Ισλαμικό Κράτος] χωρίς την Τουρκία».

Μετά από δύο αιματηρές εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων το ISIL ανέλαβε την ευθύνη για τις επιθέσεις στο Παρίσι, τη δολοφονία 43 ανθρώπων σε μια άλλη βομβιστική επίθεση στη Βηρυτό και την κατάρριψη ενός ρωσικού αεροσκάφους πάνω από την χερσόνησο του Σινά, ο Ερντογάν –ένας ισλαμιστής που κυβερνά μια χώρα όπου το 99.8% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι– εμφανίστηκε μαζί με τον Μπάρακ Ομπάμα πριν τη σύνοδο των G20 στην Αττάλεια και τοποθετήθηκε ξεκάθαρα εναντίον του τζιχαντισμού: «Είμαστε αντιμέτωποι με μια συλλογική τρομοκρατική δραστηριότητα σε όλο τον κόσμο. Όπως γνωρίζετε, η τρομοκρατία δεν αναγνωρίζει καμία θρησκεία, καμία φυλή, κανένα έθνος και καμία χώρα. Και αυτή η τρομοκρατική πράξη δεν στρέφεται μόνο εναντίον του λαού της Γαλλίας. Είναι μια πράξη που στρέφεται εναντίον όλων των λαών της υφηλίου».

Για τους αμύητους, η δήλωση του Ερντογάν ήταν ενθαρρυντική. Όσοι όμως παρακολουθούν από κοντά την Τουρκία γνωρίζουν.


Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε χρόνων, αυτοί που χαράσσουν πολιτική στις ΗΠΑ, όσοι παρακολουθούν τα πράγματα στην Τουρκία, οι ειδικοί στην τρομοκρατία αλλά και αρκετοί δημοσιογράφοι συνειδητοποίησαν ότι ενώ η Τουρκία μπορεί να διαδραματίσει έναν παραγωγικό ρόλο στη μάχη κατά του εξτρεμισμού και την επίλυση της συριακής κρίσης, έχει επιλέξει να μην το κάνει.

Και καθώς η διαμάχη εξαπλώνεται και διαπερνά σύνορα, η μυωπία της Τουρκίας αναφορικά με τον τζιχαντισμό στη Συρία μπορεί να επιστρέψει για να στοιχειώσει τόσο εκείνη, όσο και τους δυτικούς της συμμάχους.

Φυσικά, οι Τούρκοι δεν είναι εκείνοι που άρχισαν τον πόλεμο στη Συρία, στο έδαφος που εκτρέφεται το ISIL. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις αναφορές της, η Τουρκία έκανε τεράστιες διπλωματικές προσπάθειες με τον σύρο Πρόεδρο Μπασάρ Αλ Άσαντ για να αποτρέψει τη σύγκρουση, όταν άρχισε να ξεσπά ο εμφύλιος το καλοκαίρι του 2011. Το ότι η Συρία οδηγήθηκε σε μια ανείπωτη βία οφείλεται πρωτίστως στον Άσαντ, τους υποκινητές του στην Τεχεράνη και το Κρεμλίνο και την Χεσμπολάχ που παρείχε ανθρώπινο δυναμικό για να πολεμήσει δίπλα στον στρατό και την πολιτιφυλακή του Άσαντ. Οι Τούρκοι πρέπει επίσης να λάβουν εύσημα για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τη ροή πάνω από 2 εκατομμυρίων σύρων προσφύγων στη χώρα τους. Η Τουρκία έχει ξοδέψει 7 δισεκατομμύρια δολάρια για να φροντίσει αυτούς τους ανθρώπους σε καλά οργανωμένα κέντρα προσφύγων που πληρούν τις διεθνείς προδιαγραφές.

Ωστόσο, οι επιλογές που έκαναν ο Ερντογάν και κορυφαίοι Τούρκοι αξιωματούχοι συνέβαλαν στη δίνη της βίας και του εξτρεμισμού που αποτελεί την πραγματικότητα στη Συρία. Ο Ερντογάν ποτέ δεν πλήρωσε το τίμημα για αυτές τις επιλογές ούτε στο εσωτερικό, όπου αποσάθρωσε τους τουρκικούς πολιτικούς θεσμούς για να διασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία, ούτε στο εξωτερικό, όπου οι σύμμαχοι της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ είναι αναγκασμένοι να προσποιούνται –λόγω των περιστάσεων αλλά και της γεωγραφίας– ότι η Άγκυρα μοιράζεται τους στόχους τους.

Η σχέση της Τουρκίας με τον Άσαντ αρχίζει πριν δέκα χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο Ερντογάν, τότε πρωθυπουργός, και οι τρεις διαδοχικοί υπουργοί Εξωτερικών του, ο Αμπντουλάχ Γκιούλ, ο Αλι Μπαμπακάν και ο Αχμέτ Νταβούτολγου, εξέθρεψαν τον Άσαντ.

Οι στόχοι τους ήταν τόσο οικονομικοί, όσο και στρατηγικοί: να βελτιώσουν και να ενισχύσουν τις σχέσεις με τη Συρία και έτσι να δημιουργήσουν μια γέφυρα στην στεριά για το τουρκικό εμπόριο προς τον Περσικό Κόλπο μέσα από την Ιορδανία, αλλά και να απομακρύνουν τη Δαμασκό από την Τεχεράνη.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια άνθιση των σχέσεων που περιελάμβανε αυξημένες εμπορικές σχέσεις και επενδύσεις, συνεργασία σε επίπεδο ασφάλειας και κοινά υπουργικά συμβούλια. Ο Ερντογάν έφτασε στο σημείο να προσκαλέσει τον Άσαντ και την οικογένειά του σε διακοπές, ωστόσο το ταξίδι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Όταν όμως άρχισε η συριακή εξέγερση τον Μάρτιο του 2011, ο Ερντογάν και ο Νταβούτογλου ανακάλυψαν πως είχαν εξαπατηθεί. Ο Άσαντ τους είπε ψέματα, αθετώντας δύο φορές τις υποσχέσεις του να εφαρμόσει πολιτικές μεταρρυθμίσεις για να περιορίσει τις αναταραχές στη Συρία, και στράφηκε προς τον Ιράν για υποστήριξη. Καθώς η συριακή σύγκρουση εντάθηκε το 2011, πρόσφυγες πλημμύριζαν τα μακρά τουρκικά σύνορα και οβίδες του συριακού πυροβολικού έπληξαν τουρκικό έδαφος. Η Άγκυρα έμοιαζε ανίσχυρη να απαντήσει. Η σύγκρουση στη Συρία ήταν μια απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας –που θα μεγάλωνε με το πέρασμα του χρόνου– και επιπλέον ο Ερντογάν, που δεν έχει συνηθίσει να αποτυγχάνει, έδειχνε έξαλλος από το γεγονός ότι ο Άσαντ περιφρόνησε τις συμβουλές του.

Mέχρι τα τέλη του καλοκαιριού του 2011, ο Ερντογάν είχε εγκαταλείψει τον Άσαντ και η Άγκυρα είχε μετατραπεί στον κορυφαίο διεθνή παίκτη που υποστήριζε το τέλος του καθεστώτος του. Ωστόσο, η Τουρκία σύντομα βρέθηκε απροετοίμαστη λόγω της ίδιας της διπλωματικής της ανικανότητας και της απροθυμίας της να αναλάβει δράση από μόνη της στη αυξανόμενη δίνη. Στα μέσα του 2012, όταν οι Σύροι έριξαν ένα τουρκικό αναγνωριστικό αεροσκάφος που επιχειρούσε στα ανοιχτά των συριακών ακτών, η Άγκυρα έκανε επανειλημμένες εκκλήσεις στην Ουάσινγκτον να παρέμβει στη Συρία και να ρίξει το καθεστώς του Άσαντ. Επρόκειτο για μια ακόμη λάθος εκτίμηση. Ο πρόεδρος Ομπάμα, ο οποίος δεν είχε καμία πρόθεση να αναπτύξει δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, αρνήθηκε.

Με την πολιτική της απέναντι στη Συρία κουρελιασμένη και έναν απρόθυμο σύμμαχο στην Ουάσινγκτον, η Άγκυρα έκρινε πως ο μόνος τρόπος για να απαντήσει στον Άσαντ ήταν να κάνει τα στραβά μάτια στον αυξανόμενο αριθμό ριζοσπαστικοποιημένων νέων που άρχιζαν να χρησιμοποιούν το έδαφός της για να κάνουν τζιχάντ εναντίον του Άσαντ.

Το 2012, αμερικανοί και ευρωπαίοι αξιωματούχοι εξέφρασαν για πρώτη φορά τις ανησυχίες τους ότι οι τζιχαντιστές χρησιμοποιούσαν το Διεθνές Αεροδρόμιο Ατατούρκ στην Κωνσταντινούπολη για να φτάσουν στην τουρκική πόλη Γκαζιαντέπ, πριν προχωρήσουν στο συριακό έδαφος για να αρχίσουν να πολεμούν. Ωστόσο, οι Τούρκοι κωλυσιεργούσαν στο θέμα της επιβολής συνοριακών ελέγχων και αντ’ αυτού κατηγόρησαν την Ευρώπη ότι δεν τους παρείχε εγκαίρως πληροφορίες για Βέλγους, Γερμανούς και Γάλλους που κατευθύνονταν προς τη χώρα της.

Με την πάροδο του χρόνου, ο εξτρεμισμός έγινε ένα πραγματικό εργαλείο άσκησης πολιτικής στην Τουρκία αλλά επίσης –όπως ήταν επόμενο– και μια απειλή εντός των τουρκικών συνόρων. Η Τουρκία, μαζί με τον άλλο προβληματικό σύμμαχο των ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία, παρείχαν στήριξη στην Αχράρ Αλ Σαμ, μια οργάνωση που φέρεται να έχει βοηθήσει την Τζαμπχάτ Αλ Νούσρα. Και οι δύο ομάδες ανταρτών συνδέονται με την Αλ Κάιντα. Είναι αλήθεια πως οι δύο αυτές οργανώσεις κέρδισαν έδαφος εναντίον του Άσαντ, ωστόσο αυτό δεν της κάνει λιγότερο εξτρεμιστικές. Και ενώ η Άγκυρα μπορεί να νομίζει πως τις ελέγχει, στην πραγματικότητα δεν μπορεί. Μέσα στα τουρκικά σύνορα, οι εξτρεμιστές έχουν δημιουργήσει τις δικές τους υποδομές –μεταξύ των οποίων δίκτυα τηλεπικοινωνιών, καταφύγια, ιατρικές εγκαταστάσεις και παράνομο εμπόριο– για να υποστηρίζουν τη μάχη στη Συρία. Θα ήταν αφελές να νομίζει κάποιος ότι όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μια μάχη ενάντια στην Τουρκία.

Η κουρδική παράμετρος

Τι γίνεται, όμως, με το Ισλαμικό Κράτος; Πράγματι, η τουρκική αστυνομία συνέλαβε έναν Βέλγο που συνδεόταν με τις επιθέσεις στο Παρίσι, με τυμπανοκρουσίες την προηγούμενη εβδομάδα.

Όμως, όσοι ασκούν κριτική υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση Ερντογάν είναι απρόθυμη να κλείσει τις διόδους εφοδιασμού από την Τουρκία στην περιοχή που ελέγχεται από το ISIL. Όσο επικίνδυνη και αν είναι αυτή η οργάνωση, έχει αποδειχτεί ένας χρήσιμος εχθρός δύο βασικών αντιπάλων της Τουρκίας: του Άσαντ και των Κούρδων.

Έτσι, υπάρχουν ερωτήματα σε σχέση με τον ρόλο της Τουρκίας απέναντι στην οργάνωση που παραμένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα, παρά τη βία που οι υποστηρικτές του Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι επιφύλαξαν σε μουσουλμάνους, για ποιους λόγους οι 46 Τούρκοι που το ISIL πήρε ομήρους στη Μοσούλη αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς να τους βλάψουν; Τούρκοι και δυτικοί αναλυτές εικάζουν ότι οι Τούρκοι προσέφεραν μετρητά ή όπλα –ή και τα δύο– προκειμένου να αφεθούν ελεύθεροι οι συγκεκριμένοι διπλωμάτες και οι οικογένειές τους, αλλά ούτε ο Ερντογάν ούτε κάποιος άλλος τούρκος αξιωματούχος έδωσαν κάποια ξεκάθαρη απάντηση.
Εν τω μεταξύ, από την περίοδο που η κυβέρνηση Ομπάμα έβαλε για πρώτη φορά σε εφαρμογή τη στρατηγική της ενάντια στο ISIL, το καλοκαίρι του 2014, η Τουρκία εμφανίζεται έντονα αμφίθυμη απέναντι σε αυτήν.

Δεδομένης της εγγύτητας με τη Συρία και των εξτρεμιστών στο ενδιάμεσο, τούρκοι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι αν στραφούν εναντίον του ISIL, η οργάνωση θα προβεί σε επιθέσεις αντιποίνων στην Κωνσταντινούπολη ή την Άγκυρα, όπως στο Παρίσι και τη Βηρυτό.

Από τη σκοπιά της Τουρκίας, η αποδυνάμωση του ISIL έμοιαζε να ισχυροποιεί τον κουρδικό εθνικισμό – ένα σημαντικό πρόβλημα, καθώς το 20% του τουρκικού πληθυσμού είναι Κούρδοι και πολλοί από αυτούς αποξενωμένοι και οργισμένοι. Και τελικά, η αμερικανική αντιμετώπιση δεν στόχευσε απευθείας στο καθεστώς Άσαντ, για το οποίο η Άγκυρα επιμένει ότι αποτελεί την αιτία του προβλήματος του ISIL. Ακόμα κι όταν το ISIL σκότωσε 134 τούρκους πολίτες στη Σουρούκ, κοντά στα τουρκικο-συριακά σύνορα, και στην Άγκυρα, οι Τούρκοι δεν ανέλαβαν δράση ενάντια στα επιτελεία του ISIL στη Ράκα.
Τον Ιούλιο, η Τουρκία ανακοίνωσε ότι παραχωρεί στις δυνάμεις ενάντια στο ISIL αυξημένη πρόσβαση στις αεροπορικές της βάσεις για να διεξάγουν εναέριες επιχειρήσεις και ότι η Άγκυρα θα συμμετάσχει στη μάχη. Ωστόσο, αυτή η εμφανής αλλαγή στάσης δεν πραγματοποιήθηκε τελικά. Τη στιγμή που, σήμερα, αμερικανικά και συμμαχικά τους αεροσκάφη διεξάγουν τακτικές εναέριες επιχειρήσεις από τη βάση του Ιντσιρλίκ στα νότια της Τουρκίας, οι ίδιοι οι Τούρκοι –όπως πολλοί περίμεναν– αναλώνουν πολύ περισσότερο χρόνο στο να επιτίθενται στο PKK, μια ένοπλη οργάνωση που διεξάγει μάχη εναντίον της Τουρκίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η Τουρκία μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό της, αλλά συμβαίνει το PKK και η συριακή αδελφή του οργάνωση, το ΥPG, που έχει απευθείας συντονισμό με τις ΗΠΑ, να έχουν αποδειχτεί σημαντικές χερσαίες δυνάμεις στη μάχη ενάντια στο ISIL.

Η Τουρκία, με βάση τις δικές της αποφάσεις και δηλώσεις, μοιάζει να ασχολείται περισσότερο με το να αποτρέψει την ανακήρυξη μιας ανεξάρτητης κουρδικής περιοχής στη Συρία και να μάχεται το PKK από ό,τι να πολεμήσει τους μαχητές του ISIL.

O Ερντογάν έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψει την ανάδυση του «Δυτικού Κουρδιστάν» στη βόρεια Συρία. Απηχώντας το ίδιο αίσθημα, η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Daily Sabah κυκλοφόρησε, τον περασμένο Ιούνιο, με τίτλο που χαρακτήριζε τον πολιτικό σύμμαχο του YPG «πιο επικίνδυνο και από το ISIS».

Δεν είναι ότι η Τουρκία δεν έχει κάνει τίποτε ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, αλλά η βοήθεια που έχει παράσχει είναι στην πραγματικότητα περιορισμένη.

Αν αυτοί οι αεροδιάδρομοι στο Ιντσιρλίκ και αλλού δεν ήταν τόσο νευραλγικοί για τη συμμαχία ενάντια στο ISIL, ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε αξιόπιστα να υποστηρίξει τα όσα είπε στη σύνοδο των G20. Εκεί βρίσκεται και ο λόγος που ο Ερντογάν αντιπροσωπεύει το χαρτί «αθώωσης λόγω αμφιβολιών» της τουρκικής πολιτικής.

Η ύπαρξη του Ιντσιρλίκ –σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Τουρκία μοιράζεται σύνορα 500 μιλίων με τη Συρία και άρα είναι η κοντινότερη βάση του ΝΑΤΟ στη σύγκρουση της Συρίας– είναι το δυνατό χαρτί του Ερντογάν. Όπως ο γκάνκστερ Τζον Γκότι, τον οποίο οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς δίωκαν ασταμάτητα το 1980, οι κατηγορίες δεν μπορούν να αποδειχθούν για τον Ερντογάν.

Και δεν είναι μόνο η υποστήριξη σε τζιχαντιστές ή η υπόσχεση ότι θα πολεμήσει το Ισλαμικό Κράτος χωρίς στην πραγματικότητα να το κάνει. Στο εσωτερικό, ο Ερντογάν συνέθλιψε τον τουρκικό Τύπο, κατέστειλε τα social media, διεξήγαγε εκ νέου εκλογές, φέτος, γιατί το αρχικό αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό και φρόντισε ο γαμπρός του να αναλάβει υπουργός Ενέργειας. Κι όμως οι Aμερικανοί δεν λένε κουβέντα για την επιθετική πολιτική του Ερντογάν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Ακόμα, η Άνγκελα Μέρκελ εμφανίστηκε τον Οκτώβριο στην Άγκυρα με ένα σωρό καλούδια για να βοηθήσει το κόμμα του Ερντογάν να ανακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Είναι καλό να είσαι ο Ερντογάν. Στο όνομα της ενότητας των συμμάχων και της αλληλεγγύης, θα λάβει επιπλέον υποστήριξη από τους νατοϊκούς του συμμάχους, τώρα που η ρίψη του αεροσκάφους έχει δημιουργήσει ένταση ανάμεσα στην Άγκυρα και τη Μόσχα.

Υπάρχουν ορισμένοι στην κυβέρνηση Ομπάμα που πιστεύουν ειλικρινά ότι η Τουρκία μπορεί να είναι μέρος της λύσης στη Συρία. Η Ουάσιγκτον εμφανίζεται ικανοποιημένη και μόνο που έχει πρόσβαση στο τουρκικό έδαφος, και αυτός είναι προφανώς ένας από τους λόγους που ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει τόσο ανοιχτά τον Ερντογάν.

Μετά από έναν χρόνο σκληρών διαπραγματεύσεων με τους Τούρκους για το Ιντσιρλίκ, δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν να χάσουν αυτήν την πρόσβαση. Η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Τουρκία θυμίζει σε όσους έχουν παιδιά έναν από τους βασικούς κανόνες της ανατροφής τους: καταφέρνεις ό,τι μπορείς και δεν νευριάζεις.

Δεδομένης της βαρύτητας που έχει δώσει η Ουάσιγκτον στην απειλή του ISIL και τη σημασία των τουρκικών αεροπορικών βάσεων για τη μάχη ενάντια στον εξτρεμισμό, τα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης μάλλον αντισταθμίζουν τις ζημίες της. Όσο όμως η Ουάσιγκτον δεν εγκαλεί την τουρκική κυβέρνηση για την κακή συμπεριφορά της, η Άγκυρα θα συνεχίσει να σπέρνει το χάος.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Politico Magazine, στις 24 Νοεμβρίου 2015

Για τον συγγραφέα

Ο Steven A. Cook είναι ο κάτοχος της έδρας Εni Enrico Mattei για τη Μελέτη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council on Foreign Relations/ CFR). Το βιβλίο του Ματαιωμένα όνειρα: Βία και αυταρχισμός στη νέα Μέση Ανατολή (“Thwarted Dreams: Violence and Authoritarianism in the New Middle East”) θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Oxford University Press το 2016.