Στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στο Público ο Antonio Gómez Movellán, πρόεδρος της Κοσμικής Ευρώπης (Europa Laica), αναλύει την τεράστια επιρροή που ασκεί ο ευαγγελικός χριστιανισμός στη Βραζιλία.
Του Antonio Gómez Movellán
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Το να κερδίσει κανείς την προεδρία στη Βραζιλία είναι πολύ σημαντικό. Ωστόσο, μερικές φορές ξεχνάμε ότι το πολιτικό της σύστημα είναι πολύ περίπλοκο: οι κυβερνήτες, οι γερουσιαστές και οι βουλευτές αποτελούν, σε ένα πλαίσιο ισχυρού φεντεραλισμού, ένα γιγαντιαίο παζλ που καθορίζει την εκτελεστική εξουσία και τον πρόεδρο μιας από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου.
Αν λάβουμε υπόψη όλα αυτά, ο ηττημένος του πρώτου γύρου, ο Μπολσονάρο, είναι στην ουσία ο νικητής, καθώς οι δεξιές συμμαχίες, στις πολλές εκδοχές τους, σημείωσαν μεγάλη επιτυχία στα νομοθετικά σώματα και τα εκτελεστικά όργανα των ομοσπονδιακών πολιτειών, ενώ το ομοσπονδιακό Κογκρέσο που θα προκύψει από αυτές τις εκλογές θα είναι το πιο δεξιό των τελευταίων 20 ετών. Αυτές οι κατακερματισμένες πλειοψηφίες είναι αυτές που θα καθορίσουν τον νικητή του δεύτερου γύρου, είτε πρόκειται για τον Μπολσονάρο είτε για τον Λούλα.
Σε αυτές τις συμμαχίες, ο ευαγγελικός χριστιανισμός, ή, με άλλα λόγια, οι εθνικές πεντηκοστιανές ή νεο-πεντηκοστιανές εκκλησίες με βορειοαμερικανικές ρίζες, οι οποίες δημιουργήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, παίζουν σημαντικό ρόλο.
Η Βραζιλία είναι ίσως η χώρα όπου ο ευαγγελικός χριστιανισμός εμπλέκεται περισσότερο στην πολιτική, καθώς έχει αποικίσει αρκετά κόμματα ή έχει δημιουργήσει δικά του κόμματα και κινητοποιείται πολύ έντονα σε προεκλογικές περιόδους.
Επιπλέον, υπάρχει μια ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία ένα χριστιανικό δόγμα, η Παγκόσμια Εκκλησία της Βασιλείας του Θεού, αν και δεν είναι μια πολύ διαδεδομένη εκκλησία – αντιπροσωπεύει το 10% των ευαγγελικών στη Βραζιλία – έχει δημιουργήσει το δικό της πολιτικό κόμμα, τους «Ρεπουμπλικάνους», με ισχυρή παρουσία σε πολλούς δήμους και πολιτείες. Στο Κογκρέσο, το Εργατικό Κόμμα έλαβε 80 βουλευτές και 43 οι Ρεπουμπλικάνοι, ενώ στο Σάο Πάολο, ο ευαγγελικός υποψήφιος έλαβε με μεγάλη διαφορά τις περισσότερες ψήφους.
Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί η άνοδος του ευαγγελικού χριστιανισμού στη Βραζιλία, αν και για πολλούς οφείλεται στο γεγονός ότι οι εκκλησίες αυτές προσφέρουν μια πνευματική διέξοδο στους φτωχότερους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καλύπτουν το κενό που άφησαν η Αριστερά και η θεολογία της απελευθέρωσης μέχρι το 1978, η οποία τώρα έχει μετατραπεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε απλή φιλανθρωπική εργασία σε περιθωριακές γειτονιές, απέχοντας πολύ από τον απελευθερωτικό και επαναστατικό χαρακτήρα που είχε τη δεκαετία του 1970.
Αν και ο ευαγγελικός χριστιανισμός είναι συντηρητικός και αντιδραστικός, ο καθολικισμός εμφανίζεται ως η θρησκεία του κατεστημένου με ισχυρή δύναμη στην εκπαίδευση, την υγεία και στα πανεπιστήμια, αλλά όλο και πιο μακρινός για τους φτωχούς που γεμίζουν τους ναούς της Παγκόσμιας Εκκλησίας της Βασιλείας του Θεού ή των βαπτιστικών ομολογιών.
Επιπλέον, η συντηρητική ηθική κατήχηση εμφανίζεται ως λάβαρο ενάντια σε μια κοινωνικά αποτυχημένη κοσμική κοινωνία: η καταστροφή της οικογένειας και της κοινωνικής συνοχής συνδέεται με τη σεξουαλική ελευθερία, την απελευθέρωση των γυναικών ή την άνοδο της κοσμικότητας στην κοινωνία.
Σε μεγάλο βαθμό αυτή η ηθική ατζέντα έχει αντικαταστήσει την οικονομική και κοινωνική ατζέντα.
Όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να είναι κοντά στη θρησκευτική κοινωνιολογία της χώρας. Έτσι, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Λούλα είναι μέλος της Opus Dei και αυτό γίνεται για να επηρεάσει τη συντηρητική καθολική ψήφο της μεσαίας τάξης και να δώσει μια εγγύηση μετριοπάθειας στην επιχειρηματική κοινότητα.
Δεν είναι αλήθεια ότι οι εργοδότες υποστηρίζουν τον Μπολσονάρο και οι εργαζόμενοι τον Λούλα.
Η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη, ενώ ο Λούλα δεν είναι ο ίδιος που ήταν τη δεκαετία του 1980. Ο σημερινός Λούλα είναι, όπως λέει ο φίλος του Frei Betto, ένας χαρακτήρας που, αν τον κοιτάξεις από μακριά, μπορείς ακόμα να αναγνωρίσεις τον Λούλα της δεκαετίας του 1980, αν και με πολύ θολό τρόπο. Από κοντά, όμως, έχει πολλά ελαττώματα, συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς που έχει κλονίσει ολόκληρο το Κόμμα των Εργαζομένων.
Η διαφθορά είναι ένα συστημικό πρόβλημα στη Βραζιλία, το οποίο είναι απίθανο να λυθεί και δεν αποτελεί πλέον καν αντικείμενο προεκλογικής συζήτησης.
Η πολιτική είναι εξαιρετικά κατακερματισμένη σε ένα πλήθος πολιτικών κομμάτων και έχει μετατραπεί σε μια πραγματική βιομηχανία, όπου κυριαρχεί η λεηλασία του δημόσιου προϋπολογισμού.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στη Βραζιλία υπάρχει μια κάποια λαχτάρα για τον αναπτυξιακό χαρακτήρα ενός Getulio Vargas[i] ή ακόμη και μιας στρατιωτικής δικτατορίας, για αυτό και ο Μπολσονάρο υπερηφανεύεται για τη στρατιωτική του ιδιότητα.
Αυτή η λαχτάρα για τον τεχνοκρατικό και αυταρχικό-κατασταλτικό αναπτυξιακό χαρακτήρα του βραζιλιάνικου μιλιταρισμού είναι, κατά κάποιον τρόπο, προϊόν της κοινωνικής αποτυχίας της δημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, πολλοί από τους στρατιωτικούς της Βραζιλίας κατέχουν θέσεις-κλειδιά στο κράτος και ελέγχουν δημόσιες επιχειρήσεις, καθώς εμφανίζονται ως εγγύηση της τάξης απέναντι στην αταξία της πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπολσονάρο τοποθέτησε έναν στρατιωτικό επικεφαλής της Petrobras, της μεγαλύτερης δημόσιας εταιρείας της Βραζιλίας.
Ούτε είναι τυχαίο ότι οι ευαγγελικές εκκλησίες έχουν διεισδύσει στις μεσαίες τάξεις των στρατιωτικών, ορισμένοι από τους οποίους καταλήγουν να ενταχθούν στα ευαγγελικά ψηφοδέλτια. Στη Βραζιλία, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται: οι γεωπολιτικές της συντεταγμένες έχουν προ πολλού αλλάξει.
Σήμερα ο κύριος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας δεν είναι πλέον οι ΗΠΑ, αλλά η Κίνα. Η Βραζιλία, παρά το γεγονός ότι είναι μία από τις λίγες χώρες στον κόσμο που απαγορεύει συνταγματικά την πυρηνική ενέργεια για μη ειρηνικούς σκοπούς, φαίνεται να αναπτύσσει, ημι-μυστικά, μια πυρηνική στρατιωτική βιομηχανία, και τόσο ο Λούλα όσο και ο Μπολσονάρο είναι υπέρμαχοί της.
Φαίνεται ότι υπάρχει μια τεκτονική πλάκα γεωπολιτικής, η οποία καθορίζει μια κοινή πορεία τόσο για τον Λούλα όσο και για τον Μπολσονάρο.
Από αυτή την άποψη, ο ευαγγελικός χριστιανισμός στην πολιτική είναι ένα επιφαινόμενο στενά συνδεδεμένο με το αμερικανικό σύμπλεγμα εξουσίας, καθώς, κατά κάποιον τρόπο, οι ευαγγελιστές αποτελούν το τελευταίο προπύργιο μιας γεωπολιτικής τάξης που κυριαρχείται από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, ο οποίος βρίσκεται πλέον σε παρακμή και από τον οποίο η Βραζιλία απομακρύνεται.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Público, στις 6 Οκτωβρίου 2022.
Σημειώσεις
[1] Ο Getulio Vargas (1882-1954), γνωστός και ως ο «Πατέρας των φτωχών», ήταν Βραζιλιάνος πολιτικός και δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βραζιλίας, ίσως ο σημαντικότερος και πιο αμφιλεγόμενος Βραζιλιάνος πολιτικός του 20ού αιώνα. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς λαϊκιστές που εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1930 στη Λατινική Αμερική, μαζί με τους Λαζάρο Καρντένας και Χουάν Περόν, οι οποίοι προώθησαν τον εθνικισμό και επιδίωξαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Την πολιτική του κληρονομιά διεκδικούν τουλάχιστον δύο σημερινά κόμματα: το Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (PDT) και το Βραζιλιάνικο Εργατικό Κόμμα (PTB) (Σ.τ.Μ.)
Διαβάστε επίσης: