Πόσο επικίνδυνη είναι η απειλή της αυτολογοκρισίας στην επιστήμη;

H συμπεριφορική επιστήμονας Κόρι Κλαρκ, σε συνέντευξή της στο περιοδικό Undark,  υποστηρίζει ότι οι επιστήμονες συχνά φοβούνται μήπως θίξουν τις πολιτικές απόψεις των συναδέλφων τους, οδηγούμενοι σε πρακτικές αυτολογοκρισίας, που έχουν συνέπειες για τη διάχυση και την ελεύθερη κυκλοφορία της γνώσης.


Συνέντευξη στον Dan Falk

Mετάφραση-απόδοση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Η λέξη λογοκρισία μπορεί να φέρνει στο μυαλό αυταρχικά καθεστώτα, απαγορεύσεις βιβλίων και περιορισμούς της ελευθερίας του Τύπου, αλλά η Κόρι Κλάρκ, συμπεριφορική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, εστιάζει στη λογοκρισία εντός της επιστήμης.

Σε μια πρόσφατη συλλογική εργασία, που δημοσιεύθηκε στο Proceedings of the National Academy of Sciences, η Κλαρκ και 38 συν-συγγραφείς της υποστηρίζουν ότι στην επιστήμη η λογοκρισία συχνά προέρχεται από το εσωτερικό, καθώς οι επιστήμονες επιλέγουν να αποφύγουν ορισμένους τομείς έρευνας ή να τη δημοσίευση αμφιλεγόμενων αποτελεσμάτων.

Όπως γράφουν στην εργασία τους: «Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η επιστημονική λογοκρισία συχνά εκπορεύεται από τους ίδιους τους επιστήμονες, με πρωταρχικό κίνητρο την αυτοπροστασία, την ευγένεια προς ομότιμους επιστήμονες και φιλοκοινωνικές ανησυχίες για την ευημερία ανθρώπινων κοινωνικών ομάδων».

Οι διαφωνίες μεταξύ επιστημόνων δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, όπως ούτε και η προσπάθεια για διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στην επιστήμη. Παρόλα αυτά, η Κλαρκ πιστεύει ότι πολλές διαφωνίες θα μπορούσαν να επιλυθούν αν οι επιστήμονες με διαφορετικές απόψεις συνεργάζονταν. Για τον σκοπό αυτό, είναι διευθύντρια του προγράμματος Adversarial Collaboration Project στο Penn.

Το πρόγραμμα, το οποίο βασίζεται σε ιδέες που διατυπώθηκαν για πρώτη φορά από τον Ντάνιελ Κάνεμαν, καθηγητή του Princeton και κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Οικονομικών το 2002, επιδιώκει να φέρει κοντά επιστήμονες με διαφορετικές ιδεολογίες.

Όπως αναφέρεται στον ιστότοπο του προγράμματος, ο στόχος είναι «να πυροδοτήσει μια αλλαγή κουλτούρας μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων και των επιστημόνων συμπεριφοράς, που εργάζονται πάνω σε ζητήματα με πολιτική σημασία που προκαλούν πόλωση, ενθαρρύνοντας τους επιστήμονες που διαφωνούν μεταξύ τους να συνεργαστούν για την επίτευξη επιστημονικής προόδου».

Γιατί οι επιστήμονες αυτολογοκρίνονται;

Όπως εξηγεί η Κόρι Κλαρκ, στη συνέντευξή της στο Undark και στον Dan Falk, οι επιστήμονες αποτελούν μέρος μιας κοινότητας και έχουν ιδιαίτερη ανησυχία για τη θέση τους μέσα σε αυτή. «Νοιάζονται ιδιαίτερα για την αποφυγή του εξοστρακισμού».

«[Ε]πειδή οι επιστήμονες αξιολογούν ο ένας το έργο του άλλου, στο πλαίσιο της αξιολόγησης από ομότιμους [peer review], είναι οι ίδιοι που αποφασίζουν ποιον θα προσλάβουν, ποιον θα βραβεύσουν, ποιον θα προωθήσουν», συμπληρώνει.

Όπως τονίζει η Κλαρκ, «σχεδόν όλα όσα προσπαθεί να επιτύχει ένας/μια επιστήμονας εξαρτώνται από τις θετικές αξιολογήσεις της ομάδας των ομοτίμων του/της. Κατά συνέπεια, είναι πολύ ευάλωτοι στην πίεση συμμόρφωσης στην ομάδα των ομοτίμων τους, και φοβούνται ιδιαίτερα να πουν ή να κάνουν κάτι που θα τους κάνει να πληρώσουν τεράστιο τίμημα για τη φήμη τους».

«Έτσι, οι μελετητές φοβούνται μήπως προσβάλουν τις πολιτικές απόψεις των συναδέλφων τους ή τις ηθικές προτιμήσεις των συναδέλφων τους, ακόμη και τις θεωρητικές οπτικές των συναδέλφων τους, ειδικά αν αυτές θεωρούνται ως επικρατούσα άποψη», συμπληρώνει.

Η Κλαρκ εντοπίζει τρεις βασικούς λόγους για τους οποίους οι επιστήμονες μπορεί να αυτολογοκρίνονται: i) για να προστατεύσουν τη δική τους φήμη, ii) για να προστατεύσουν τη φήμη των συναδέλφων τους. Έτσι μπορεί να κάνουν μια σύσταση σε έναν συνάδελφο ή στον φοιτητή τους να μη μελετήσει ένα συγκεκριμένο θέμα, επειδή θα είναι πολύ αμφιλεγόμενο, iii) επειδή φοβούνται ότι ένα συγκεκριμένο επιστημονικό εύρημα θα προκαλέσει βλάβη στην κοινωνία.

Λογοκρισία για λόγους κοινωνικής ωφέλειας: Ένα δύσκολο ζήτημα

Όπως σχολιάζει η Κλαρκ, μολονότι η λογοκρισία για λόγους κοινωνικής ωφέλειας μπορεί να θεωρηθεί αξιέπαινη, «το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε αν οι ανησυχίες των επιστημόνων για βλάβη είναι ακριβείς». «Δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι πραγματικές συνέπειες της λογοκρισίας αμφιλεγόμενων συμπερασμάτων», τονίζει.

«Δεν ξέρω αν οι ερευνητές μπορούν να έχουν 100% εκατό ακριβή γνώση για το πώς ένα επιστημονικό εύρημα θα επηρεάσει την κοινωνία, και ταυτόχρονα, δεν ξέρουμε ποιες αρνητικές συνέπειες θα μπορούσε να έχει η απόκρυψη της αλήθειας», εξηγεί.

Παραπέμποντας σε μια σχετική παλαιότερη έρευνα, η Κλαρκ σημειώνει ότι έχει καταγραφεί ότι «οι άνδρες, οι πιο συντηρητικοί και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μελετητές/ριες αυτολογοκρίνονται περισσότερο».

«Και νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο ότι τείνουν να έχουν απόψεις που είναι περισσότερο ασύμφωνες με αυτό που αντιλαμβάνονται ως την επιθυμητή κραρούσα πραγματικότητα εντός της ψυχολογίας, στην προκειμένη περίπτωση», συμπληρώνει.

Αλλά, επίσης, βλέπουμε ότι «οι νεότεροι μελετητές, οι γυναίκες και οι πιο αριστερόστροφοι ερευνητές/ριες υποστηρίζουν περισσότερο την αυτολογοκρισία άλλων ανθρώπων», αναφέρει η ίδια.

Μιλώντας και για τις διαφωνίες που είχαν εντός της ομάδας που ετοίμασε τη συλλογική δημοσίευση, η Κλαρκ σημειώνει ότι υπήρξαν διαφορετικές απόψεις για το αν ένα επιστημονικό εύρημα θα πρέπει να αξιολογείται ως προς τις κοινωνικές του επιπτώσεις πριν τη δημοσίευσή του.

«Κατά συνέπεια, διαφωνήσαμε για το αν υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η λογοκρισία είναι κατάλληλη. Και κάποιοι άνθρωποι έλεγαν ότι πιθανώς υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου η λογοκρισία της επιστήμης είναι όντως το καλύτερο για την κοινωνία. Και κάποιοι από εμάς σκεφτόμασταν ότι μάλλον δεν υπάρχουν περιπτώσεις όπου η λογοκρισία είναι όντως καλύτερη για την κοινωνία», επισημαίνει.

Λογοκρισία και διεθνή περιοδικά

Ασκώντας κριτική και στον τρόπο που η λογοκρισία και η αυτολογκρισία μπορεί να ελλοχεύουν και στη διαδικασία της αξιολόγησης από ομοτίμους για δημοσίευση σε διεθνή περιοδικά, η Κλαρκ επισημαίνει:

«Επειδή όλες οι επιστημονικές εργασίες έχουν ελαττώματα, οι κριτές έχουν τη δυνατότητα να υπερβάλλουν ως προς αυτά τα ελαττώματα ή να κάνουν αυτά τα ελαττώματα να φαίνονται πιο καταστροφικά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, προκειμένου να αποτρέψουν τη δημοσίευση μιας εργασίας», επισημαίνει.

Η Κλαρκ υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι των οποίων οι επιστημονικές απόψεις βρίσκονται μακρύτερα από την αντιληπτή ορθοδοξία έχουν την τάση να αυτολογοκρίνονται περισσότερο.

Αυτό μετατρέπει τον ακαδημαϊκό χώρο σε ένα πραγματικά δυσάρεστο μέρος, καθώς έτσι πολλοί επιστήμονες εγκαταλείπουν τον ακαδημαϊκό χώρο και αυτό που μένει είναι μια ομάδα ανθρώπων με ομοιόμορφες πεποιθήσεις και επιθυμητές αλήθειες για τον κόσμο, λέει η ίδια.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Undark.

Διαβάστε επίσης:

Ποιος φοβάται την ακαδημαϊκή ελευθερία;

Στο στόχαστρο του νεοσυντηρητισμού η φυλετική συμπερίληψη στα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ