Τις τελευταίες δύο μέρες ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ πραγματοποίησε σημαντικές τηλεφωνικές επικοινωνίες με την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Η φημολογία για το ενδεχόμενο μελέτης σχεδίου για άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας από τον Λευκό Οίκο είχε ενταθεί. Αποκορύφωμα των δύο αυτών ημερών δεν είναι άλλο από την πραγματοποίηση της πρώτης επίσημης επικοινωνίας με τον Ρώσο Πρόεδρο.
του Βίκτωρα Χρηστίδη
Αξίζει να τονιστεί ότι η ρητορική Ντ. Τραμπ στο ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωσία και συγκεκριμένα στο ακανθώδες πρόβλημα των κυρώσεων θα δοκιμαστεί τους επόμενους μήνες, καθώς δεν είναι δεδομένο ότι ταυτίζεται με την πλειοψηφία των αμερικανών αξιωματούχων. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Politico, δυο υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ομάδας των Ρεπουμπλικάνων έχουν ήδη εκφράσει «προφορικές» προειδοποιήσεις για την αντίθεσή τους σε μια ενδεχόμενη πολιτική διαδικασία άρσης κυρώσεων, γεγονός που δεν θα πρέπει να αγνοείται στο πλαίσιο των εσωτερικών αντιπαραθέσεων.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από την άλλη πλευρά, και συγκεκριμένα στις πρωτεύουσες ισχυρών κρατών, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, υπήρχαν επίσης αντιδράσεις. Συγκεκριμένα, σε συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών της Γαλλίας και της Γερμανίας στο Παρίσι -να σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ μετά την παραίτησή του από εκπρόσωπος των Σοσιαλδημοκρατών για τις γερμανικές εκλογές- εκφράστηκε από κοινού η προσήλωση στην τρέχουσα πολιτική κατά της Ρωσίας.
Αντίστοιχα, μια μέρα πριν, η Πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, στη συνάντηση που είχε με με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ζήτησε και έλαβε την προσήλωση του δεύτερου στη Βορειοαντλαντική Συμμαχία. Την ίδια μέρα, Παρασκευή 27 Ιανουαρίου, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ Τζέιμς Μάτις τόνισε τη σταθερή πολιτική των ΗΠΑ για το ΝΑΤΟ, σε τηλεφωνική επικοινωνία με την γερμανίδα ομόλογό του.
Ακόμα όμως και σε μια υποθετική συμφωνία σε πολιτική άρσης των κυρώσεων, να τονιστεί ότι θα χρειαζόταν ένα χρονικό διάστημα για να τεθεί πρακτικά σε εφαρμογή. Να υπενθυμίσουμε, εδώ, κάτι ουσιώδες. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, που μπορούν να χαρακτηριστούν σαν οικονομικές και πολιτικές, επιβλήθηκαν ως η μόνη πραγματική πολιτική δυνατότητα απάντησης των δυτικών πόλων εξουσίας στην πολιτική της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με ορισμένα επιχειρήματα, η ίδια η παρουσία του ΝΑΤΟ, η αντιπυραυλική ασπίδα και οι πρόσφατες στρατιωτικές ασκήσεις της συμμαχίας περιλαμβάνονται στα παραπάνω. Εντάσσονται, όμως, στην ευρύτερη πολιτική στην ανατολική Ευρώπη ως «απάντηση» στο Κρεμλίνο, και δεν αφορούν κάποια συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπροσθέτως, ρόλο θα διαδραματίσει και η πραγματική πρόθεση του Λευκού Οίκου στην κοινή πολιτική στάση με τους εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα εξίσου υψηλής σημασίας ζήτημα.
Επομένως, ένα τελείως υποθετικό σενάριο άρσης των κυρώσεων θα σημάνει ταυτόχρονα και μία υποχώρηση της δυναμικής της ευρύτερης πολιτικής ΗΠΑ και των υπολοίπων κρατών, ενδεχόμεο που θα έφερε περιπλοκές αν δεν συνοδευτεί με αντίστοιχες παραχωρήσεις από την πλευρά της Ρωσίας. Οι αναφορές, άλλωστε, του Τραμπ σε ζητήματα συνεργασίας στην «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» μόνο τυχαίες δεν πρέπει να θεωρούνται για κάποιον προσεκτικό παρατηρητή. Στο παρελθόν ΝΑΤΟ και Ρωσία είχαν προχωρήσει σε στενή συνεργασία σε αυτόν τον τομέα, υπήρχε δηλαδή κοινή στρατηγική ανεξάρτητα από την σύγκρουση συμφερόντων.
Η πολιτική του νέου Προέδρου των ΗΠΑ είναι δύσκολο να προβλεφθεί και σε κάθε περίπτωση απαιτείται αναμονή για εύλογο χρονικό διάστημα. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι κατά τον συνήθη του τρόπο, ο Ντονανλντ Τραμπ προωθεί μια έντονη επικοινωνιακή πολιτική, συνήθως μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα (ιδιαίτερα από τον λογαριασμό του στο twitter) η οποία πρέπει να αποτιμηθεί σε σχεση με τις πραγματικές πρωτοβουλίες που θα πάρει. Σε κάθε περίπτωση όμως η νέα αυτή ρητορική δεν θα πρέπει να καθησυχάζει.