Από την πρώτη ημέρα του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο κόσμος αναρωτιόταν πώς θα αντιδρούσε η κινεζική κυβέρνηση: Θα προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν με τη σημαντική της επιρροή, ενόψει των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας; Θα μεσολαβούσε για την κατάπαυση του πυρός και θα έφερνε τη Ρωσία και την Ουκρανία σε ειρηνευτικές συνομιλίες; Θα μπορούσε ενδεχομένως να συνταχθεί με τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας; Ή μήπως η Κίνα θα τάσσονταν αντ’ αυτού στο πλευρό της Ρωσίας παρέχοντας απροκάλυπτη διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη;
Toυ Mark Frazier
Ένα μήνα μετά την έναρξη του πολέμου, η στάση της Κίνας καθίσταται σαφής. Δεν θα κάνει τίποτα από τα παραπάνω. Αντιθέτως, οι αντιδράσεις της θα υπολογιστούν αποκλειστικά με βάση το πώς μπορεί να αποκομίσει κέρδη έναντι του γεωπολιτικού της αντιπάλου, των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πιο αποκαλυπτική και περιεκτική δήλωση της θέσης της Κίνας ήρθε σε ένα tweet από τον παρουσιαστή ειδήσεων του China Global Television Network (CGTN) Liu Xin στις 19 Μαρτίου.
Αυτή ήταν η ημέρα που ο Σι Τζινπίνγκ και ο Τζο Μπάιντεν πραγματοποίησαν μια δίωρη τηλεδιάσκεψη. Το tweet του Liu, γραμμένο στα Αγγλικά και απευθυνόμενο στο παγκόσμιο κοινό του CGTN, χλεύαζε τα αμερικανικά αιτήματα προς την Κίνα να κάνει περισσότερα: «Μπορείτε να με βοηθήσετε να πολεμήσω τον φίλο σας, ώστε να μπορέσω να επικεντρωθώ στο να πολεμήσω εσάς αργότερα;», έλεγε το tweet.
Αυτός είναι, εν ολίγοις, ο τρόπος με τον οποίο ο Σι Τζινπίνγκ και η κινεζική ηγεσία προσεγγίζουν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι αντιδράσεις της Κίνας θα καθοριστούν από την αντιπαλότητά της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και από το τι θεωρεί η Κίνα ως τη δική της επερχόμενη σύγκρουση με την Αμερική.
Στις πιο επίσημες δηλώσεις της σχετικά με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η κινεζική κυβέρνηση έχει μετακινηθεί από μια αρχική στάση, στην οποία επέρριπτε ευθύνες στην επέκταση του ΝΑΤΟ και έκανε ανούσιες εκκλήσεις για «αυτοσυγκράτηση και από τις δύο πλευρές», σε μια στάση αναμονής, όπου περιμένει να δει ποια κατεύθυνση θα πάρει ο πόλεμος.
Μια παρατεταμένη σύγκρουση κινδυνεύει να φέρει την Κίνα σε δύσκολη θέση, καθώς θα πρέπει να συνεχίσει να εκλογικεύει τις ενέργειες της Ρωσίας και να απέχει από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και τις καταδίκες των θηριωδιών.
Ορισμένοι Κινέζοι αναλυτές ανησυχούν τώρα ότι ο πόλεμος θα δώσει νέα πνοή στην επίφοβη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη υπό αμερικανική ηγεσία, η οποία προηγουμένως βρισκόταν σε παρακμή. Αλλά η πλειοψηφία των Κινέζων αναλυτών έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αν ο πόλεμος παραταθεί, είναι πιθανότερο ότι η Αμερική και η Ευρώπη θα διχαστούν για το πώς θα διαχειριστούν τις συνέπειες του πολέμου, όσον αφορά τις προσφυγικές ροές, τις τιμές της ενέργειας και τις αποστολές όπλων στις ουκρανικές δυνάμεις.
Ένας ισχυρός δεσμός με τη Ρωσία
Μέχρι στιγμής, η αντίδραση της Κίνας στην εισβολή της Ρωσίας έχει απογοητεύσει πολλούς στην αμερικανική κοινότητα χάραξης εξωτερικής πολιτικής. Η αντίδραση της Κίνας μπορεί να μην είναι συνετή, πόσο μάλλον δικαιολογημένη –επίσης εύχομαι να χρησιμοποιούσε τη δύναμή της για να περιορίσει τη Ρωσία– αλλά ήταν προβλέψιμη, για τρεις λόγους: το ιστορικό της Κίνας στο παρελθόν σχετικά με τις ρωσικές επεμβάσεις, η γνωστή φιλία μεταξύ Σι και Πούτιν και ο συνεχιζόμενος “Ψυχρός Πόλεμος Δύο” μεταξύ Αμερικής και Κίνας.
Στην αρχή του πολέμου, δεν υπήρχε πραγματική πιθανότητα η Κίνα να σπάσει τις προηγούμενες θέσεις της σχετικά με τις ρωσικές εξωτερικές επεμβάσεις.
Η Κίνα δεν αναγνώρισε τεχνικά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, αλλά ούτε και καταδίκασε τις ρωσικές ενέργειες.
Τότε, όπως και σήμερα, η Κίνα απείχε από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που καταδίκαζαν τη ρωσική επιθετικότητα. (Η Ρωσία άσκησε βέτο ή ψήφισε εναντίον τους).
Τα μηνύματα της Κίνας, το 2014 και σήμερα, κατηγορούν τη Δύση και την κατηγορούν για υποκρισία που βασίζεται σε ψευδή ισοδυναμία. Για παράδειγμα, το 2014, Κινέζοι σχολιαστές σημείωναν ότι η Δύση χειροκροτούσε τα δημοψηφίσματα ανεξαρτησίας στην Ουκρανία, τη Γεωργία και τις βαλτικές δημοκρατίες το 1991, στις τελευταίες ημέρες της Σοβιετικής Ένωσης. «Γιατί τότε η Δύση να μην υποστηρίξει και το δημοψήφισμα της Κριμαίας το 2014 για να φύγει από την Ουκρανία;», διερωτώνται. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, η Κίνα συνέχισε να στηρίζει τη Ρωσία, ασκώντας μαζί της βέτο σε ένα ψήφισμα του ΟΗΕ το 2017 για την καταδίκη του καθεστώτος Άσαντ για τη χρήση χημικών όπλων εναντίον του ίδιου του λαού του.
Σε προσωπικό επίπεδο, ο Σι Τζινπίνγκ βρήκε στο πρόσωπο του Πούτιν έναν εταίρο με κοινό όραμα να τα βάλει με την Αμερική και με αυτό που ονομάζουν «δυτικές» αντιλήψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που εστιάζουν στην ατομική ελευθερία και τις φιλελεύθερες μορφές αυτοδιοίκησης. Και οι δύο έχουν εμμονή με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και κατηγορούν τη Δύση για την υποδαύλιση των πολύχρωμων επαναστάσεων που υπερασπίστηκαν φιλελεύθερες μορφές δημοκρατίας (συμπεριλαμβανομένης της Πορτοκαλί Επανάστασης του 2004 στην Ουκρανία).
Η πρώτη ξένη επίσκεψη του Σι ήταν στη Ρωσία το 2013 και, όπως συχνά σημειώνεται, ο Πούτιν και ο Σι έχουν συναντηθεί 38 φορές από τότε.
Η πρώτη μετά την πανδημία προσωπική συνάντηση του Σι με ξένο αρχηγό κράτους ήταν η περίφημη πλέον Σύνοδος Κορυφής της 4ης Φεβρουαρίου στο Πεκίνο, κατά την οποία ο Πούτιν και ο Σι συμφώνησαν ότι «η φιλία μεταξύ των δύο κρατών δεν έχει όρια». (Αυτή ήταν επίσης η συνάντηση κατά την οποία, αν οι δυτικές πληροφορίες είναι ακριβείς, η κινεζική ηγεσία ενημερώθηκε για τα σχέδια της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία).
Το “ρωσικό σύμπλεγμα”
Οι περισσότεροι παρατηρητές έχουν λιγότερη επίγνωση αυτού που ο Αμερικανός αναλυτής εξωτερικής πολιτικής Yun Sun έχει ονομάσει «ρωσικό σύμπλεγμα» του Σι.
Ο Σι θαυμάζει βαθιά τον Πούτιν ως προπύργιο κατά του δυτικού φιλελευθερισμού. Όπως πολλοί Κινέζοι ηγέτες σήμερα, των οποίων η νεαρή ηλικία στη δεκαετία του 1950 επηρεάστηκε από τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα μιμείτο την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, ο Σι τρέφει νοσταλγία για μια εποχή κινεζικής αλληλεγγύης με τη Σοβιετική Ένωση κατά της Αμερικής. (Στην πραγματικότητα, η σινο-σοβιετική συνεργασία κάθε άλλο παρά ισότιμη και φιλική ήταν).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σι ήταν πολύ νέος για να πάει τότε να σπουδάσει στο εξωτερικό, στη Σοβιετική Ένωση, όπως έκαναν πολλοί από τους προκατόχους του. Οι ηγέτες που σχεδίασαν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Κίνας το έκαναν, γνωρίζοντας καλά τα ελαττώματα του σοβιετικού συστήματος, το οποίο είδαν να καταρρέει το 1991. Η αγάπη του Σι για τον Πούτιν και τη ρωσική εξουσία σημαίνει ότι τείνει να βλέπει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με ευνοϊκό μάτι, ανεξάρτητα από το τι του παρουσιάζουν οι μυστικές υπηρεσίες του για την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία.
Το πρίσμα της ευρύτερης αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας
Κινέζοι αξιωματούχοι και αναλυτές που είναι πολύ λιγότερο γοητευμένοι με τον Πούτιν και τη Ρωσία από τον Σι Τζινπίνγκ εξακολουθούν να βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία από την προοπτική της ευρύτερης αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, για έναν τυπικό αναλυτή εξωτερικής πολιτικής στην Κίνα, λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων αμερικανικών κυρώσεων και δασμών κατά της Κίνας.
Πρόκειται για έναν εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε από την κυβέρνηση Τραμπ το 2017, αλλά χωρίς σημάδια ύφεσης υπό τον Μπάιντεν: κυρώσεις υπό αμερικανική ηγεσία για τον εγκλεισμό και την πολιτισμική γενοκτονία των Ουιγούρων στη Σιντζιάνγκ, ηχηρή αμερικανική υποστήριξη των διαδηλώσεων το 2014 και το 2019 κατά της κυριαρχίας του Πεκίνου στο Χονγκ Κονγκ (και περισσότερες αμερικανικές κυρώσεις μετά την καταστολή στο Χονγκ Κονγκ), πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στην Ταϊβάν μαζί με μεγαλύτερη αμερικανική διπλωματική υποστήριξη προς την Ταϊβάν, συν την επίμονη αμερικανική καχυποψία για την προέλευση της πανδημίας COVID-19 από “διαρροή από κινεζικό εργαστήριο”.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκάλεσε επίσης εικασίες ότι ο Σι θα μπορούσε να αδράξει την ευκαιρία για να κάνει πράξη τις απειλές για “επανένωση” της Ταϊβάν με την Κίνα.
Αν μη τι άλλο, οι καταστροφικές στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας σε μια χερσαία εισβολή ενισχύουν την παλιά κοινοτοπία ότι τα κομψά και λεπτομερή σχέδια εισβολής που καταρτίζονται επί πολλά χρόνια καταρρέουν στις πρώτες ώρες των πολέμων.
Μια επιχείρηση εναντίον της Ταϊβάν θέτει εκθετικά μεγαλύτερα εμπόδια. Αλλά κανείς δεν γνωρίζει ακόμη πώς σκέφτονται οι Κινέζοι στρατιωτικοί σχεδιαστές για την Ταϊβάν υπό το φως της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Και για τον επόμενο χρόνο τουλάχιστον, ο Σι Τζινπίνγκ είναι πολύ πιο απασχολημένος με τα σχέδια για την παράταση της θητείας του ως Γραμματέας του Κόμματος και Πρόεδρος της Kίνας, στους ιστορικούς θύλακες του Κομμουνιστικού Κόμματος το φθινόπωρο του 2022 και του Εθνικού Λαϊκού Συνεδρίου την άνοιξη του 2023. Για να μην αναφέρουμε τις εγχώριες ανησυχίες για τη στασιμότητα της οικονομίας της Κίνας και την ανησυχητική έξαρση νέων κυμάτων κρουσμάτων COVID-19 σε κινεζικές πόλεις.
Πολλοί απλοί Κινέζοι πολίτες, καθώς και η ελίτ της εξωτερικής πολιτικής, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Αμερική είναι η υπ’ αριθμόν ένα απειλή για την εθνική ασφάλεια της Κίνας. Κατά την άποψή τους, κάθε χώρα που αντιμετωπίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες αξίζει τουλάχιστον σιωπηρή υποστήριξη.
Και οποιαδήποτε περιφερειακή σύγκρουση με την πιθανότητα να απομακρύνει την αμερικανική ισχύ από τη γειτονιά της Κίνας στον δυτικό Ειρηνικό ή να κατακερματίσει τους συμμάχους της Αμερικής, αξίζει να υποστηριχθεί, σύμφωνα με τους ίδιους.
Εν ολίγοις, το βασικό ερώτημα που βρίσκεται στην καρδιά κάθε κινεζικής πολιτικής επιλογής για την Ουκρανία είναι: Πώς θα μας βοηθήσει αυτή η επιλογή στις συνεχιζόμενες διαμάχες μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες;
[…]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Public Seminar, στις 4 Απριλίου 2022.
Για τον συγγραφέα
Ο Mark Frazier είναι καθηγητής Πολιτικής στο New School, όπου είναι επίσης ακαδημαϊκός διευθυντής του Ινστιτούτου Ινδίας-Κίνας. Είναι επίσης συγγραφέας του βιβλίου “The Power of Place: Contentious Politics in Twentieth-Century Shanghai and Bombay” (Cambridge University Press, 2019).
Διαβάστε επίσης:
“ΗΠΑ και Κίνα: Ένα επικίνδυνο παιχνίδι αυξανόμενης έντασης σε θαλάσσιες περιοχές της Ασίας”