Πώς η προεδρική εκλογή των ΗΠΑ έχασε τη δόξα της




Σήμερα, οι δύο υποψήφιοι για την αμερικανική Προεδρία θα αναμετρηθούν στο τρίτο και τελευταίο πολιτικό ντιμπέιτ που θα διεξαχθεί στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα. Ο Godfrey Hodgson, γνωστός δημοσιογράφος με μακρά θητεία στην κάλυψη της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, σχολιάζει την προεκλογική περίοδο που διανύει η Αμερική. Όπως γράφει για τις τηλεμαχίες των δύο υποψηφίων: “Για έναν βετεράνο παρατηρητή της αμερικανικής πολιτικής σκηνής από τη δεκαετία του 1960, το πρώτο ντιμπέιτ μεταξύ της Χίλαρι Κλίντον και του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε απλά κατάπτωση και απογοήτευση: ήταν αδιανόητο”.


Του Godfrey Hodgson


Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης

Ήμουν ένα από τα πρώτα «αγόρια στο λεωφορείο ». Το 1964, το 1968 και το 1972, υπέμεινα τη φρίκη του μαζέματος των αποσκευών, την αναγκαστική αποχώρηση από ξενοδοχεία στις 4 τα ξημερώματα σχεδόν σε όλες τις Πολιτείες της χώρας, ποτάμια άνοστου καφέ, fast food, κουρασμένους και κουραστικούς υποψηφίους να επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά «την ομιλία». Η ανταμοιβή μου για όλα αυτά ήταν ένας απαράμιλλος Μεγάλος Γύρος των ΗΠΑ –με την εξαίρεση μόνο της Βόρειας Ντακότα και της Αλάσκας– και ο χρόνος που έζησα πρόσωπο με πρόσωπο με θρυλικούς ήρωες της αμερικανικής πολιτικής, όπως ο Μπάρυ Γκολντγουότερ και ο Τζορτζ Γουάλας, ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο Λίντον Τζόνσον και ο Ρόμπερτ Κένεντι.

Για έναν βετεράνο εκείνων των κρίσιμων χρόνων, το πρώτο προεδρικό ντιμπέιτ μεταξύ της Χίλαρι Κλίντον και του Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν μόνο «ξενέρωμα» και απογοήτευση: ήταν αδιανόητο. Όχι ότι οι υποψήφιοι που ακολούθησα περισσότερο από 50 χρόνια πριν, ήταν είτε πολιτικά είτε προσωπικά άψογοι. Αλλά ήταν σοβαροί άνθρωποι, σοβαροί πολιτικοί που έδιναν μια λίγο-πολύ στέρεα εικόνα για το πώς οραματίζονταν τη χώρα τους, αναλαμβάνοντας σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την ευθύνη απέναντι σε όλους τους συμπολίτες τους.

Δύο πολύ διαφορετικοί πολιτικοί θα συναντηθούν στο επόμενο ντιμπέιτ. Η Χίλαρι Κλίντον, να είστε σίγουροι, βρίσκεται πιο κοντά στους παραδοσιακούς υποψηφίους ενός παρελθόντος που σίγουρα δεν ήταν χρυσό. Έχει πραγματικά προσωπικά διαπιστευτήρια, επιτεύγματα, πολιτικές θέσεις, τις περισσότερες από τις οποίες υποστηρίζει, ακόμα κι αν η ίδια είναι ιδιαίτερα υβριστική, ενώ ταυτόχρονα θαμπώνεται από το χρήμα σε τέτοιο βαθμό που προκαλεί ντροπή. Συμβολικά, ως γυναίκα υποψήφια για τον Λευκό Οίκο, αντιπροσωπεύει τη διόρθωση ενός ιστορικού λάθους. Υπάρχει ακόμα μια δυσάρεστη αίσθηση ότι βρίσκεται τελικά εκεί που βρίσκεται, χάρις στον άνθρωπο τον οποίο παντρεύτηκε και χάρις στον τρόπο που χειρίστηκε μια οικογενειακή διαμάχη πριν από πολλά χρόνια. Είναι αρκετά ταλαντούχα ώστε θα μπορούσε να τα καταφέρει όλα μόνη της. Αλλά δεν τα κατάφερε μόνη της.

Όσο για Ντόναλντ Τραμπ, ας πούμε απλώς ότι δεν έχει καμία απολύτως πολιτική ή κυβερνητική εμπειρία. Αυτός βρίσκεται εκεί που βρίσκεται επειδή έχει βγάλει πολλά χρήματα, αν και πολύ λιγότερα από ό,τι ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έχει, και επειδή έχει δείξει επιδεξιότητα στο να εκφοβίζει και να προσβάλλει ανθρώπους εντός και εκτός της τηλεόρασης. Μέχρι στιγμής, η πολιτική του είναι μια σειρά από γαβγίσματα και κομπασμούς, προσβολές, υπονοούμενα και εκκλήσεις στα πιο ταπεινά ένστικτα των συμπατριωτών του. Μπροστά του, ο Τζωρτζ Γουάλας και ο Μπάρυ Γκολντγουότερ φαίνονται σαν τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο.

presidential
Κλίντον και Τραμπ θα αναμετρηθούν στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο τρίτο και τελευταίο ντιμπέιτ για τις προεδρικές εκλογές

Είναι σύνηθες να κατηγορούνται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για πολλά από τα δεινά που συμβαίνουν σήμερα. Είναι αλήθεια ότι η κατά τα άλλα απίθανη άνοδος του Τραμπ στον προθάλαμο της δόξας οφείλει πολλά στη θυμωμένη δυσαρέσκεια που αποκαλύφθηκε και χωρίς αμφιβολία διεγείρεται από το Twitter και τα όμοια με αυτό μέσα. Φταίνε, όμως, επίσης και τα παλαιού τύπου μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Οποιοσδήποτε δημοσιογράφος μπορεί να διαπιστώσει ότι ο Τραμπ είναι «καλή ύλη». Τα μέσα μπορούν να βασιστούν πάνω του: θα πει και μερικές φορές θα κάνει τόσο εξωφρενικά πράγματα καθημερινά, ώστε να κυριαρχεί στο πολιτικό ρεπορτάζ των ΗΠΑ από την έναρξη της εκστρατείας για τις εκλογές του 2016. Η φτωχή Χίλαρι Κλίντον («φτωχή», βέβαια, δεν είναι ακριβώς η κατάλληλη λέξη) χρειάστηκε να λιποθυμήσει για να έχει τη μιντιακή κάλυψη που ο αντίπαλός της λαμβάνει συστηματικά.

Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες (για να μην πούμε και σε όλο τον κόσμο) ότι αυτές οι προεδρικές εκλογές είναι σοβαρά ελλιπείς .

Ο Ντόναλντ Τραμπ –για πολλούς αγροίκος, αδιάφορος για την αλήθεια και εντελώς άπειρος πολιτικά– είναι προφανέστατα ακατάλληλος. Η Χίλαρι Κλίντον, παρά την ικανότητά της, τις καλές της προθέσεις και την εμπειρία της, είναι σχεδόν 70 χρονών, είναι σύζυγος ενός πρώην προέδρου και οι δικές της αλήθειες έχουν αμφισβητηθεί σοβαρά, για να μην αναφέρουμε το δέος που τη διακατέχει απέναντι στις επενδυτικές τράπεζες. Θεωρείται ακόμα από πολλούς σαν μια παράξενα αυθαίρετη επιλογή για τους Δημοκρατικούς. Αυτό ίσως εξηγεί και την εκπληκτική επιτυχία ενός 74χρονου αυτοαποκαλούμενου σοσιαλιστή από το Βερμόντ.

Πολλοί που ευχαρίστως θα έβλεπαν μια γυναίκα τόσο κοντά στο Λευκό Οίκο εξακολουθούν να αναρωτιούνται γιατί έπρεπε να επιλεγεί αυτή η συγκεκριμένη γυναίκα ανάμεσα σε 117 εκατομμύρια άλλες ενήλικες Αμερικανίδες.

Οι ρίζες αυτής της τόσο απρεπούς προεκλογικής εκστρατείας βρίσκονται πίσω στον χρόνο, πολύ πριν από τα γεγονότα του 2016.

Οι αιτίες αυτού που τόσο πολλοί Αμερικανοί τώρα αντιλαμβάνονται ως ένα δυσλειτουργικό σύστημα περιλαμβάνουν τον θυμό και την αίσθηση της εγκατάλειψης που νιώθει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, τουλάχιστον από την εποχή της οικονομικής κρίσης του 2008-2009: η οξεία ιδεολογική πόλωση των κομμάτων, η άρση σχεδόν όλων των περιορισμών που σχετίζονται με τον ρόλο του χρήματος στις εκλογές και ο μαρασμός όχι του κράτους, αλλά των πολιτικών κομμάτων.

Όταν οι υποψήφιοι αιχμαλωτίζουν το κόμμα

Ως άνθρωπος που γράφει για την αμερικανική πολιτική από το 1962, έχω δει πολλά από τα σημερινά γεγονότα να έρχονται, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα. Καταρχάς, ο ρόλος των δύο μεγάλων ιστορικών κομμάτων έχει αλλάξει. Κάποτε τα κόμματα επέλεγαν τους υποψηφίους. Τώρα οι υποψήφιοι αιχμαλωτίζουν το κόμμα.

Ξεκίνησε με τον Τζακ Κένεντι, το 1960. Ο ίδιος και οι σύμβουλοί του αναβίωσαν το ετοιμοθάνατο σύστημα των προκριματικών εκλογών (primaries): μόνο 16 πολιτείες τότε διατηρούσαν τις προκριματικές εκλογές, αυτό το προοδευτικό γιατροσόφι των αρχών του εικοστού αιώνα. Τα χρήματα του γερο-Tζο Κένεντι τού επέτρεψαν να χρησιμοποιήσει το σύστημα τόσο αποτελεσματικά όσο ποτέ πριν, ώστε να δείξει ότι ο γιος του θα μπορούσε να κερδίσει ψήφους σε όλη τη χώρα. Για παράδειγμα, μια νίκη στη Δυτική Βιρτζίνια, την πιο προτεσταντική πολιτεία, θα κατέρριπτε την ιδέα ότι ένας καθολικός δεν θα μπορούσε να εκλεγεί πρόεδρος.

John F. Kennedy campaigns at Atwood Stadum before the 1960 presidential election. Kennedy returned in '62 to stump for Democratic gov. John B. Swainson, who lost to George W. Romney. Photo taken by Bill Gallagher on Sep 1960.
O Τζακ Κένεντι κατά τη διάρκεια της καμπάνιας του για τις προκριματικές του 1960

Δύο χρόνια αργότερα, ως νεαρός ανταποκριτής του Λευκού Οίκου, περιόδευσα στα βορειοανατολικά με τον πρόεδρο Κένεντι. Σε κάθε στάση έδειχνε περίτεχνο σεβασμό στους τοπικούς κομματάρχες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ιρλανδικής καταγωγής, σοβαροί οικογενειάρχες και φορούσαν ακριβά κοστούμια. Τους απευθυνόταν με σεβασμό ως «κ. Γκριν της Φιλαδέλφειας, κ. Μπέιλι του Κονέκτικατ, κ. Λώρενς της Πενσυλβάνια» – και ούτω καθεξής. Αλλά αυτοί δεν ήταν για αυτόν –έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε– πολύτιμοι κομματικοί σύμμαχοι των οποίων την υποστήριξη αναζητούσε, αλλά σατράπες κατακτημένων επαρχιών.

Όταν έφτασα για πρώτη φορά στην Ουάσιγκτον, όταν ένας ξένος φίλος με ρωτούσε τι χωρίζει τους Ρεπουμπλικάνους από τους Δημοκρατικούς, του απαντούσα ότι όλες οι διαφορές ανάγονταν σε γεγονότα της δεκαετία του 1860: στη δουλεία, τη χειραφέτηση, τον πόλεμο και την ανοικοδόμηση.

Σύντομα, όλα αυτά έδωσαν τη θέση τους σε πράγματα που συνέβησαν τη δεκαετία του 1960. Τον καιρό του Φράνκλιν Ρούσβελτ, το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν ένας ασυνάρτητος ιδεολογικά συνασπισμός υπερσυντηρητικών νότιων λευκών και μη προτεσταντών μεταναστών, καθώς και των απογόνων τους (ιρλανδών, ιταλών και πολωνών καθολικών και γερμανο-πολωνο-ρωσοεβραίων), οι οποίοι ήταν κυρίως φιλελεύθεροι. Οι Ρεπουμπλικάνοι, από την πλευρά τους, μπορούσαν να αναμένουν τις ψήφους των εθνικών και τοπικών προτεσταντικών ελίτ και των θαυμαστών τους.

Ήταν ένας από τους καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, ο Ε. Ντίγκμπυ Μπάλτζελ, που εφηύρε τον όρο WASPS για τους Λευκούς Αγγλοσάξονες Προτεστάντες. Ως εκ τούτου, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν συντριπτικά το κόμμα των επιχειρήσεων, υπήρχαν μετριοπαθείς και ακόμη φιλελεύθεροι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο και σε όλες τις πολιτείες

Το 1963, όταν έπαιρνα συνέντευξη από τον Ρόμπερτ Κένεντι, τον ρώτησα γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε αντίθεση με σχεδόν κάθε άλλη δημοκρατία, δεν έχουν ένα κομματικό σύστημα στο οποίο να αντιπαρατίθενται προοδευτικοί και συντηρητικοί, έχοντες και μη έχοντες. Αυτός τράβηξε ένα κουτί παπουτσιών από το κάτω συρτάρι του γραφείου του. Ήταν γεμάτο με κάρτες στις οποίες είχε γράψει τους λόγους που θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί στην Αμερική. Η χώρα, είπε, ήταν απλώς πάρα πολύ μεγάλη, πάρα πολύ διαιρεμένη σύμφωνα με τη φυλή, την εθνικότητα και τον πολιτισμό. Εντυπωσιάστηκα. Αλλά στην πραγματικότητα έκανε λάθος.

Η δύναμη του χρήματος

Ακόμη και την ώρα που μιλούσαμε, η χώρα άλλαζε. Μετά τον Νόμο για τα Δικαιώματα Ψήφου του Τζόνσον (1965), οι Αφροαμερικανοί άρχισαν να ψηφίζουν μαζικά, ακόμη και στον βαθύ νότο, και να ψηφίζουν τους Δημοκρατικούς. Μετέθεσαν το κέντρο βάρους του Δημοκρατικού Κόμματος προς τα αριστερά. Έτσι, οι νότιοι λευκοί συντηρητικοί εντάχθηκαν στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ωθώντας το προς τα δεξιά. Ενώ κάποτε οι λευκοί νότιοι ήταν οι πιο σίγουροι οπαδοί των Δημοκρατικών, σήμερα είναι οι πλέον αξιόπιστοι Ρεπουμπλικάνοι.

Η συντριπτική νίκη του Λίντον Τζόνσον επί του Μπάρυ Γκολντγουότερ, το 1964, έκρυψε το γεγονός ότι ένα νέο, ιδεολογικά συντηρητικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εμφανιζόταν για να αντιμετωπίσει ένα νέο ιδεολογικά προοδευτικό Δημοκρατικό Κόμμα.

Αυτό το νέο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα απαρτιζόταν από όσους ήταν αντίθετοι στη χειραφέτηση των αφροαμερικανών, αντιδρούσαν στις διαδηλώσεις υπέρ της ειρήνης και στα κινημάτων των γυναικών και οι οποίοι συνετέλεσαν στην ανάδυση νέων συντηρητικών θεσμών που παρακινήθηκαν από ένα ρεύμα συντηρητικών και νεο-συντηρητικών διανοούμενων, όπως ο Μπιλ Μπάκλεϊ και ο Ίρβινγκ Κρίστολ.

Το 1968, αποφασιστικά αν και όχι εύκολα, ο Ρίτσαρντ Νίξον κέρδισε τον Λευκό Οίκο. Η φιλελεύθερη συναίνεση της εποχής μετά τη Νέα Συμφωνία (New Deal) είχε τελειώσει.

Η χρηματοδότηση της προεδρικής πολιτικής άλλαξε. Κάποτε οι πολιτικοί μπορούσαν να υπολογίζουν στη χρηματοδότηση από τα κόμματα. Τώρα, για να κάνουν την καμπάνια τους αγοράζοντας τηλεοπτικό διαφημιστικό χρόνο, έπρεπε να βρουν χρηματοδότηση από χορηγούς. Πάντα υπήρχαν πλούσιοι άνδρες στην αμερικανική πολιτική, από την εποχή του ίδιου του Τζορτζ Γουάσινγκτον. Αλλά κυρίως ήταν μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, άνδρες όπως ο Άντριου Μέλον τη δεκαετία του 1920 και ο Νέλσον Ροκφέλλερ στη δεκαετία του 1950 και του 1960.

Πλέον, όμως, υπήρχε μια νέα γενιά πλούσιων ανδρών, οι πετρελαιάδες του Τέξας και οι Καλιφορνέζοι που θα γίνονταν οι μυστικοσύμβουλοι του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Είχαν εκτραφεί μακριά από τη Wall Street και χρησιμοποιούσαν τα χρήματά τους για να επιλέξουν τους αρεστούς σε αυτούς πολιτικούς.

Σταδιακά, από την εποχή της αναμέτρησης του Μπάκλεϊ με τον Βαλέο το 1964, μέχρι τους Ενωμένους Πολίτες (Citizens United) του 2010, νέες συντηρητικές πλειοψηφίες στο Ανώτατο Δικαστήριο απελευθέρωσαν την ισχύ του χρήματος.

Η χορήγηση χρημάτων σε πολιτικούς υποψηφίους –αποφάνθηκαν οι συντηρητικοί δικαστές– δεν ήταν πλέον μια επαίσχυντη αναγκαιότητα, αλλά ένα πολιτικό δικαίωμα, όπως το δικαίωμα της ψήφου.

Το ποσό των χρημάτων που δαπανώνται για τις πολιτικές εκστρατείες αυξήθηκε εκθετικά. Μέχρι το τέλος της χιλιετίας, οι πρώτες πληροφορίες που έδιναν οι δημοσιογράφοι του πολιτικού ρεπορτάζ για κάθε νέο πρόσωπο που εμφανιζόταν στο πολιτικό σκηνικό δεν ήταν πλέον οι πολιτικές του θέσεις, αλλά το ποσό των χρημάτων που είχε για να δαπανήσει.

Γερουσιαστές που γνώριζα παραδέχονταν με ένα ειρωνικό χαμόγελο ότι σύρθηκαν έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων από τους συνεργάτες τους για να πατήσουν το καντράν του τηλεφώνου Rolodex και να ζητήσουν μετρητά από πιθανούς χρηματοδότες. Παρά το γεγονός ότι από τους φιλελεύθερους Δημοκρατικούς δεν έλειπαν οι προσωπικοί δωρητές και ότι τα εργατικά συνδικάτα μπορούσαν ακόμα να βρουν τακτικές συνδρομές, τα πραγματικά μεγάλα ποσά βρίσκονταν στη Δεξιά και την άκρα Δεξιά.

Άνθρωποι, όπως ο ζυθοποιός Τζόζεφ Κουρς, ο βασιλιάς των καζίνο Σέλντον Άντελσον («όταν έχετε όλες τις μάρκες μπορείτε να κάνετε τα πονταρίσματα») και οι αδελφοί Κοχ έριχναν χρήματα στις εκστρατείες των πολιτικών της Δεξιάς σε πρωτοφανή κλίμακα.

Το κίνημα, γνωστό ως Tea Party (Κίνημα του Τσαγιού ή αλλιώς Κίνημα «Αρκετά Φορολογημένοι Ήδη»), που συχνά παρουσιάζεται ως μια αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση, δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα χρήματα των αδελφών Κοχ.

Είναι πολύ πιθανό ότι ο Ντόναλντ Τραμπ υπερβάλλει σχετικά με το πόσα χρήματα έχει. Εκτιμήσεις για 10 δισεκατομμύρια δολάρια και πάνω είναι σχεδόν βέβαιο ότι ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Αλλά ο Τραμπ έχει την οικονομική δυνατότητα να είναι ο Κοχ του εαυτού του.

kochs3
Οι αδελφοί Κοχ, από τους βασικούς παράγοντες χρηματοδοτικής επιρροής στην αμερικανική πολιτική σκηνή

Δεν ήταν μόνο στον τομέα της χρηματοδότησης της προεκλογικής εκστρατείας που οι Ρεπουμπλικάνοι χρησιμοποίησαν τα δικαστήρια για να αλλάξουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Το πιο δραματικό παράδειγμα ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι ο Μπους με τον Γκορ και η μήνυση του 2000 για την παραβίαση της αμεροληψίας της επανακαταμέτρησης των ψήφων στη Φλόριντα, η οποία εκδικάστηκε από μια συντηρητική πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το θέμα αυτό εξάπτει τα πάθη. Αλλά μπορεί σίγουρα να υποστηριχθεί ότι ο Μπους ο νεότερος οφείλει τα χρόνια της παραμονής του στο Λευκό Οίκο σε πέντε δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Υπομονετικά, στο επίπεδο των πολιτειών οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν χειραγωγήσει την οριοθέτηση των εκλογικών περιφερειών για να βελτιώσουν τις εκλογικές προοπτικές τους. Σήμερα, λιγότερες από μία στις δέκα από τις 435 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων θα διεκδικηθούν με ίσες αξιώσεις και από τα δύο κόμματα. Την ίδια στιγμή οι Ρεπουμπλικανοί είχαν κάποια επιτυχία στο να πείσουν τα δικαστήρια να περιορίσουν το δικαίωμα ψήφου στις προκριματικές.

Εξαιτίας αυτού και λόγω της πολυπλοκότητας της εκλογικής διαδικασίας, όπως ανέφεραν οι New York Times την 1η Αυγούστου, μόνο το 14% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στις Ηνωμένες Πολιτείες ψήφισαν στις προκριματικές. Μόνο το 9% ψήφισε την Κλίντον ή τον Τραμπ. Αυτή είναι μια αρκετά καλή εξήγηση για το πώς ένας «ακραίος», όπως ο Τραμπ, μπορεί να κερδίσει το χρίσμα ενός μεγάλου κόμματος.

Η δίαιτα των Μέσων

Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τόσο λίγοι Αμερικανοί ταυτίζονται με κάποιον από τους υποψηφίους που τους έχουν παρουσιαστεί, μέσα από ένα σύστημα που όχι μόνο είναι ελαττωματικό, αλλά είναι εμφανώς πιο ελαττωματικό από ό,τι ήταν πριν από 50 χρόνια. Μέχρι το Μάιο του 2015, μια δημοσκόπηση των CBS/New York Times κατέγραψε ότι πάνω από το 80% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι ο ρόλος του χρήματος στις εκλογές είναι υπερβολικός.

Ταυτόχρονα, ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης παρέμεινε αμείωτος. Όμως, ο χαρακτήρας του ειδησεογραφικού τοπίου έχει αλλάξει σε σχέση με τα χρόνια που «Η Κατασκευή του Προέδρου» του Τέντι Γουάιτ πασπάλισε τους Κένεντι με χρυσόσκονη. Η αμερικανική τηλεόραση παθιάστηκε τόσο πολύ με την πολιτική εκείνες τις ημέρες, όχι υπό το καθαρό φως της λογικής, αλλά λόγω ενός προβλήματος δημοσίων σχέσεων.

Το 1959-1960, η φήμη των τηλεοπτικών δικτύων σπιλώθηκε από τα σκάνδαλα των στημένων τηλεπαιχνιδιών. Το 1961 ο Νιούτον Μίνοου, ο νέος ρυθμιστής που τοποθετήθηκε από τη διοίκηση Κένεντι, αποκάλεσε την τηλεόραση έναν «τεράστιο σκουπιδότοπο». To CBS και το NBC βάλθηκαν να αποκαταστήσουν την φήμη τους. «Η δουλειά μου», είπε ο μεγάλος Φρεντ Φρέντλυ, “ήταν … να αποκαταστήσω το κύρος του CBS … που αμαυρώθηκε από τα σκάνδαλα των τηλεπαιχνιδιών”.

Προσέλαβαν δεκάδες νέους παραγωγούς για τα καινούργια τμήματά τους, αρπάζοντας ορισμένους από τις εφημερίδες. Ανέβασαν φιλόδοξες, πάρα πολύ ακριβές σειρές ντοκιμαντέρ για τους θριάμβους και ακόμη και τις αδυναμίες της αμερικανικής δημοκρατίας. Και το 1963, πριν από τη δολοφονία του Κένεντι, διπλασίασαν τη διάρκεια του του πιο σημαντικού νυχτερινού δελτίου ειδήσεων εθνικής εμβέλειας από τα 15 στα 30 λεπτά. Βέβαια, αυτός ήταν εν μέρει ένας ελιγμός για να έχουν έσοδα από τους θυγατρικούς τους σταθμούς. Αλλά άνοιξε μια εποχή όπου τα δελτία ειδήσεων έγιναν ένα πραγματικά ένα δημοφιλές θέαμα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Εν έτει 2016, τα μέσα ενημέρωσης, με την ευρύτερη έννοια, ευδοκιμούν. Οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους με τρόπους που δεν είχαμε φανταστεί. Μπορούν να βάλουν μουσική, όπως ανοίγουν το νερό της βρύσης. Παρακολουθούν αθλητικά, εκπομπές πωλήσεων, πορνογραφία διαφόρων ειδών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πολλαπλασιάζονται. Αλλά αυτή η πλούσια διατροφή μπορεί ελάχιστα να ενισχύσει τη δημοφιλία των πολιτικών. Στο πλαίσιο αυτό, εκατομμύρια θεατές παρακολουθούν, διασκεδάζουν και τρομοκρατούνται, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζει πεισματικά ότι ο Μπαράκ Ομπάμα δεν γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι δημοσιογράφοι αναλώνονται σε επίπονες έρευνες για το κατά πόσον η Κλίντον χρησιμοποιούσε ιδιωτικά e-mails όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όταν, ή εάν, η πρώτη γυναίκα εκλεγεί πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, θα υπάρχει ενθουσιασμός. Σίγουρα θα υπάρχει. Αλλά για την ώρα, από την κάποτε λαμπερή διαδικασία της επιλογής αυτού που οι αμερικανοί δημοσιογράφοι εξακολουθούν να αποκαλούν «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου», η δόξα εξέλιπε.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 26 Σεπτεμβρίου 2016.

Για τον συγγραφέα

O Godfrey Hodgson διετέλεσε ανταποκριτής του Observer στις Ηνωμένες Πολιτείες, συντάκτης διεθνών θεμάτων στον Independent και διευθυντής του Reuters Foundation Programme στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι συγγραφέας του βιβλίου The Myth of American Exceptionalism (O Μύθος της Αμερικανικής Ιδιαιτερότητας) (Yale University Press, 2009).