Ο Τραμπ, ο κορωνοϊός και η κλιματική αλλαγή

Πηγαίνοντας πίσω, στο 2009, κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο Ραμ Εμάνουελ –τότε επικεφαλής του επιτελείου του Προέδρου Ομπάμα– είπε την περίφημη φράση: «Ποτέ μην αφήνεις μια καλή κρίση να πάει χαμένη». Ο Εμάνουελ συνέχισε, λέγοντας: «Είναι μια ευκαιρία να κάνεις τα πράγματα που κάποτε θεωρούσες αδύνατα».


Του Dan Drollette

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Κάτι που σημαίνει ότι αυτή η εποχή του κορωνοϊού, της σοβαρής οικονομικής αναταραχής, και της ανεργίας σε επίπεδα ρεκόρ, αντιπροσωπεύει μια ιδεώδη ευκαιρία για ορισμένους πολιτικούς να επιχειρήσουν να κάνουν πράγματα που κάποτε θεωρούνταν αδύνατα, όπως για παράδειγμα να ακυρώσουν ό,τι έχει απομείνει από τις προηγούμενες ομοσπονδιακές απόπειρες να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή.

Με την προσοχή της κοινής γνώμης να είναι επικεντρωμένη στις καθημερινές ενημερώσεις για τον κορωνοϊό και στις εκστρατείες στην αίθουσα Τύπου του Λευκού Οίκου, η διοίκηση Τραμπ και οι ρεπουμπλικανοί υποστηρικτές της σε κρατικό επίπεδο, έχουν θέσει σε ισχύ μια σειρά από κυβερνητικές αποφάσεις, οδηγίες και διατάγματα σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τα οποία σε άλλη περίπτωση θα ήταν εξαιρετικά ορατά και σε πολύ μεγάλο βαθμό αντιδημοφιλή.

Την ώρα που η προσοχή της κοινής γνώμης έχει βολικά αποσπαστεί στο ζήτημα της πανδημίας, η κυβέρνηση προχωρά σε ενέργειες σχετικά με το κλίμα, οι οποίες στην ουσία αναθεωρούν συνολικά τους θεμελιώδεις κανόνες της δημοκρατίας – και σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι αποφάσεις της διοίκησης για το κλίμα εντάσσονται σε μια ευρύτερη προσπάθεια αναδόμησης του έθνους ως συνόλου και εγκατάστασης ενός βασισμένου στα ορυκτά καύσιμα δεσποτισμού.

Mε πρόσχημα την προστασία των εργαζομένων και των πολιτών από τον κορωνοϊό, η Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ (EPA) ανακοίνωσε πριν από δύο εβδομάδες ότι δεν θα εκδίδει πρόστιμα εναντίον εταιριών που παραβιάζουν ορισμένες προδιαγραφές που αφορούν την μόλυνση του νερού, του αέρα και την απόρριψη επικίνδυνων αποβλήτων.

Το επιχείρημα της διοίκησης για αυτήν την ωμή ανατροπή είναι ότι με τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν πληθώρα ζητημάτων, όπως η αναστολή εργασιών, οι άδειες και η μείωση προσωπικού, καθώς και άλλες προκλήσεις οφειλόμενες στον COVID-19, η EPA θα έπρεπε να ελαφρύνει τις απαιτήσεις απέναντι στις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία ως προς τη συμμόρφωσή τους με τα ομοσπονδιακά περιβαλλοντικά κριτήρια.

Διατυπώνοντας τον ισχυρισμό (χωρίς να δίνει επαρκείς αποδείξεις για αυτό) ότι τα κόστη της πανδημίας και τα κόστη της περιβαλλοντικής συμμόρφωσης είναι εναλλάξιμα, η κυβέρνηση διαφημίζει τις αρετές αυτού που ονομάζει «αυτό-ρύθμιση».

Η Τζίνα Μακάρθι, η οποία ήταν επικεφαλής της EPA στη διοίκηση Ομπάμα, χαρακτήρισε αυτή την αλλαγή ως «ελεύθερη άδεια προς μόλυνση». Σε ένα άρθρο των New York Times, η Μακάρθι υποστήριξε ότι «αυτή η επαίσχυντη οδηγία δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια άθλια αποποίηση της αποστολής της ΕPA να προστατεύει την ευζωία μας».

Πιο πρόσφατα, η υπηρεσία ανακοίνωσε επίσης ότι θα χαλαρώσει τους κανόνες αναφορικά με την εκπομπή υδραργύρου (και άλλων τοξικών μετάλλων) στον αέρα και το νερό της χώρας από εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που λειτουργούν με κάρβουνο. Ο υδράργυρος είναι ένα βαρύ μέταλλο, συνδεδεμένο με εγκεφαλικές βλάβες, και η χαλάρωση αυτών των κανόνων τοποθετεί τη διοίκηση Τραμπ στην παράξενη θέση να αποσύρει μέτρα υγειονομική προστασίας εν μέσω μιας πανδημίας.

Όμως, η EPA, επί διακυβέρνησης Τραμπ, βλέπει με διαφορετικό τρόπο αυτές τις αλλαγές, υποστηρίζοντας ότι το κόστος απομάκρυνσης του υδραργύρου από τις εκπομπές των εργοστασίων υποβαθμίζει το οικονομικό όφελος του να τις αφήνουμε να εκπέμπουν χωρίς ελέγχους μόλυνσης.

Κατά ειρωνικό τρόπο, εργοστασιακές μονάδες ηλεκτρισμού παρότρυναν τη διοίκηση Τραμπ να αφήσει τους σχετικούς με τον υδράργυρο κανόνες ως έχουν, καθώς έχουν ήδη ξοδέψει τεράστια ποσά για να προσαρμοστούν στις προδιαγραφές.

Και δεν είναι μόνο αυτά.

Η διοίκηση Τραμπ κινείται ώστε να αποσύρει κριτήρια που αφορούν τα αυτοκίνητα με εξοικονόμηση καυσίμων – μια εξέλιξη που οι New York Times περιέγραψαν ως «αποσάθρωση της πιο σημαντικής πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης».

Και υπό το πρόσχημα μιας αντι-γραφειοκρατικής στάσης, η διοίκηση κινείται ακόμα και προς τη χαλάρωση εμβληματικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, όπως η 102 ετών Συνθήκη Προστασίας των Αποδημητικών Πουλιών, υποστηρίζοντας ότι οι επιχειρήσεις πλήττουν τη ζωή των πουλιών ακούσια –σε αντίθεση με αυτές που το κάνουν εκούσια– θα έπρεπε να μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς τον φόβο της ομοσπονδιακής δίωξης.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι αξιωματούχοι του Τραμπ χειραγωγούν το σύστημα με το οποίο αποτυπώνεται η κλιματική αλλαγή σε επιθεωρήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι σωστό οι επιστήμονες να συμπεριλαμβάνουν τα λεγόμενα «παράλληλα οφέλη» της μείωσης των εκπομπών υδραργύρου. (Αυτά τα παράλληλα οφέλη περιλαμβάνουν τη μικρότερη εκπομπή διοξειδίου του θείου και αιωρούμενων σωματιδίων στον αέρα, γεγονός που σημαίνει ότι θα υπάρξει μείωση ορισμένων προβλημάτων υγείας στον πληθυσμό. Ερευνητές στη διοίκηση Ομπάμα βρήκαν ότι η εφαρμογή των κανόνων για τον υδράργυρο και την παραγωγή τέφρας θα μπορούσε να αποτρέψει έναν εκτιμώμενο αριθμό 11.000 πρόωρων θανάτων κάθε χρόνο, καθώς και 4.700 καρδιακές προσβολές και 130.000 κρίσεις άσθματος, δίνοντας τη δυνατότητα για εξοικονόμηση 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε πέντε χρόνια. Και όλα αυτά σε συνδυασμό με το μεγαλύτερο παράλληλο όφελος όλων: τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου και αιωρούμενων σωματιδίων, τα οποία συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή).

Στη νέα προσέγγιση της διοίκησης Τραμπ, αυτά τα παράλληλα οφέλη δεν θα έπρεπε να λαμβάνονται καθόλου υπόψη.

Η ανανεωμένη επικέντρωση της κυβέρνησης στην αποδυνάμωση των περιβαλλοντικών κανόνων μοιάζει να είναι ένα αντιστάθμισμα, σε περίπτωση που οι Ρεπουμπλικανοί χάσουν τον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο.

Κάθε εκτελεστική απόφαση που μπορεί να προωθηθεί πριν τις αρχές Ιουνίου δεν υπόκειται στην Πράξη Αναθεώρησης του Κογκρέσου [Congressional Review Act], γεγονός που σημαίνει ότι θα είναι πολύ πιο δύσκολο για μια νέα διοίκηση να την ακυρώσει.

Έτσι, οι επόμενες εβδομάδες είναι κρίσιμες στην προσπάθεια για αποδυνάμωση περιβαλλοντικών και κλιματικών κανόνων, με διευκολυντικό παράγοντα να αποτελεί το γεγονός ότι η προσοχή του κοινού βρίσκεται αλλού.

Ένας ακόμα λόγος μπορεί να είναι απλώς η απόπειρα να στηθεί το σκηνικό για μελλοντικές προσπάθειες αναστολής της δυνατότητας της ΕPA να ρυθμίζει την μόλυνση του αέρα, όπως είπε στους Times ο Ντέιβιντ Κονίσκι, Καθηγητής Δημόσιων και Περιβαλλοντικών Ζητημάτων στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. «Αυτός είναι ο μεγάλος ανομολόγητος στόχος», υποστήριξε ο ίδιος.

Αυτού του είδους οι αντι-περιβαλλοντικές προσπάθειες δεν περιορίζονται στο ομοσπονδιακό επίπεδο.

Οι κυβερνήτες στη Δυτική Βιρτζίνια, τη Νότια Ντακότα και το Κεντάκι, έχουν υπογράψει νόμους που ποινικοποιούν τις διαδηλώσεις ενάντια σε κατασκευαστικά σχέδια βιομηχανιών ορυκτών καυσίμων, με το επιχείρημα ότι οι αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου συνιστούν τη λεγόμενη «κρίσιμη υποδομή», όπως σημειώνει ο Independent.

Στο συγκεκριμένο άρθρο του Independent, γίνεται παραπομπή στον Κόνορ Γκίμπσον, ερευνητή της Greenpeace των ΗΠΑ, ο οποίος υποστηρίζει ότι «την ώρα που όλοι έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στoν COVID-19 και στη νομοθεσία οικονομικής ανάκαμψης στο Κογκρέσο, τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα περνούν σιωπηρά νομοθεσία ενάντια στις διαδηλώσεις και προς όφελος των βιομηχανιών ορυκτών καυσίμων. Αυτοί οι νόμοι δεν κάνουν τίποτε καινούργιο για να προστατεύσουν τις κοινότητες. Αντιθέτως, επιδιώκουν να κάμψουν τη μη βίαιη πολιτική ανυπακοή, η οποία έχει διαμορφώσει πολλές από τις σημαντικότερες πολιτικές και κοινωνικές νίκες του έθνους μας».

Υπάρχει μια λογική πίσω από όλες αυτές τις διακριτές ενέργειες, πολλοί παρατηρητές επισημαίνουν, συμπεριλαμβανομένου του οικονομολόγου και αρθρογράφου Πολ Κρούγκμαν.

Πρόσφατα, συνέκρινε την τακτική που χρησιμοποιείται αυτή τη στιγμή στην Αμερική με όσα συμβαίνουν σε ολοένα και πιο αντιδημοκρατικές χώρες, όπως η Ουγγαρία, όπου το λευκό εθνικιστικό κυβερνών κόμμα εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να χειραγωγήσει το σύστημα και να μονιμοποιήσει ουσιαστικά την εξουσία του.

Μολονότι το άρθρο του Κρούγκμαν, στους New York Times, στις 9 Απριλίου, ήταν εστιασμένο στην συνολική απειλή που αντιπροσωπεύουν οι εθνικιστές ηγέτες για τη δημοκρατία, οι παρατηρήσεις του ευσταθούν και για το πεδίο όπου η δημοκρατία διατέμνεται με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Στο άρθρο του, ο Κρούγκμαν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το καθεστώς της Ουγγαρίας «ενίσχυσε τον έλεγχο που ασκεί, χρησιμοποιώντας την πολιτική εξουσία για να επιβραβεύσει φιλικές προς το ίδιο επιχειρήσεις, τιμωρώντας ταυτόχρονα όσους ασκούν κριτική και επιχειρώντας να καταστείλει τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης».

Και καταλήγει: «Αν κάποιος πιστεύει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί και εδώ, τότε είναι απελπιστικά αφελής».

 Ή, ίσως, επιτυχώς αποπροσανατολισμένος.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Βulletin of the Atomic Sciences, στις 21 Απριλίου 2020.

Για τον συγγραφέα

Ο Dan Drollette είναι βοηθός αρχισυντάκτη στο Bulletin of the Atomic Scientists. Είναι αρθρογράφος/επιμελητής σε επιστημονικά ζητήματα και ξένος ανταποκριτής που έχει καλύψει θέματα από όλες τις ηπείρους πλην της Ανταρκτικής. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί, μεταξύ άλλων, στα: Scientific American, International Wildlife, MIT’s Technology Review, Natural History, Cosmos, Science, New Scientist και BBC Online.