Ακτιβιστές/στριες των αντιρατσιστικών και αντιαποικιακών κινημάτων έχουν παλέψει, και συνεχίζουν να το κάνουν, απέναντι στη ρητορική του «πολέμου ενάντια τρομοκρατία». Μια ρητορική που επινοήθηκε από τα κράτη και την οποία αναπαρήγαγαν φεμινο-εθνικιστικά και ομο-εθνικιστικά ρεύματα. Βλέπουμε τον εαυτό μας ως μέρος αυτής της παράδοσης ακτιβιστικού πολιτικού αγώνα. Ωστόσο, υποστηρίζουμε ότι ορισμένες προσεγγίσεις που επιχειρούν να ασκήσουν κριτική στον υπόρρητο δυισμό της θέσης περί σύγκρουσης των πολιτισμών διατρέχουν τον κίνδυνο να αναπαράγουν αυτό το δυιστικό σχήμα ανάλυσης –αν και εκ του αντιθέτου– αναλύοντας τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, τα κινήματα και τις παγκόσμιες συγκρούσεις αποκλειστικά μέσα από μια κριτική της λεγόμενης «σύγκρουσης των πολιτισμών».
Κείμενο Queer και Φεμινιστών Ακτιβιστών/ριών από την Τουρκία και το Κουρδιστάν
Η ρητορική του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» είναι μια διπολική αφήγηση για τον κόσμο που επινοήθηκε από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους ως τεχνική ιδεολογικής νομιμοποίησης της εισβολής στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
Σύμφωνα με αυτόν τον δυισμό του λόγου περί «σύγκρουσης των πολιτισμών, από τη μια πλευρά βρίσκονται τα έθνη-κράτη της Δύσης που υπερασπίζονται τις αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Από την άλλη, είναι η βάρβαρη ισλαμιστική τρομοκρατία, με τις μεσαιωνικές αντιλήψεις και πρακτικές της. H χρήση του φεμινισμού από ιμπεριαλιστικά κράτη στην υπηρεσία της πολιτικής του πολέμου και της κατοχής –όπως για παράδειγμα με το πρόταγμα της «διάσωσης» των Αφγανών γυναικών– είναι ένα παράδειγμα.
Αυτός ο λόγος, που έχει γίνει ηγεμονικός σε πολλές χώρες, βρίσκει ανταπόκριση σε ομάδες ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί, φεμινιστές, LGBTI+ ακτιβιστές.
Αυτές οι πολιτικές προσεγγίσεις, που έχουν περιγραφεί και ως «φεμινο-εθνικισμός» ή «ομο-εθνικισμός», αντιλαμβάνονται την ίδια την ύπαρξη των Μουσουλμάνων (παγκοσμίως αλλά και στη Δύση) ως απειλή, και έτσι τα επιχειρήματά τους συνδέονται με την αντι-τρομοκρατική πολιτική των ιμπεριαλιστικών κρατών στα οποία ζουν.
Ως LGBTI+ άτομα από την Τουρκία και το Κουρδιστάν έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με αυτόν τον λόγο που αναπαριστά τόσο διχαστικά τον κόσμο, από τα πρώτα βήματα του κινήματός μας. Ειδικά στις αρχές, αριστεροί και σοσιαλιστικοί κύκλοι έβλεπαν τον LGBTI+ αγώνα ως προϊόν της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ισχυριζόμενοι ότι οι LGBTI+ αγώνες προέρχονται από τις καπιταλιστικές χώρες, κρατούσαν απόσταση από τον κίνημά μας, ως ένδειξη συνέπειας στην αντι-ιμπεριαλιστική ρητορική τους.
Ακόμα μακρύτερα, αυτή η οπτική υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια ταυτότητα που επινοήθηκε από τον καπιταλισμό: οποιοσδήποτε αγώνας βασίζεται σε αυτήν την ταυτότητα δεν είναι συμβατός με την ταξική πάλη.
Ως άμεσο αποτέλεσμα του αδιάκοπου αγώνα των φεμινιστικών και των LGBTI+ συλλογικοτήτων, ο σεξισμός άρχισε να συζητιέται μέσα στην Αριστερά, μαζί με τη θέση ότι η πατριαρχία και ο ετεροσεξισμός πρέπει να λαμβάνονται ισχυρά υπόψη, τόσο όσο και ο καπιταλισμός, άρχισε επιτέλους να εισακούγεται.
Τα LGBTI+ και φεμινιστικά κινήματα στην Τουρκία άρχισαν να αποκτούν ευρεία υποστήριξη από τους αντιτιθέμενους στην κρατούσα εξουσία, και πρόσφατα τα φιλοκυβερνητικά μίντια ξεκίνησαν να περιγράφουν τις LGBTI+ συλλογικότητες ως προϊόν της Δύσης, ως μια προσπάθεια παρέμβασης ξένων δυνάμεων. Αυτά τα ειδησεογραφικά μέσα έφτασαν τόσο μακριά ώστε επικαλέστηκαν λόγους εθνικής ασφάλειας, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την καταστολή των κινημάτων.
Φασιστικές ομάδες κάνουν δημόσια καλέσματα επιθέσεων στις διαδηλώσεις και τις πορείες μας, στολίζοντας τη ρητορική τους «ενάντια στους διεστραμμένους» με μεταφορές με τον Πόλεμο Ανεξαρτησίας της Τουρκίας.
Έχουμε συνηθίσει πια να διαβάζουμε τίτλους ειδήσεων όπως «πράκτορες που υποστηρίζονται από τη Δύση», «παρακλάδια του διεθνούς λόμπι» και «συνομωσία ξένων δυνάμεων», που εμφανίζονται στα φιλοκυβερνητικά μίντια.
Φυσικά, αυτή η αφήγηση δεν βασίζεται αποκλειστικά στην ισλαμική ιδεολογία, την οποία οικειοποιείται η κυβερνητική εξουσία. Σχηματίζεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Η LGBTΙ-φοβία, τροφοδοτημένη από τον λόγο περί «εθνικής προστασίας απέναντι στους αποικιοκράτες» γίνεται αποδεκτή και σε ορισμένα κομμάτια εθνικιστών που ισχυρίζονται ότι είναι πιο προοδευτικοί.
Έτσι, τα αιτήματα φεμινιστικών και LGBTI+ κινημάτων παρουσιάζονται ως αδικαιολόγητα μέσα σε έναν εθνικιστικό λόγο που αμέσως απορρίπτει το ερώτημα του ετεροσεξισμού. Και αυτοί οι αγώνες των κινημάτων περιγράφονται ως πειρασμοί της Δύσης.
Με άλλα λόγια, η καταδίκη των queer φεμινιστικών κινημάτων στον μη δυτικό κόσμο, ως «εκπορευόμενων από ιμπεριαλιστικούς σκοπούς», όχι μόνο συμμαχεί με την πατριαρχία και την ομοφοβία, αλλά επίσης καθιστά αδύνατη μια ορθή ανάγνωση των πραγματικών δυναμικών που εκτυλίσσονται στο εσωτερικό των μη δυτικών κινημάτων και ευρύτερα του μη δυτικού χώρου.
Το άρθρο της Razan Ghazzawi’s «Από-αποικιοποιώντας τη λεγόμενη “queer απελευθέρωση” της Συρίας», που δημοσιεύτηκε στο Al Jazeera, στις 5 Αυγούστου 2017, είναι ένα παράδειγμα της προαναφερόμενης προσέγγισης. Η συγγραφέας συζητά στο άρθρο της την queer ομάδα TQILA (The Queer Insurrection and Liberation Army), που είναι κάτω από την ομπρέλα της αναρχικής οργάνωσης IRPGF (International Revolutionary People’s Guerrilla Forces), η οποία μάχεται στη Ροζάβα.
Σε αυτό το άρθρο, η Ghazzawi ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο «ο λόγος [της συγκεκριμένης οργάνωσης] και η λογική που υπάρχει πίσω από αυτόν, παρουσιάζουν τη “βία” τον “πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία” ως “επαναστατικές” μεθόδους στην προσπάθεια να επιτευχθεί κοινωνική δικαιοσύνη στα μέτωπα της Συρίας». Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί το αποκορύφωμα του επιχειρήματός της Ghazzawi:
«Τοποθετώντας τον “πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία” ως πλαίσιο για μια τέτοια “πειραματική” [sic] and “χειραφετητική” αφήγηση, οι οργανώσεις IRPGF και TQILA καταλήγουν να προωθούν ένα καλογυαλισμένο μοντέλο για τη διαγραφή των αγώνων ενσωμάτωσης των τοπικών κοινοτήτων, ακόμα και αυτών που υποτίθεται ότι επιχειρούν να διασώσουν».
Πριν καταλήξει, η Ghazzawi προσθέτει ότι μια σειρά από διχοτομίες, συμπεριλαμβανομένων των διχοτομιών «τρομοκρατικός-κοσμικός», «Κούρδοι-Σουνίτες Άραβες», “queer ακτιβιστές-ισλαμιστές τρομοκράτες», «διεθνιστές Αριστεροί-διεθνείς τρομοκράτες», υπηρετούν στο σύνολό τους τις προσπάθειες διαιώνισης του πολέμου στη Συρία ως «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» (όλα τα παραπάνω μπαίνουν σε εισαγωγικά από την ίδια τη συγγραφέα του άρθρου).
Σε αυτό το πλαίσιο, η συγγραφέας βλέπει κι αυτή με τη σειρά της τις τοπικές πολιτικές ομάδες και υποκειμενικότητες των queer και φεμινιστών/ριών στη Ροζάβα ως μια δυναμική που φτιάχνεται από μακρο-(αρσενικές)-δυνάμεις.
Αυτή η οπτική προσάπτει στις queer και φεμινιστικές υποκειμενικότητες τις προσπάθειες των ιμπεριαλιστικών κρατών να χρησιμοποιήσουν τη μιντιακή προπαγάνδα με τρόπο που διαστρεβλώνει αυτόν τον τοπικό και μοναδικό αγώνα.
Περιγράφοντας την παρουσία της TQILA με τους όρους του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», τον οποίο Ghazzawi υποστηρίζει ότι επικρίνει, αγνοεί πλήρως την πολιτική αυτενέργεια των LGBTI+ ατόμων, στην περιοχή.
Επίσης, η συγγραφέας παρουσιάζει μια ομάδα που αγωνίζεται στον πόλεμο και το δηλώνει στην ανακοίνωσή της, σε μια «εικόνα που θέλει να πουλήσει το PYD», σύμφωνα με τα λόγια που παραθέτει από μια συνενταξιαζόμενή της.
Προβάλλοντας την παρουσία των queer στην περιοχή ως παρακλάδι του ιμπεριαλισμού, αντικειμενοποιεί αυτά τα υποκείμενα που είναι ενεργοί δρώντες μέσα στην αντίσταση και απαξιώνει τον αγώνα τους. Με παρόμοιο τρόπο, η συγγραφέας δεν αποδέχεται το κουρδικό γυναικείο κίνημα ως τοπικό κίνημα, αλλά το προσεγγίζει ως ένα σκηνοθετημένο αντικείμενο του δυτικού φαντασιακού. Έτσι, οι γυναίκες του κουρδικού φεμινιστικού κινήματος κατηγορούνται ότι επιτρέπουν «στον φεμινισμό και σε ευρύτερα κοινωνικά κινήματα [να] αντικαταστήσουν και να σιγήσουν τους αγώνες των τοπικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των queer».
Αυτή η οπτική δεν αφήνει χώρο σε καμιά πολιτική ενότητα που προέρχεται από τα κάτω να υπερβεί τους πολέμους των μεγάλων δυνάμεων για κυριαρχία, καθώς και τις διαχωριστικές γραμμές που αυτοί χαράσσουν.
Μολονότι η Ghazzawi ισχυρίζεται ότι μιλά από μια αποαποικιακή θέση, το επιχείρημά της ενδυναμώνει τα περιγράμματα της αποικιακής αφήγησης για τον κόσμο και οξύνει την αναπαραστατική τους δύναμη. Με ανάλογο τρόπο, ασκεί κριτική και στους δυτικούς/ές queer αναρχικούς/ές που πολεμούν μέσα στην TQILA. Η Ghazzawi τους κατηγορεί για ρομαντισμό. Προτείνει ότι τα συγκεκριμένα άτομα έχουν αναλάβει μια «στρατιωτικοποιημένη αποστολή απελευθέρωσης», ουσιαστικά συρρικνώνοντάς τις σε φορείς των «απελευθερωτικών» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η Ghazzawi υποστηρίζει ότι οι διεθνείς αυτοί αγωνιστές/στριες μάχονται εξαρχής μόνο εναντίον του ISIS.
Ωστόσο, η TQILA έχει ξεκάθαρα δηλώσει ότι η LGBTI-φοβία δεν περιορίζεται στον ISIS και ακόμη περισσότερο ότι δεν είναι εγγενής σε καμία θρησκεία.
Η συγγραφέας, ωστόσο, δημιουργεί ένα δίπολο ανάμεσα στους queer και τους «τρομοκράτες του Ισλάμ», κατηγορώντας στη συνέχεια την TQILA ότι αναπαράγει το δίπολο που ίδια η Ghazzawi έχει φτιάξει.
Η αναγνώριση της TQILA’s ως αναπόσπαστου στοιχείου της δράσης των ανθρώπων, θα σήμαινε κατανόηση της επίδρασης που θα μπορούσε επίσης να έχει μια τέτοια πρωτοβουλία στα LGBTI+ κινήματα της Δύσης.
Στην πραγματικότητα, ενάντια στην αντίληψη που υποστηρίζει ότι η TQILA είναι ένα εισαγόμενο φαινόμενο από τη Δύση, μια τέτοια διεθνική συμμαχία θα είχε τη δύναμη να αμφισβητήσει τον αποικιακό, ισλαμοφοβικό, βασισμένο στην πεποίθηση περί λευκής ανωτερότητας, τρόπο σκέψης – έναν τρόπο σκέψης που έχει επηρεάσει και LGBTI+ οργανώσεις στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
Ως queer και φεμινιστές/στριες ακτιβιστές από την Τουρκία και το Κουρδιστάν παλεύουμε εδώ και δεκαετίες ενάντια στον ετεροσεξισμό και την πατριαρχία, που περικυκλώνουν τη ζωή μας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην ενστερνιστούμε τα θρησκευτικά και εθνικά δίπολα που μας επιβάλλονται. Πιστεύουμε ότι οι διεθνικές συμμαχίες που οικοδομούμε μπορούν να μας βοηθήσουν να αποδράσουμε από αυτά τα ψευδή δίπολα.
Φυσικά, αυτές οι συμμαχίες δεν είναι απαλλαγμένες από σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό τους, και παλεύουμε επίσης να τις εξαλείψουμε. Γιατί τελικά χρειαζόμαστε διεθνικές συμμαχίες, όπως η TQILA, ενάντια στα ετεροσεξιστικά συστήματα, που μολονότι είναι ιστορικά και συγκυριακά προσδιορισμένα, δημιουργούν καταπίεση για εμάς σε όλο τον κόσμο.
Αυτές οι συμμαχίες μπορεί να μην έχουν μεγάλη πολιτική δύναμη αυτή τη στιγμή, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά από την εμπειρία μας ότι πολιτικές θέσεις που αντιμετωπίζονται ως «περιθωριακές» και «ανεπίτρεπτες» ή από την άλλη πατρονάρονται για την «έλλειψη ορατότητάς τους», μπορούν να ανθίσουν μόνο παλεύοντας με συνέπεια για τον σκοπό και την ορατότητά τους.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Jadaliyya, στις 17 Οκτωβρίου 2017.
Διαβάστε επίσης:
“Τι είναι ο φεμινο-εθνικισμός;”
“To ISIS και οι γυναίκες: μια συνέντευξη με τη Rafia Zakaria”