… υπήρχε μία πόλη. Μια ειρηνική πόλη, μαζί με τις έξι κωμοπόλεις και τα τρακόσια εξήντα τέσσερα χωριά της, ζούσε ειρηνικά, περικυκλωμένη από τη μια πλευρά από έναν άγριο ποταμό και από την άλλη από τα πράσινα βουνά.
Του Μουράτ Ισσί
Πέρα από τα βουνά υπήρχε –έτσι έλεγαν οι παππούδες– μια απέραντη θάλασσα. Κάποτε, κάποιοι είχαν καταφέρει να τη δουν, να την αγγίξουν και να δοξαστούν από τη δροσιά της. Και πέρα από τον αγριεμένο ποταμό –έτσι έλεγαν οι παππούδες– ξεκινούσε απέραντη έρημος. Κάποτε, κάποιοι είχαν καταφέρει να τη διασχίσουν και να φτάσουν στα ιερά εδάφη των θρησκειών της Μέσης Γης. Εκεί, στα ιερά εδάφη, πρώτα είχαν συναντήσει την πέτρινη πόλη που ο προφήτης του Ισλάμ είχε ανέβει στον Δημιουργό με το ιπταμένο άλογο, το Μπουράκ: όχι το άλογο των ναυτικών πατρίδων που το αποκαλούσαν Πήγασος, αλλά το κάτασπρο άλογο που ανέβασε τον προφήτη στον έβδομο ουρανό του παραδείσου. Εκεί, σε εκείνη την πέτρινη πόλη, έλεγαν ότι θα κατέβει ο Χριστός, ο προφήτης των δυτικών σταυροφόρων χωρών της ανθρωπότητας, για να πείσει τους πιστούς του για τον πόλεμο κατά του Ντετζάλ. Εκεί, οι παππούδες εκείνης της μυθικής πόλης είχαν πλυθεί με τα νερά ζεμ-ζεμ στα ιερά εδάφη των τεσσάρων θρησκειών της Μέσης Γης.
Η πόλη αυτή όλη κι όλη ήταν μερικά χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα και απλωνόταν ανάμεσα στις ελιές. Έλα όμως που τούτη η ειρηνική πόλη βρισκόταν στα βόρεια όρια ενός σκοτεινού κράτους, το οποίο δεν λυπόταν κανέναν, ούτε καν τους δικούς του ανθρώπους. Οι άνθρωποί του μετανάστευαν σε όλες τις γωνιές του κόσμου, όμως τον βασιλιά του κράτους δεν τον ένοιαζε. Είχε πέντε παλάτια που ενώνονταν μεταξύ τους με μυστικά περάσματα από κάτω. Χρυσά κι ασημένια ποτήρια και πιάτα βρίσκονταν στα μπουντρούμια των παλατιών και τα φρουρούσαν λιοντάρια που τα είχε φέρει ο βασιλιάς από τη ζούγκλα της χώρας των μαύρων ανθρώπων.
Ήρθε, όμως, μια σκοτεινή μέρα για τη χώρα όταν ο πόλεμος του βασιλιά κατά των ανθρώπων του επέστρεψε στον ίδιο και ξεκίνησε ο πόλεμος μέσα στο ίδιο του το κράτος. Μαζεύτηκαν πρώτα εκείνοι, οι καλοί του κάθε μυθιστορήματος, που ήθελαν αλλαγές αλλά δεν κατάφερναν να κατεβάσουν τον βασιλιά από τον θρόνο. Μετά όμως όταν οι λύκοι, τα τσακάλια, οι ύαινες, τα σκυλιά και ξέρω εγώ τι είδους άγρια ζωά μύρισαν τα φρέσκα κρέατα των μικρών ανυπεράσπιστων παιδιών, τότε άλλαξαν όλα. Όποιος άκουσε, όποιος μύρισε, ψιθύρισε τον άλλον. Και έτσι άκουσαν πρώτα οι έμποροι, ύστερα οι έμποροι των άλλων βασιλειών, πέραν από τις μεγάλες θάλασσες. Ήρθαν εκείνοι, οι κρύοι ξανθοί από τα παγωμένα μέρη των βορεινών βουνών, που πιο βόρεια δεν έχει. Αφού ήρθαν οι ξανθοί, και οι λευκές αρκούδες, ήρθαν και οι δολοφόνοι των ερυθρόδερμων των δυτικών αποικιών, πέρα από τις μεγάλες θάλασσες.
Ήρθαν, όντως ήρθαν… όμως δεν ήταν ντόπιοι της τούτης ημί-έρημης χώρας. Έτσι βρήκαν πρώτα τους δικούς τους μισθωτούς δολοφόνους και οι μισθωτοί δολοφόνοι των λευκών αρκούδων βρήκαν τους δικούς τους μισθωτούς δολοφόνους που τους έλεγαν «πρασινοζώνηδες». Κι έτσι η χώρα των πέντε παλατιών μετατράπηκε σε πεδίο αλληλοσκοτωμού των δολοφόνων, οι οποίοι στον φανταστικό κόσμο τους κυνηγούσαν θησαυρούς. Ο ένας τα πλούτη του κάτω κόσμου της βασιλείας, ο άλλος τα πλούτη του πάνω κόσμου της βασιλείας κι ο τρίτος τους θησαυρούς του παραδείσου με τις 33 νεράιδες! Έτσι, αυτοί που δεν είχαν γεννηθεί στα εδάφη της βασιλείας αλλά είχαν έρθει για πόλεμο, μαζεύτηκαν, έγιναν εκατοντάδες χιλιάδες από τις πάνω από εξήντα διαφορετικές χώρες του πλανήτη!
Ο πόλεμος έφτασε και στα ειρηνικά μέρη της βασιλείας. Ο βασιλιάς ήταν μακριά και εκείνοι που απειλούσαν την πόλη ήταν ξένοι που αποκαλούσαν τον εαυτό τους «κόκκινο-μηλιά». Τραβηγμένα μάτια, κοντά μαλλιά, κρύα βλέμματα, αλλά καλά οπλισμένοι. Ο στρατός τους ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός του Βορείου Ατλαντικού Συμφώνου και ο έκτος του πλανήτη. Με όλη την δύναμη τους επιτέθηκαν σε εκείνη την μικρή πόλη, την πόλη την ειρηνική.
Και φυσικά δεν έκατσαν στα αυγά τους οι κάτοικοι της πόλης, αφού ήξεραν πως αργά ή γρήγορα θα τους ξημερώσουν σκοτεινές μέρες. Έτσι είχαν προετοιμαστεί, αποθηκεύοντας τα απαραίτητα για καιρό πολέμου. Ναι, όμως τι θα μπορούσαν να κάνουν απέναντι σε αυτά τα τέρατα του πολέμου που ήξεραν να πολεμούν και να σκοτώνουν, να σφάζουν, να εξοντώνουν; Μαζεύτηκαν, λοιπόν, οι άντρες, οι γυναίκες, οι γέροι, οι νέοι, και περίμεναν να προστατεύσουν τα σπίτια τους, αφού όλες οι θρησκείες, οι ιδεολογίες, οι ιδέες και οι θεοί έλεγαν ότι είναι ιερό να προστατεύεις το σπίτι σου. Και έτσι θα έκαναν αφού πίστευαν ότι έχουν δίκιο!
Από την άλλη, όμως οι «κόκκινο-μηλιάδες» έλεγαν ότι η ύπαρξη εκείνης της πόλης είναι η «φωλιά του κακού». «Να παραδοθείτε, αλλιώς μέσα στις τρείς μέρες δεν θα μείνει πέτρα», είπαν. Ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός του Βορείου Ατλαντικού Συμφώνου απειλούσε μια τόσο μικρή πόλη!
«Όχι ελάτε. Εδώ είμαστε. Δεν έχουμε να πάμε και κάπου αλλού! Ελάτε!», απάντησαν οι παππούδες της μικρής πόλης.
Σαν ένα παιδικό μυθιστόρημα λοιπόν…
Ξεκίνησαν οι βάρβαροι, οι «μαύρο-ζώνηδες», οι «κόκκινο-μηλιάδες» να επιθετούν σε μια πόλη μικρή. Η πόλη, οι έξι κωμοπόλεις, τα τρακόσια εξήντα τέσσερα χωριά και τα μικρά λιοντάρια της αμύνθηκαν.
Πρώτα έκοψαν το πόσιμο νερό τους από τις βόρειες πηγές πέρα από τα όρια της πόλης και της βασιλείας, μετά επιτέθηκαν στα ιστορικά μνημεία τους, στα αρχαία, κλασικά και έπειτα στα νεκροταφεία τους. Ήθελαν να μην μείνει τίποτα, έτσι ώστε όταν φτάσουν οι μελλοντικοί νέοι κάτοικοι της πόλης, να μην βρουν τίποτα από το παρελθόν. Δεν έπρεπε να μείνει πέτρα. Όπως είχαν κάνει και στους βορεινούς συγγενείς των κατοίκων της πόλης χωρίς κανείς στον πλανήτη να πει κάτι στους «κοκκινο-μηλιάδες»!
Οι βάρβαροι, όμως ούτε σε τρεις, ούτε σε δεκατρείς, ούτε σε εικοσιτρείς μέρες κατάφεραν να φτάσουν στο κέντρο της πόλης. Η γη των ανθρώπων έκλεισε τον κύκλο της σαράντα φορές γύρω στον εαυτό της, χωρίς οι βάρβαροι να καταφέρουν να προχωρήσουν.
Τελικά, πέρασαν μέρες και όλα τα κράτη του κόσμου, είτε κλείνοντας τα μάτια είτε με πράξεις βοήθησαν τους βαρβάρους να ισοπεδώσουν εκείνη την ασήμαντη πόλη. Δεν γινόταν αλλιώς, διότι είχαν συμφωνίες μεταξύ τους για τα πλούτη του κάτω-πάνω κόσμου και τους περίμεναν άλλες εισβολές, άλλες σφαγές..! Η μικρή κι ασήμαντη πόλη δεν μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς για άλλους ανθρώπους. Όχι δεν έπρεπε, όχι!
Οι καλοί νίκησαν φυσικά, αλλά πλήρωσαν την ανυπακοή τους με βαρύ τίμημα. Έσπασαν τον μύθο του ανίκητου στρατού των «κόκκινο-μηλιαδών», όπως κάποτε είχαν κάνει οι συγγενείς τους πέρα από το άγριο ποταμό, στο Κομπάνε, λίγα χρόνια πριν. Τα λιοντάρια της μικρής πόλης ξεπέρασαν τα όρια τους και κατέκτησαν τις καρδιές των ελεύθερων ανθρώπων, αποδεικνύοντας ότι η δύναμη δεν βρίσκεται στην σκανδάλη αλλά στις ελεύθερες καρδιές και τα μυαλά των ελεύθερων ανθρώπων…!
Σαν ένα παιδικό μυθιστόρημα λοιπόν, μια μικρή πόλη (6 κωμοπόλεις, 364 χωριά) με τα λιγοστά πολεμικά υλικά και το απόλυτο εμπάργκο δεν ξεπερνιέται. Όπως δεν ξεπεράστηκαν κάποτε η Κρήτη, το Στάλινγκραντ, το Λένινγκραντ ή το Κομπάνε.
Για τον συγγραφέα
Ο Μουράτ Ισσί είναι Διδάκτορας Ιστορίας, ΚΕΝΙ/ Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.