Οι Σύνοδοι των G20, όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε στην Κίνα στις 4-5 Σεπτεμβρίου, δεν στοχεύουν κυρίως στο να δώσουν λύσεις στα προβλήματα των πολιτών σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά τις κοινές διακηρύξεις και τις μεγαλεπήβολες δηλώσεις που προεξαγγέλλουν ενέργειες για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, την προστασία των προσφύγων ανά τον κόσμο ή τη μείωση της ανεργίας.
Του Βίκτωρα Χρηστίδη
Σε αυτό το κλίμα δηλώσεων κινήθηκε και η ομιλία της γενικής διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ κατά τη διάρκεια της Συνόδου, στην οποία τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς (!), σημειώνοντας ότι η αυτή παραμένει σε χαμηλά επίπεδα επί μακρό χρονικό διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, οι Σύνοδοι έχουν περισσότερο ως στόχο την αυτοπροβολή ηγετών με επίσημες τοποθετήσεις σε ζητήματα παγκόσμιου βεληνεκούς, ενώ δεν λείπουν οι κοινές φωτογραφίες, οι δηλώσεις και συνεντεύξεις Τύπου. Εξαίρεση ίσως αποτελεί η υπογραφή σημαντικών διακρατικών εμπορικών και άλλων συμφωνιών, η τήρηση και η εφαρμογή των οποίων είναι ένα αγκάθι –όπως για παράδειγμα οι δεσμεύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος– και η προσήλωση σε αυτές κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι. Μεγαλύτερης σημασίας είναι οι διμερείς επαφές που πραγματοποιούνται στο περιθώριο των Συνόδων, όπου μπορούν να τεθούν οι πραγματικές διαφωνίες αλλά και τα κοινά σημεία, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Για τη συνάντηση Πούτιν-Ομπάμα
Τις προηγούμενες ημέρες δεν ήταν λίγες οι φορές που αξιωματούχοι της αμερικανικής και της ρωσικής πλευράς έσπευσαν να διαψεύσουν φήμες για συνάντηση των δύο ηγετών, Πούτιν και Ομπάμα, στο πλαίσιο της Συνόδου για τους G20. Τελικά, η συνάντηση πράγματι πραγματοποιήθηκε, αν και όπως μεταφέρθηκε στα ΜΜΕ κανονίστηκε την τελευταία στιγμή. Κεντρικά θέματα της συνάντησης ήταν η κρίση στη Συρία και την Ουκρανία. Ο εκπρόσωπος Τύπου του ρώσου Προέδρου δήλωσε ότι η συνάντηση διεξήχθη σε καλό κλίμα και ότι οι δύο Πρόεδροι συνομίλησαν κατ’ ιδίαν, ενώ πηγές από το πρακτορείο Reuters ανέφεραν ότι ο τόνος της συζήτησης ήταν «επαγγελματικός».
Από την πλευρά των ΗΠΑ αναφέρθηκε ότι υπήρξε παραγωγική συνομιλία για το πώς μπορεί να υπάρξει ένα ρεαλιστικό καθεστώς κατάπαυσης του πυρός στη Συρία, που θα επέτρεπε στη Ρωσία και τις ΗΠΑ να εστιάσουν τις δυνάμεις τους κατά των κοινών εχθρών, δηλαδή του Ισλαμικού Κράτους και του μετώπου Αλ-Νούσρα. Για την Ουκρανία καταλυτικό ρόλο συνεχίζει να παίζει η τήρηση των συμφωνιών του Μινσκ, που αποτελεί προϋπόθεση για την άρση των κυρώσεων.
Η συνάντηση διήρκεσε περισσότερο από μια ώρα, και σε αυτήν συμμετείχαν, εκτός από τους Προέδρους, ο Ντ. Πεσκόφ και ο υπουργός Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ από την πλευρά της Ρωσίας και από τις ΗΠΑ ο Τζ. Κέρι.
Εκτός από τη διπλωματική γλώσσα και τις εθιμοτυπίες, η συνάντηση αυτή ήταν πράγματι σημαντική μολονότι είναι δύσκολο να μιλήσουμε για προσέγγιση των δύο πλευρών σε όλα τα θέματα. Μπορεί η κατάθεση των στόχων της κάθε πλευράς να αποτελεί ένα βήμα, όμως περισσότερο ενδιαφέρον θα είχε η ανάλυση των διαφωνιών τόσο στην Συρία, όσο και στην Ουκρανία. Η κατάσταση στην Ουκρανία, άλλωστε, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως στατική, καθώς ο ΟΑΣΕ συνεχίζει την αποστολή επιτήρησης στα Ανατολικά της χώρας και οι διαφορές των δύο πλευρών δεν φαίνεται ότι μπορούν να ξεπεραστούν.
Στη Συρία, αν και η κατάσταση είναι διαφορετική, υπάρχει μια πολυπλοκότητα μετά και την τουρκική στρατιωτική επέμβαση και τον ρόλο τρίτων δυνάμεων, όπως το Ιράν και η Σαουδική Αραβία. Ενδεχομένως, οι δύο πλευρές να θεωρούν ότι έχουν εξασφαλίσει τις ζώνες επιρροής που επιθυμούν, γνωρίζοντας ότι και η άλλη πλευρά δεν πρόκειται να δεχτεί κάποια υποχώρηση, ενώ δεν μοιάζουν διατεθειμένες να δώσουν περισσότερο «χώρο» σε τρίτες δυνάμεις και εστιάζουν πλέον αποκλειστικά κατά του Ισλαμικού Κράτους και άλλων τρομοκρατικών ομάδων.
Μια εναλλακτική ερμηνεία, ωστόσο, είναι ότι η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας έχει σημάνει συναγερμό αφενός στις ΗΠΑ, που θα πρέπει να επαναδιατυπώσουν την υποστήριξή τους στους Κούρδους που μάχονται στη Συρία, και αφετέρου στο Κρεμλίνο που θα πρέπει να αξιολογήσει σε βάθος χρόνου την πολιτική της Άγκυρας, αφού δεν έχει επέλθει ολική επαναπροσέγγιση στις σχέσεις Μόσχας-Άγκυρας.
Για το Κρεμλίνο η άρση των κυρώσεων όσον αφορά το ζήτημα της Ουκρανίας δεν πρόκειται να έρθει γρήγορα, ενώ για τη Συρία μια κοινή γραμμή με τις ΗΠΑ δεν φαντάζει δυνατή στο τρέχον στάδιο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τις δηλώσεις του ρώσου Προέδρου κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε. Ο ίδιος ανέφερε ότι υπάρχει μια «κάποια» προσέγγιση για την αποκλιμάκωση της κατάστασης στη Συρία, όμως δεν πρόκειται για κάτι οριστικό, ενώ χαρακτήρισε τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ως «εταίρο-κλειδί» για την ασφάλεια.
Έπαιξε η στρατιωτική επιχείρηση στην Βόρεια Συρία ρόλο στην συνάντηση των δύο ηγετών; Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση μπορεί να έπαιξε ένα ρόλο, καθώς σηματοδότησε την αλλαγή των συσχετισμών στα σύνορα της Βόρειας Συρίας κατά του κουρδικού πληθυσμού.
Επίσης ερώτημα αποτελεί το πώς θα επηρεαστούν οι σχέσεις των ΗΠΑ με το Κρεμλίνο, μετά το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών για τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου.
Και στο…βάθος ο Ερντογάν
Από τη Σύνοδο δεν έλειψε και η παρέμβαση του τούρκου Προέδρου Ερντογάν, ο οποίος αναφέρθηκε στο ζήτημα της Συρίας. Ο Ερντογάν ανέφερε ότι έκανε πρόταση τόσο στον Πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, όσο και στον αμερικανό Πρόεδρο Ομπάμα για την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. Η πρόταση ίσως δεν αποτελεί αποκλειστικά μια παρέμβαση υπέρ των ΗΠΑ, αφού μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων ενδεχομένως να αποσκοπεί και στην αποφυγή περιστατικών όπως αυτό της κατάρριψης των ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους πριν από ένα χρόνο. Σίγουρα, πάντως, μια τέτοια ζώνη είναι προς το συμφέρον της Άγκυρας, τη στιγμή που αποτελεί τη μόνη από τις εν λόγω χώρες που έχει χερσαία σύνορα με τη Συρία.