Απαγορεύοντας τις πορείες στη Σύνοδο για το Κλίμα στο Παρίσι, ο Ολάντ στερεί τη φωνή σε όλους εκείνους που βιώνουν τις χειρότερες συνέπειες και την αδυσώπητη βία της κλιματικής αλλαγής.
Ποιων η ασφάλεια προστατεύεται με κάθε δυνατό μέσο; Και ποιων η ασφάλεια συνήθως θυσιάζεται, παρά τις υπαρκτές δυνατότητες για το αντίθετο; Αυτά τα ερωτήματα βρίσκονται στην καρδιά της κλιματικής κρίσης, και η απάντησή τους εξηγεί το γιατί οι Σύνοδοι για το Κλίμα τελειώνουν συνήθως με βία και καταστολή.
Της Naomi Klein
Η απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να απαγορεύσει τις διαμαρτυρίες, τις πορείες και άλλες «δραστηριότητες σε ανοιχτό χώρο» κατά τη διάρκεια της Συνόδου για το Κλίμα στο Παρίσι είναι ανησυχητική για πολλούς λόγους. Αυτός που με απασχολεί περισσότερο αφορά την ίδια τη θεμελιώδη ανισότητα της κλιματικής κρίσης – μαζί με το βασικό ερώτημα «ποιανού η ασφάλεια αξιολογείται ως σημαντικότερη στον άνισα κατανεμημένο κόσμο μας»;
Εδώ είναι και το πρώτο σημείο για να σταθούμε.
Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τις χειρότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν έχουν σχεδόν καμία δυνατότητα να ακουστούν στον δυτικό διάλογο για το αν και κατά πόσο θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά μέτρα αντιμετώπισης της καταστροφικής υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι τεράστιες Σύνοδοι για το Κλίμα –όπως αυτή στο Παρίσι– είναι σπάνιες εξαιρέσεις.
Για δύο μόνο εβδομάδες, μέσα σε κάποια χρόνια, η φωνή των ανθρώπων που πλήττονται πρώτοι και με το χειρότερο τρόπο αποκτά έναν ελάχιστο χώρο για να εισακουστεί εκεί που λαμβάνονται όλες οι καθοριστικές αποφάσεις. Αυτός είναι ο λόγος που κάτοικοι των νησιών του Ειρηνικού, κυνηγοί Ινουίτ και άνθρωποι χαμηλών εισοδημάτων από περιοχές όπως η Νέα Ορλεάνη ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να παρευρεθούν. Το κόστος είναι τεράστιο τόσο σε χρήματα, όσο και σε καύσιμα, αλλά το να είναι παρόντες στη Σύνοδο είναι μια πολύτιμη ευκαιρία να μιλήσουν για την κλιματική αλλαγή με ηθικούς όρους και να δώσουν ένα πρόσωπο σε αυτήν την εξελισσόμενη καταστροφή.
Το επόμενο που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι ακόμα και σε τέτοιες σπάνιες συγκυρίες, αυτές οι φωνές που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή δεν έχουν επαρκές πεδίο στις επίσημες συναντήσεις για το κλίμα, όπου το μικρόφωνο μονοπωλείται από κυβερνήσεις και μεγάλες, υψηλά χρηματοδοτούμενες περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Οι φωνές των καθημερινών ανθρώπων ακούγονται πρωτίστως στις συναντήσεις βάσης, που οργανώνονται παράλληλα με τη Σύνοδο, αλλά και σε πορείες και διαμαρτυρίες, που καλύπτονται από τα μέσα ενημέρωσης. Τώρα, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να απαγορεύσει το πιο ισχυρό από αυτά τα μέσα, ισχυριζόμενη ότι η φροντίδα για την ασφάλεια των πορειών θα αποδυνάμωνε τα μέτρα ασφαλείας στην περιοχή της επίσημης συνόδου, όπου συναντιούνται οι πολιτικοί ηγέτες.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι όλα αυτά είναι η αναγκαία συνθήκη ενάντια στο σκηνικό του τρόμου. Ωστόσο, μια σύνοδος του ΟΗΕ δεν είναι όπως μια σύνοδος των G8 ή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, όπου συναντιούνται οι ισχυροί, και οι ανίσχυροι προσπαθούν να χαλάσουν τη συγκέντρωσή τους. Οι παράλληλες εκδηλώσεις της «κοινωνίας των πολιτών» δεν είναι απλώς παράλληλα γεγονότα ή στοιχεία αποπροσανατολισμού από το κεντρικό γεγονός. Είναι οργανικά στοιχεία της διαδικασίας. Αυτός είναι ο λόγος που δεν θα έπρεπε να επιτραπεί στη γαλλική κυβέρνηση να αποφασίσει ποια κομμάτια της συνόδου θα ακυρωθούν και ποια θα πραγματοποιηθούν.
Μετά τις τρομακτικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου, όφειλε να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει η επιθυμία και η δυνατότητα να φιλοξενηθεί στο Παρίσι ολόκληρη η σύνοδος, με την πλήρη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και στους δρόμους. Αν αυτό δεν ήταν εφικτό, θα έπρεπε είτε να μετατεθεί χρονικά είτε να ζητηθεί από κάποια άλλη χώρα να την αναλάβει. Αντίθετα, η κυβέρνηση Ολάντ πήρε μια σειρά από αποφάσεις που αντανακλούν ένα συγκεκριμένο είδος αξιών και προτεραιοτήτων για το τι και ποιος θα έχει πλήρη κρατικά μέτρα ασφαλείας. Ναι, στους ηγέτες του κόσμου, τους ποδοσφαιρικούς αγώνες και τις χριστουγεννιάτικές αγορές. Όχι, στις πορείες για το κλίμα και στις διαμαρτυρίες που καταδεικνύουν ότι οι διαπραγματεύσεις, με τους τωρινούς τους στόχους για τα επίπεδα εκπομπών, θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή και τους πόρους επιβίωσης εκατομμυρίων, αν όχι δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Και ποιος ξέρει πού θα σταματήσει όλο αυτό; Θα πρέπει ίσως να περιμένουμε ότι ο ΟΗΕ θα ανακαλέσει αυθαίρετα τις διαπιστεύσεις στους μισούς συμμετέχοντες της κοινωνίας των πολιτών; Σε αυτούς που είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν αναστάτωση μέσα στην περιφρουρημένη Σύνοδο; Δεν θα με εξέπληττε καθόλου.
Θα άξιζε να σκεφτούμε τι σημαίνει τόσο σε πραγματικούς, όσο και σε συμβολικούς όρους η απόφαση για ακύρωση των συγκεντρώσεων και των πορειών.
Η κλιματική αλλαγή αντιπροσωπεύει μια ηθική κρίση γιατί κάθε φορά που οι κυβερνήσεις των εύπορων χωρών αποτυγχάνουν να αναλάβουν δράση, στέλνουν το μήνυμα ότι «εμείς, στον παγκόσμιο Βορρά, βάζουμε την άνεση και την οικονομική μας ασφάλεια πάνω από τον πόνο και την επιβίωση των πιο φτωχών και ευάλωτων ανθρώπων στη γη».
Η απόφαση να απαγορευτούν οι πιο σημαντικές εκδηλώσεις στις οποίες θα εκφραζόταν η φωνή αυτών που βιώνουν πιο άμεσα τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι μια δραματική έκφραση αυτής της βαθιά ανήθικης κατάχρησης εξουσίας. Για άλλη μια φορά, μια εύπορη δυτική χώρα βάζει την ασφάλεια των ελίτ πάνω από τα συμφέροντα αυτών που αγωνίζονται για να επιβιώσουν. Για άλλη μια φορά, το μήνυμα είναι «η δική μας ασφάλειά είναι αδιαπραγμάτευτη, η δική σας “παίζεται”».
Και μια ακόμα σκέψη, Γράφω αυτό το κείμενο από τη Στοκχόλμη, όπου έκανα μια σειρά από δημόσιες εκδηλώσεις σχετικές με το κλίμα. Όταν έφτασα, ο Τύπος έκανε πανηγύρι με ένα tweet από την υπουργό Περιβάλλοντος Άζα Ρόμσον. Μόλις μεταδόθηκε η είδηση των επιθέσεων στο Παρίσι, τουίταρε ένα μήνυμα για την οργή και τη λύπη της απέναντι στην απώλεια των ανθρώπινων ζωών. Μετά τουίταρε ότι αυτές είναι κακές ειδήσεις και για τη Σύνοδο για το Κλίμα – μια σκέψη που κάναμε όλοι όσοι σχετιζόμαστε με αυτό το περιβαλλοντολογικό γεγονός. Kι όμως κατακρίθηκε δημόσια για την υποτιθέμενη έλλειψη ευαισθησίας της: «πώς μπορεί να σκέφτεται την κλιματική αλλαγή μπροστά σε ένα τέτοιο μακελειό;»
Η αντίδραση ήταν αποκαλυπτική. Έπαιρνε ως δεδομένο ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα δευτερεύον ζήτημα, ένα γεγονός χωρίς απώλειες, ίσως και ανούσιο. Ειδικά όταν σοβαρά θέματα, όπως ο πόλεμος και η τρομοκρατία, βρίσκονται στο επίκεντρο. Με έκανε να σκεφτώ μια φράση που έγραψε πρόσφατα η συγγραφέας Ρεμπέκα Σόλνιτ: «η κλιματική αλλαγή είναι βία».
Είναι πραγματικά. Ένα μέρος αυτής της βίας εξελίσσεται αργά: η άνοδος της στάθμης των θαλασσών που εξαφανίζει σταδιακά χώρες ολόκληρες, και ξηρασίες που σκοτώνουν χιλιάδες ανθρώπους. Ένα άλλο μέρος αυτής της βίας εκδηλώνεται τρομακτικά γρήγορα: τυφώνες, όπως ο Κατρίνα και ο Χαϊγιάν, κοστίζουν χιλιάδες ζωές σε ένα μόνο πέρασμά τους.
Το ότι οι κυβερνήσεις και οι εταιρίες αποτυγχάνουν συνειδητά να αποτρέψουν την καταστροφική υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μια πράξη βίας. Είναι μια βία τόσο γενικευμένη, τόσο παγκόσμια, που επιβάλλεται σε τόσες πολλές χρονικότητες ταυτόχρονα (αρχαίοι πολιτισμοί, σημερινές ζωές, μελλοντικές δυνατότητες) που δεν υπάρχει ακόμα μια κατάλληλη λέξη για να περιγράψει αυτή τη θηριωδία.
Και το να χρησιμοποιεί κανείς πράξεις βίας για να στερήσει τη φωνή σε αυτούς που είναι πιο εκτεθειμένοι στην κλιματική βία είναι ακόμα μεγαλύτερη βία.
Εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους προσεχείς αγώνες ποδοσφαίρου θα διεξαχθούν κανονικά, o γραμματέας Αθλητισμού της Γαλλίας είπε: «Η ζωή πρέπει να συνεχιστεί». Όντως, πρέπει. Αυτός είναι ένας λόγος που αποφάσισα να ενταχθώ στο κίνημα για την κλιματική δικαιοσύνη. Γιατί όταν οι κυβερνήσεις και οι εταιρίες αποτυγχάνουν να δράσουν με τρόπο που να σέβεται την αξία της ζωής όλων του ανθρώπων του πλανήτη, τότε πρέπει να διαδηλώνουμε.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Guardian, στις 24 Νοεμβρίου 2015.
Για τη συγγραφέα
Η Νaomi Klein είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και κοινωνική ακτιβίστρια. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της No Logo: Η Βίβλος του αντι-εταιρικού ακτιβισμού, (Λιβάνης, 2005), Το δόγμα του σοκ: Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής (Λιβάνης, 2010) και Φράχτες και Παράθυρα: Ανταποκρίσεις από την πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης για την παγκοσμιοποίηση (Λιβάνης, 2011).