Σε λίγες ημέρες ο τουρκικός λαός καλείται να λάβει θέση στο ερώτημα αν συμφωνεί ή όχι με τις συνταγματικές τροποποιήσεις που προτάθηκαν από το ΑΚΡ, με την υποστήριξη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP). Το κλίμα πόλωσης των περασμένων μηνών, ο διχαστικός χαρακτήρας του δημοψηφίσματος, αλλά και ο φανατισμός που καλλιεργείται συστηματικά στην Τουρκία, δεν περιορίζονται πια μόνο στην πολιτική σκηνή αλλά γίνονται αντιληπτά σε κάθε έκφανση της τουρκικής καθημερινότητας, ενώ τα (τραγελαφικά) σενάρια συνωμοσίας, όπως το πρόσφατο «πραξικόπημα της γκοφρέτας», δείχνουν πόσο ευερέθιστη και πολωμένη είναι η τουρκική κοινωνία.
του Νίκου Χριστοφή
Οι υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων, ακολουθώντας τις οδηγίες και τη ρητορική του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επιμένουν πως το ‘Ναι’ θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός ισχυρού προεδρικού συστήματος. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να δοθεί οριστικό τέλος στο τραυματικό παρελθόν της Τουρκίας των πραξικοπημάτων –κάνοντας σαφή αναφορά στον περασμένο Ιούλιο– και της τρομοκρατικής βίας, είτε από εσωτερικούς (βλ. Κούρδους, Γκιουλέν, κλπ) είτε από εξωτερικούς εχθρούς (βλ. ISIL, Δύση, κλπ). Όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει ο Πρωθυπουργός της χώρας, Μπιναλί Γιλντιρίμ, στις 10 Δεκεμβρίου 2016, με τις μεταρρυθμίσεις «το Κοινοβούλιο… ενδυναμώνεται, καθώς η προεδρία, που θα ελέγχει την εκτελεστική εξουσία, θα αναδιοργανωθεί και έτσι, θα βάλει τέλος στις συγκρούσεις… Θα υπάρχει ισχυρή ηγεσία τώρα».
Αυτό που δεν εγγυάται ούτε διαφυλάσσει η ισχυρή τουρκική ηγεσία του Ερντογάν είναι μια ανοιχτή, πλουραλιστική δημοκρατία, η οποία θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν θα διώκει τους πολίτες της.
Τουναντίον, η κυβερνητική σταθερότητα για την οποία γίνεται λόγος, όχι μόνο δεν εγγυάται τη δημοκρατική σταθερότητα της χώρας, αλλά μέσα από τη συστηματική και κατ’εξακολούθηση διάλυση του δημόσιου χώρου από το περασμένο έτος (βλ. συλλήψεις, απολύσεις καθηγητών, δημόσιων λειτουργών, κ.λπ) γίνεται μια συνειδητή απόπειρα εξάλειψης όλων των πιθανών μορφών ανυπακοής/διαφωνίας που πιθανώς να κλόνιζαν την κυριαρχία του. Οι δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου ότι η Τουρκία «είναι έτοιμη να πάει σε εμφύλιο πόλεμο» σε περίπτωση μη αρεστού αποτελέσματος για την κυβέρνηση δείχνουν ακριβώς το ετοιμοπολεμικό κλίμα και τις προθέσεις του, ενώ ο περιορισμός των μηχανισμών ελέγχου του κράτους και η κατεύθυνση των συνταγματικών προτάσεων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για επιστροφή στη δημοκρατία και τη σταθερότητα στο άμεσο μέλλον.
Αυτό που φαίνεται καθαρά από την άλλη, είναι πως σε περίπτωση υπερψήφισης των μεταρρυθμίσεων μπορούμε πια να μιλάμε για πλήρη αποδυνάμωση της νομοθετικής εξουσίας, με τον πρόεδρο να συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες που θα του εξασφαλίζουν τον πλήρη έλεγχο του κοινοβουλίου, άρα και όλου του κράτους.
Βάσει αυτού, πολύ σωστά, οι επικριτές των μεταρρυθμίσεων προειδοποιούν πως μια πιθανή υπερψήφιση του δημοψηφίσματος θα επικυρώσει και συνταγματικά αυτό που ήδη συμβαίνει στην χώρα, δηλαδή θα παγιωθεί η εγκαθίδρυση της αυταρχικής διακυβέρνησης Ερντογάν και η μετατροπή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (παρά τα προβλήματα της) σε de facto δικτατορία με συνταγματική και νομική πια νομιμοποίηση και κατοχύρωση.
Αν και δεν υπάρχουν δείγματα ή ενδείξεις νοθείας, οι αμφίβολες μέθοδοι που έχει στη διάθεση του το ΑΚΡ, και που μπορεί να επικαλεστεί μέσα στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, όπως η πρόσφατη απόφαση απαγόρευσης αντιπολιτευτικών εκλογικών αντιπροσώπων, δεν αφήνουν χώρο για αισιόδοξα σενάρια. Τέτοια δείγματα δημιουργούν υποψίες και εγείρουν ερωτήματα για το κλίμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί το δημοψήφισμα, ενώ ταυτόχρονα εξηγούνται από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις οι οποίες κάνουν λόγο για αμφίρροπο αποτέλεσμα.
Φυσικά κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, αν και τα προγνωστικά δείχνουν σίγουρα να είναι υπέρ του Τούρκου Προέδρου, παρόλα αυτά όμως, η ανοιχτή αμφισβήτηση της κυριαρχίας Ερντογάν αποτελεί υπενθύμιση στον ίδιο, δείχνοντας με τον πιο ξεκάθαρο και ρητό τρόπο πως η εξουσία του δεν είναι τόσο ασφαλής όσο φαίνεται.
Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις αποσκοπούν σε αυτό ακριβώς, δηλαδή στη διαφύλαξη της πολιτικής και προσωπικής επιβίωσης του ιδίου και του κόμματος του, όπως επίσης, και στην πλήρη ηγεμονία του κράτους μέσα από τη δοκιμασμένη κεμαλική συνταγή της κοινωνικής μηχανικής.
Δεν χωράει αμφιβολία πως το ζήτημα του δημοψηφίσματος είναι ζήτημα πρωτίστως δημοκρατίας, και ακριβώς για αυτόν τον λόγο οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να περάσουν. Η καταψήφιση των μέτρων θα είναι απάντηση όχι μόνο στον Ερντογάν, αλλά και σε όλες τις παγκόσμιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν υπάρχει επίσης, αμφιβολία πως το πολιτικό διακύβευμα παραμένει υψηλό.
Αυτό που μένει, ωστόσο, να απαντηθεί είναι η κατάσταση που θα διαμορφωθεί την επομένη του δημοψηφίσματος, και το πώς θα διαχειριστούν ο τουρκικός λαός αλλά και ο Τούρκος Πρόεδρος το αποτέλεσμα. Ενώ μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος στο δημοψήφισμα της Κυριακής, δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη εικόνα για το αντίθετο αποτέλεσμα. Θα αποδεχτεί και θα σεβαστεί, σε περίπτωση ήττας, ο Τούρκος Πρόεδρος το αποτέλεσμα, ή θα σύρει τη χώρα σε εμφύλιο, όπως δήλωσε επανειλημμένα;
Και πώς θα διαχειριστεί ο τουρκικός λαός μια τέτοια κατάσταση, τόσο το μέρος αυτού που προασπίζεται τις μεταρρυθμίσεις όσο και αυτό που τις επικρίνει; Τέλος, και ενώ η κρίση όπως φαίνεται θα συνεχίσει να υφίσταται, ίσως το κρισιμότερο ερώτημα που επιβάλλεται να απαντηθεί είναι εάν υπάρχει κάποιο σενάριο που θα μπορούσε να προσφέρει αισιοδοξία στον κόσμο και την πολυπόθητη πολιτική σταθερότητα που αναζητά και χρειάζεται η Τουρκία. Αυτό είναι το ερώτημα το οποίο θα πρέπει να απασχολεί τις συζητήσεις, τόσο εντός όσο και εκτός Τουρκίας, καθώς οι προκλήσεις της επόμενης του δημοψηφίσματος δεν είναι μακριά.