Το περίπλοκο πολιτικό και γεωπολιτικό υπόβαθρο του πραξικοπήματος στη Μιανμάρ

Ο «νέος Ψυχρός Πόλεμος» ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα έχει αυξήσει την αστάθεια που σημαδεύει την ιστορία της Μιανμάρ από το 1962.

Του Vijay Prashad

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr

Την 1η Φεβρουαρίου, ο στρατός της Μιανμάρ, γνωστός ως Τατμαντάου, επικαλέστηκε το Άρθρο 417 του Συντάγματος του 2008, απέπεμψε την κρατική σύμβουλο (σ.τ.μ. θέση που αντιστοιχεί σε αυτή της πρωθυπουργού) Αούνγκ Σαν Σου Κι και τη συνέλαβε, μαζί με άλλα μέλη του κόμματός της Εθνική Λίγκα για τη Δημοκρατία (NLD).

Η καταδίκη του πραξικοπήματος ήταν ταχεία, μολονότι θα υπήρχαν λόγοι για επιφυλακτικότητα στις αντιδράσεις: η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία υπήρξε το πρόσωπο του δημοκρατικού κινήματος μέχρι την απελευθέρωσή της από κατ’ οίκον εγκλεισμό το 2010, κατέστρεψε τη φήμη της όταν πήγε το 2019 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για να υπερασπιστεί τη γενοκτονία που εξαπέλυσε η χώρα της εναντίον των Ροχίνγκια. Πλέον η Αούνγκ Σαν Σου Κι δεν είναι το αγνό σύμβολο της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Μέσα στη Μιανμάρ, οι διαδηλώσεις ενάντια στο πραξικόπημα συνεχίζονται. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες –πολλοί φορώντας κόκκινα (το χρώμα του NLD)– κατέλαβαν τους δρόμους σε ολόκληρη τη χώρα, όχι μόνο στις πυκνοκατοικημένες πόλεις αλλά και στην επαρχία, προκειμένου να εναντιωθούν στο πραξικόπημα.

Η δυναμική των αντιδράσεων ενάντια στο πραξικόπημα αυξήθηκε όταν ενώσεις δημόσιων υπαλλήλων αρνήθηκαν να δουλέψουν για τον στρατό.

Κι ενώ αυτό το κύμα ξεκίνησε με τους γιατρούς, κλιμακώθηκε με τη συμμετοχή εργαζομένων στους σιδηροδρόμους και την εκπαίδευση, καθώς και εργαζομένων στα Υπουργεία Κοινωνικής Πρόνοιας και Υποδομών. Το προσωπικό του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας εξέδωσε μια ανακοίνωση, στην οποία ανέφερε: «Θα επιστρέψουμε στη δουλειά μόνο όταν η εξουσία παραδοθεί και πάλι στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση».

Μέχρι τη δεύτερη εβδομάδα του Φεβρουαρίου, οι διαδηλώσεις εισήλθαν στην τυπικά ήσυχη πρωτεύουσα της Μιανμάρ, το Νέπιντο, με πομπές μοτοσικλετιστών και διαμαρτυρίες στα κεντρικά σημεία της αγοράς.

Ο στρατός της Μιανμάρ έχτισε αυτή την πόλη ως πρωτεύουσα και μετακίνησε όλα τα διοικητικά γραφεία από τη Γιανγκόν σε αυτή την εσωτερική πόλη, το 2005. Το Νέπιντο χτίστηκε με την πρόθεση να παραμείνει ένα στρατιωτικό προπύργιο, προστατευμένο για τους άρχοντες της χώρας που δεν θα ενοχλούνταν από τις ταραχές της δημοκρατίας.

Ωστόσο, στις εκλογές του 2015 και του 2020, το εκλογικό κομματικό όχημα του στρατού, το Κόμμα Ένωση Αλληλεγγύης και Ανάπτυξης (USDP), δεν επικράτησε ούτε στο Νέπιντο, όπου το NLD κέρδισε άνετα. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει το ισχυρό αίτημα ανάμεσα στους πολίτες της Μιανμάρ για δημοκρατικές διαδικασίες.

Ένα κράτος πραξικοπημάτων

Ο στρατός της Μιανμάρ κατέλαβε την εξουσία επί των θεσμών της χώρας το 1962. Μέχρι σήμερα δεν έχει παραδώσει αυτόν τον έλεγχο στους πολίτες.

Το Σύνταγμα του 2008, γραμμένο σε μεγάλο βαθμό από την Τατμαντάου, προβάλλει ένα νομικό αφήγημα για να διατηρήσει τη στρατιωτική κυριαρχία. Μία στις τέσσερις έδρες στο νομοθετικό σώμα της χώρας, τη Συνέλευση της Ένωσης, προορίζεται για αξιωματούχο οριζόμενο από τον στρατό. Ο στρατός εξακολουθεί να διατηρεί τα υπουργικά χαρτοφυλάκια της Άμυνας και των Εσωτερικών, τα οποία είχαν μέχρι το πραξικόπημα στρατηγοί της Τατμαντάου.

Το άρθρο 417 του Συντάγματος επιτρέπει στον στρατό να κηρύξει «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» και να αποπέμψει το φύλλο συκής της πολιτειακής ηγεσίας. Αυτό ακριβώς έκανε η Τατμαντάου την 1η Φεβρουαρίου.

Αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα ήταν πραξικόπημα και δεν ήταν πραξικόπημα. Ήταν πραξικόπημα με την έννοια ότι ο στρατός καθαίρεσε την πολιτειακή κυβέρνηση και πήρε την εξουσία, αλλά δεν ήταν πραξικόπημα με την έννοια ότι στρατός δεν παρέδωσε την εξουσία μετά τις εκλογές του 2010 (το USDP κατέβηκε μόνο του και ανέλαβε την κυβέρνηση, με τα μέλη του να αλλάζουν απλώς τα στρατιωτικά ρούχα με κοστούμια).

O στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ είχε ελπίσει να γίνει επικεφαλής της κυβέρνησης μετά το πέρας της θητείας του ως αρχιστράτηγος του στρατού της Μιανμάρ. Αυτή τη στιγμή, ο Μιν Αούνγκ Χλάινγκ ελέγχει ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας της χώρας μέσω της  Myanmar Economic Holdings Ltd (MEHL), μιας στρατιωτικής κοινοπραξίας, αλλά και μέσω των εταιριών των παιδιών του.

Πηγές στη Γιανγκόν μού είπαν ότι το 2015 ο κοντινός συνεργάτης του Μιν Αούνγκ Χλάινγκ τέθηκε επικεφαλής του USDP, διασφαλίζοντας έτσι ότι το κόμμα θα περιέρχετο στον έλεγχο του Μιν Αούνγκ Χλάινγκ. Ο στρατηγός πήρε προσωπικά την ήττα του USDP, τον Νοέμβριο του 2020: αυτό ήταν που κινητοποίησε τις δεκάδες χιλιάδες ενστάσεις για εκλογική νοθεία που διατύπωσε το USDP εναντίον του NLD.

Πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2020, ο Μιν Αούνγκ Χλάινγκ προειδοποίησε τους υποψηφίους να μην παρασύρονται από ξένες επιρροές. Αυτό έγινε αντιληπτό στη Μιανμάρ ως μια απειλή προς NLD.

Οι κατηγορίες για νοθεία δεν ελήφθησαν σοβαρά ούτε από την Εκλογική Επιτροπή. Στις 26 Ιανουαρίου, ο εκπρόσωπος του στρατού αρχιστράτηγος Zάου Μιν Τουν είπε ότι η Τατμαντάου θα αναλάμβανε δράση αν οι κατηγορίες δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη. Αυτό ακριβώς συνέβη λίγες μέρες αργότερα.

Παγιδευμένοι ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα

Η Κίνα και η Μιανμάρ μοιράζονται ένα σύνορο 2.100 χιλιομέτρων και η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής της Μιανμάρ και ένας από τους βασικούς οικονομικούς εταίρους της.

Πριν από μια δεκαετία, η αμερικανική κυβέρνηση επιχείρησε να απομακρύνει τη Μιανμάρ από τους δεσμούς της με την Κίνα και να αναπροσανατολίσει την οικονομία της προς τις ΗΠΑ. Αυτό ήταν μέρος της «στροφής στην Ασία» του αμερικανού Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.

Το 2007, ο Ντέρεκ Μίτσελ που αργότερα θα γινόταν ειδικός εκπρόσωπος του Ομπάμα για Μιανμάρ, ήταν μεταξύ των συγγραφέων ενός άρθρου που υποστήριζε ότι οι κυρώσεις δεν υπήρξαν αποτελεσματικές και ότι χρειαζόταν ένας νέος «οδικός χάρτης» για τη μεταρρύθμιση της Τατμαντάου.

Ο στρατός της Μιανμάρ είχε τον δικό του οδικό χάρτη: δημιούργησε ένα νέο Σύνταγμα το 2008, έκανε εκλογές το 2010 που έφεραν το USDP στην εξουσία, απελευθέρωσε την Αούνγκ Σαν Σου Κι από τον εγκλεισμό εκείνη τη χρονιά και της επέτρεψε να κατέβει στις εκλογές το 2015. Ο Ομπάμα πήγε στη Μιανμάρ το 2012 και τον Οκτώβριο 2016 οι ΗΠΑ απέσυραν τις κυρώσεις, ελπίζοντας ότι αυτές οι κινήσεις θα σηματοδοτούσαν μια στροφή της Μιανμάρ από τους δεσμούς της με το Πεκίνο προς τη Ουάσιγκτον.

Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε η Τατμαντάου ούτε η Σου Κι θα έσπαγαν λογικά τους εμπορικούς δεσμούς τους με τον γείτονά τους.

Τον Μάιο του 2017, η Σου Κι επισκέφθηκε το Πεκίνο για να υπογράψει μια συμφωνία που θα ενέτασσε τη Μιανμάρ στην πρωτοβουλία της Κίνας «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος».

Στα μέσα Ιανουαρίου της φετινής χρονιάς, ο κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι επισκέφθηκε το Νέπιντο για να συζητήσει τα σχέδια του «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος», καθώς και τη βοήθεια της Κίνας για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19. Στην ατζέντα ήταν και ο Οικονομικός Διάδρομος Κίνας-Μιανμάρ, συμπεριλαμβανομένης της Συνοριακής Ζώνης Οικονομικής Συνεργασίας Κίνας-Μιανμάρ, της νέας πόλης της Γιανγκόν και του Kyaukpyu Deep Sea Port.

Ο Γουάνγκ Γι συναντήθηκε τόσο με τη Σου Κι, όσο και με τη στρατιωτική ηγεσία, και με τις δύο πλευρές να μιλούν θερμά για τις σχέσεις της Μιανμάρ με την Κίνα.

Η απόπειρα της Ουάσιγκτον να απομακρύνει την Κίνα από τη Μιανμάρ δεν είχε καμία σχέση με το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου: τόσο ο στρατός όσο και το NLD είναι αφοσιωμένοι στη στρατηγική σχέση με την Κίνα.

Όμως δεν βοηθά το γεγονός ότι αυτός ο «νέος Ψυχρός Πόλεμος» έχει βαθύνει την αστάθεια που σημαδεύει την ιστορία της Μιανμάρ από το 1962.

Οι άνθρωποι που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στους δρόμους ζουν εν τω μέσω μιας συνθήκης που αποκαλούν «επανάσταση των τυμπάνων». Κάθε μέρα που περνάει, όλο και περισσότεροι άνθρωποι συντάσσονται στο αίτημα για επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση, ακόμα και αν αυτό σημαίνει επιστροφή στο status quo, όπου ο στρατός θα κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Asia Times, στις 11 Φεβρουαρίου 2021.

Για τον συγγραφέα

Ο Vijay Prashad είναι ινδός ιστορικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Είναι συνεργάτης του Globetrotter, αρχισυντάκτης του LeftWord Books και διευθυντής του Tricontinental: Institute for Social Research. Είναι συνεργάτης του Chongyang Institute for Financial Studies, του Πανεπιστημίου Renmin της Κίνας. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «Washington Bullets», με εισαγωγή του Έβο Μοράλες.

Διαβάστε επίσης:

H γενοκτονία των Ροχίνγκια και οι ρίζες της στην αποικιοκρατία

H συμμαχία Κίνας-Πακιστάν και η αμερικανική «στροφή στην Ασία»